Ο Γουσόπουλος ήταν ένα στέλεχος του ΚΚΕ το οποίο έγραψε την ιστορία του στη Θεσσαλονίκη. Σύμφωνα με τον Τ.Α. Κατσαρό, συγγραφέα του βιβλίου «Μια απόφαση μάχομαι μέχρι το τέλος» (εκδ. Ντοκουμέντα, 2003), υπήρξε εκ μέρους του Μακεδονικού Γραφείου του ΚΚΕ, ο καθοδηγητής της Στενής Αυτοάμυνας που έδρασε στην πόλη από τον Οκτώβριο του 1946 ως τα τέλη Απριλίου 1947.
Σε αυτό το χρονικό διάστημα προέβη σε έντεκα ένοπλες ενέργειες που άφησαν πίσω τους εφτά νεκρούς και αρκετούς τραυματίες. Αυτήν την περίοδο την καθοδήγηση της Κομματικής Οργάνωσης Θεσσαλονίκης την έχει από το Π.Γ. του ΚΚΕ ο Βασίλης Μπαρτζιώτας, ενώ το Κόμμα εξακολουθεί να παραμένει νόμιμο. Η Στενή Αυτοάμυνα εξαρθρώθηκε μετά το κτύπημα στο λεωφορείο των αεροπόρων στις 30 Απριλίου 1947. 52 εξ αυτών καταδικάστηκαν σε θάνατο, όμως σε 5 δόθηκε χάρη. Εκτελέστηκαν το φθινόπωρο του 1947 οι 47 στις φυλακές του Επταπυργίου.
Ο Μάκης Γουσόπουλος δεν ήταν μεταξύ των συλληφθέντων. Όπως γράφει ο Τ.Α. Κατσαρός «Από μια πληροφορία που έχουμε από κάποιον συγκατηγορούμενό του, χωρίς όμως να καταφέρουμε να τη διασταυρώσουμε, ο Γουσόπουλος βρισκόταν στην πόλη της Θεσσαλονίκης όλη την περίοδο του εμφυλίου. Μια μέρα του 1948 τον εντόπισαν αστυνομικά όργανα και τον περικύκλωσαν. Τότε τον πλησίασε ένας αξιωματικός του οποίου το όνομα ήταν Μαράτος και τον διέταξε να σηκώσει τα χέρια ψηλά. Ο Γουσόπουλος με μια αστραπιαία κίνηση τράβηξε το πιστόλι του και τον πέτυχε στην καρωτίδα. Ο θάνατος του Μαράτου ήταν ακαριαίος. Έτσι, εκμεταλλευόμενος τον αιφνιδιασμό των υπολοίπων αστυνομικών, ξέφυγε από τον αστυνομικό κλοιό. Στα τέλη του ΄49, μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, πέρασε κι αυτός στις Ανατολικές χώρες…» (σελ. 109).
Σύμφωνα με τον Γούσια, ο Ζαχαριάδης έστειλε τον Γουσόπουλο στη Θεσσαλονίκη το καλοκαίρι του 1954 μαζί με τη σύζυγό του Αθηνά Βιζώτη. Μετά από τρείς μήνες συνελήφθη από την Ασφάλεια όταν πήγε στο κομματικό ραντεβού, αλλά ο σύνδεσμός του είχε συνεργαστεί με τις διωκτικές αρχές και τον «έδωσε». Εδώ υπάρχει ένα μυστήριο. Φυσιολογικά, με δεδομένο τον ρόλο του Γουσόπουλου στη Στενή Αυτοάμυνα και τον φόνο του Μαράτου, θα έπρεπε να περάσει από το Στρατοδικείο και να εκτελεστεί. Όμως η Ασφάλεια προτίμησε να τον χρησιμοποιήσει για να μπει στα άδυτα του ΚΚΕ. Τον στρατολόγησε και τον άφησε να φύγει για τη Ρουμανία, ενώ κράτησαν εδώ την έγκυο σύζυγό του. Στη Ρουμανία, ο Γουσόπουλος έπαθε κρίση συνειδήσεως και ομολόγησε στον Ζαχαριάδη και στον Γούσια πως λύγισε, συνεργάστηκε και η αποστολή του είναι να δραστηριοποιηθεί ως πράκτορας της Ασφάλειας μέσα στις γραμμές του Κόμματος. Μάλιστα ο Γούσιας τον έβαλε να γράψει δύο εκθέσεις με τα καθέκαστα της συνεργασίας του με την Ασφάλεια για να διαπιστώσει αν περιπέσει σε αντιφάσεις.
