Δεν υπήρχε οικογένεια, κυρίως στην Ευρώπη, που να μην είχε έναν δικό της άνθρωπο στην πρώτη γραμμή του πυρός. Ακόμα και οι γιορτές του 1945 γιορτάστηκαν μέσα στα ερείπια, με εκατομμύρια πρόσφυγες να περιπλανώνται σε αναζήτηση στέγης και τροφής. Ο W. Byford-Jones, Άγγλος στρατιωτικός και συγγραφέας —πέρασε και από την Ελλάδα— στο βιβλίο του «Το λυκόφως του Βερολίνου» περιγράφει με τα πιο μελανά χρώματα τα πρώτα ειρηνικά Χριστούγεννα στο κατεστραμμένο Βερολίνο.
Στην Ελλάδα, τα Χριστούγεννα του 1944 τη βρήκαν εν μέσω μιας εμφύλιας σύρραξης στους δρόμους της πρωτεύουσας. Όλη η υπόλοιπη Ελλάδα εαμοκρατείτο και γιόρταζε την καινούργια χρονιά με τα μάτια της στραμμένα στην Αθήνα. Το 1945, ο Βαγγέλης Παπαδάκης (καπετάν Λευτεριάς) την πρωτοχρονιά του 1945 βρισκόταν φυλακισμένος στις φυλακές της Λαμίας. Στις «Αναμνήσεις» του γράφει πως όλοι οι συγκρατούμενοι έδωσαν ραντεβού, μετά από δέκα χρόνια, να γιορτάσουν τη νέα χρονιά, το 1956, στα γραφεία του ΕΑΜ. Ανυποψίαστοι για αυτό που ερχόταν, κάποιοι από αυτούς άφησαν τα κόκκαλά τους στα πεδία των μαχών και άλλους τους βρήκε το 1956 στον «παράδεισο» των σοσιαλιστικών χωρών, πρόσφυγες. Πάντως, όπως φαίνεται και από αυτά που γράφει ο Παπαδάκης, το 1945 έκλεινε με την προοπτική ενός καλύτερου 1946, το οποίο φυσικά δεν ήρθε.
Από τότε κάθε χρόνο η Ελλάδα αιμορραγούσε. Έτσι, οι γιορτές του 1948 βρήκαν τον μεν αστικό πληθυσμό να βλέπει το τέλος του εμφυλίου πολέμου να μην πλησιάζει, ο δε αγροτικός πληθυσμός είχε μεταφερθεί στις μεγάλες πόλεις, όπου ζούσε υπό άθλιες συνθήκες, για να γλιτώσει από τα χειρότερα. Ήταν οι αποκαλούμενοι ανταρτόπληκτοι ή συμμοριόπληκτοι. Η Θεσσαλονίκη, όπως και η Αθήνα και άλλα αστικά κέντρα, είχαν εικόνα του εμφυλίου πολέμου από τα δημοσιεύματα των εφημερίδων και από τους θανάτους και τους τραυματισμούς οικείων και φιλικών τους προσώπων. Αν εξαιρέσουμε τον βομβαρδισμό της Θεσσαλονίκης από ένα πυροβόλο του ΔΣΕ στις 10 Φεβρουαρίου 1948, άλλη πολεμική ενέργεια κατά την πόλης δεν υπήρξε, που συνέχιζε έτσι στους κανονικούς ρυθμούς ζωής.
Έσφυζε η Θεσσαλονίκη από νυκτερινή ζωή, υπήρχαν κέντρα για όλα τα βαλάντια και αν ανατρέξει ο φιλίστορας σε εφημερίδες της εποχής θα μάθει για το ποιες κυρίες έλαμπαν στα κοσμικά σαλόνια, τι ρούχα φορούσαν, ποιοι κύριοι τις συνόδευαν. Συγχρόνως πληροφορείται και για άλλα ενσταντανέ της κοινωνικής ζωής της πόλης μας -οι μοιχοί τότε γνώριζαν τη δημόσια διαπόμπευση- διαβάζει για τα αποτελέσματα των ποδοσφαιρικών αγώνων και πολλά άλλα, διάθεση και χρόνο να έχει.