Ο Γουσόπουλος πέρασε αυτή τη δοκιμασία και επειδή ήταν δοκιμασμένος κομμουνιστής η μεταμέλειά του θεωρήθηκε ειλικρινής. Σε ειδική συνεδρίαση της γραμματείας της Κ.Ε. του ΚΚΕ αποφασίζεται ο Γουσόπουλος να δράσει πλέον ως πράκτορας του Κόμματος μέσα στην Ασφάλεια. Δηλαδή να αντιστραφούν οι ρόλοι. Για τον λόγο αυτόν τον ξαναστέλνουν πίσω στην Ελλάδα για εκτελέσει τα κομματικά του καθήκοντα… με τη συνεργασία των διωκτικών αρχών. Έτσι η Ασφάλεια του βρίσκει πολύγραφο και τυπώνει τη Λαϊκή Φωνή, ενώ λέει στους αξιωματικούς που τον χειρίζονται ότι αν η παράνομη δραστηριότητά του είναι αποτελεσματική, τότε θα τον βάλει το Κόμμα στην Κεντρική Επιτροπή και οι πληροφορίες που θα τους δίνει θα είναι σημαντικές. Φυσικά οι αναγνώστες της παράνομης Λαϊκής Φωνής είτε φακελώνονταν είτε συλλαμβάνονταν από τις διωκτικές αρχές.
Αυτό το πήγαινε-έλα του Γουσόπουλου συνεχίστηκε μέχρι την καθαίρεση του Ζαχαριάδη το 1956. Αυτή είναι η μια πτυχή της υπόθεσης. Διότι υπάρχει και μια άλλη, εντελώς κυνική και ανήθικη. Ο Γουσόπουλος για να γίνεται πιστευτός στην Ασφάλεια θα έπρεπε —με την έγκριση του Ζαχαριάδη— να δίνει, στα δέκα νέα κομματικά μέλη, τα δύο-τρία στις διωκτικές αρχές. Με αυτόν τον τρόπο και το ΚΚΕ θα έστηνε τον παράνομο μηχανισμό του και η Ασφάλεια θα έπιανε κάποια νέα κομματικά μέλη. Γράφει αργότερα στην έκθεσή του προς την Κ.Ε. ο Γουσόπουλος: «Παίρνω καινούργια αποστολή για τη Θεσσαλονίκη. Το βασικό να φτιάξω κομματική οργάνωση, να δίνω 2-3 πρόσωπα στην Ασφάλεια και 10 να κρατάω μυστικά…ξανατονίζω, δεν ξέρω αν η αποστολή έτσι όπως μου δόθηκε αν συμβιβάζεται με τις αρχές μας.»
Στην 7η Ολομέλεια του ΚΚΕ (18—24/2/1957) ο Ζαχαριάδης δέχθηκε σφοδρή επίθεση για αυτή την τακτική, όμως την υπεραμύνθηκε υποστηρίζοντας πως έτσι στήθηκαν κομματικές οργανώσεις στη Θεσσαλονίκη. Όπως σημειώνει ο συγγραφέας Σταύρος Αβδούλος «είναι στ΄αλήθεια να απορεί ο καθένας μας με αυτήν την τυχοδιωκτική, την χωρίς ηθικούς φραγμούς πράξη του Ζαχαριάδη. Μα δε διέθετε τη στοιχειώδη λογική να σκεφτεί το πιο απλό; Είναι ποτέ δυνατόν ένας άνθρωπος που από την πρώτη στιγμή που τον συνέλαβε η Ασφάλεια συνθηκολόγησε και γίνηκε όργανό της να δημιουργήσει παράνομη κομματική οργάνωση εν αγνοία της;» (Νίκος Ζαχαριάδης, μύθος και πραγματικότητα, εκδ. Παρασκήνιο, 2009, σελ. 276)