Τις γιορτές του 1948 η Θεσσαλονίκη τις γιόρτασε με ρεβεγιόν στις επαύλεις των Εξοχών και στις αστικές κατοικίες του κέντρου της πόλης. Όμως η κοινωνική αλληλεγγύη δεν εξέλιπε και εκδηλώθηκε αυτές τις άγιες μέρες. Αφορούσε τη δράση ποικιλώνυμων σωματείων που έσπευσαν να προσφέρουν γεύματα στους ανταρτόπληκτους που στοιβάζονταν κυρίως στο Μέγαρο Καραβάν-Σαράι, στο Μέγαρο Μάισα* (συμβολή Βενιζέλου—Βασιλέως Ηρακλείου), στη Μονή Λαζαριστών, στην καπναποθήκη Τεκβοριάν και σε άλλους καταυλισμούς στην ανατολική Θεσσαλονίκη, με προεξάρχοντα αυτόν του ιστορικού συνοικισμού 151, στην περιοχή του Ιπποκρατείου. Σταδιακά άρχισαν να εμφανίζονται και προσφυγικά καταλύματα που αποτελούνταν από μεταλλικές κατασκευές τύπου Ρόμνεϊ. Στην πόλη μας ο αριθμός των ανταρτόπληκτων κορυφώθηκε τον Ιούλιο του 1948, όταν έφτασε τα 62.694 άτομα. Στην συνέχεια άρχισε η σταδιακή αποκλιμάκωση του φαινομένου.

Ιδιαίτερα μέριμνα δόθηκε τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά στα παιδιά των παιδοπόλεων, που είτε είχαν χάσει τις οικογένειές τους είτε οι γονείς τους τα είχαν παραδώσει στην κρατική μέριμνα διότι δεν μπορούσαν να τα θρέψουν. Σε αυτές τις εκδηλώσεις σημαντική ήταν η συμβολή του Δήμου Θεσσαλονίκης, της Μέριμνας Ποντίων Κυριών και του υπουργείου Βορείου Ελλάδος. Πολλά από αυτά τα παιδιά το μόνο που είχαν γνωρίσει στη ζωή τους ήταν πόλεμος και καταστροφές, άλλα δεν γνώριζαν καν το όνομά τους. Έτσι ήταν φυσικό η ατμόσφαιρα των παιδοπόλεων, ειδικά τις μέρες των γιορτών, να είναι πρωτόγνωρη για αυτά. Οι φωτογραφίες που διασώθηκαν δείχνουν τη χαρά με την οποία δέχθηκαν τα δώρα και τη στοργή των φιλανθρωπικών σωματείων. Στις αφηγήσεις τους στη συνέχεια, αναπολούν εκείνες τις μέρες που χαράχθηκαν βαθιά στη μνήμη τους.

Όπως γράφει ο τοπικός Τύπος στις λέσχες της Θεσσαλονίκης παίχτηκαν σημαντικά ποσά σε παιχνίδια που ξεκινούσαν από τις 30 Δεκεμβρίου 1948 και τελείωναν το βράδυ της πρώτης μέρας του καινούργιου χρόνου. Και στην περίπτωση αυτή υπήρχαν λέσχες για κάθε κοινωνική τάξη, με την πιο κοσμική, τον «Αγγλοελληνικό Όμιλο» που στεγαζόταν στην αρχή της παραλιακής λεωφόρου.
Ουδείς τότε γνώριζε πως η επόμενη πρωτοχρονιά, αυτή του 1949 προς το 1950 θα έβρισκε την Ελλάδα απαλλαγμένη από τη λαίλαπα του εμφυλίου πολέμου, να βαδίζει με σημαντική καθυστέρηση στη φάση της ανασυγκρότησής της. Από τότε, κάθε πρωτοχρονιά ήταν πιο αισιόδοξη από την προηγούμενη.
*Το κτίριο ανήκε στον Αβράαμ και στη Μαριέττα Μάισα που δολοφονήθηκαν στο Άουσβιτς τον Απρίλιο του 1943.
Για τις ανάγκες του κειμένου προσέφυγα στη διπλωματική εργασία του κ. Μαυρουδή Γεώργιου «Εσωτερικοί πρόσφυγες του εμφυλίου πολέμου στη Θεσσαλονίκη», Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, 2020.











