Η 7η Μεραρχία του ΔΣΕ δραστηριοποιήθηκε στη Θράκη και κυρίως στην περιοχή του Έβρου. Δεν είχε να επιδείξει σημαντική δράση για δύο λόγους: πρώτον, διότι ήταν πολύ δύσκολη η στρατολόγηση ανταρτών και δεύτερον, ακόμα πιο δύσκολος ο εξοπλισμός τους, καθώς η Βουλγαρία τελούσε υπό Διασυμμαχικό έλεγχο ως χώρα που ανήκε στο στρατόπεδο των ηττημένων.
Εκείνο που δε γνωρίζουν ακόμα και φιλίστορες είναι πως οι αντάρτες αυτής Μεραρχίας παρέμειναν εντός του ελληνικού εδάφους μέχρι και τον Δεκέμβριο του 1949, ενώ ο κύριος όγκος του ΔΣΕ είχε αποχωρήσει από την Ελλάδα ηττημένος στις 30 Αυγούστου. Είχαν ξεμείνει κάποιοι αποκομμένοι, αλλά συγκροτημένος σχηματισμός του ΔΣΕ μέσα σε ελληνικό έδαφος ήταν μόνον η 7η Μεραρχία. Γιατί συνέβη αυτό; Για να προστατεύει τα βουλγαρικά σύνορα από τις εισβολές αποσπασμάτων του Εθνικού Στρατού. Εύλογα ο αναγνώστης θα αναρωτηθεί, τι σχέση μπορεί να έχει η 7η Μεραρχία με τη Θεσσαλονίκη; Την απάντηση θα τη βρει στη συνέχεια.
Το κύριο γεγονός που άφησε τα ίχνη του στα όσα τραγικά διαδραματίστηκαν σε αυτή τη Μεραρχία ήταν η ήττα της στη μάχη των Μεταξάδων (18-20 Μαϊου 1949). Μια από τις πολλές παράλογες επιχειρήσεις του ΔΣΕ που στην προκειμένη περίπτωση στοίχισε 300 νεκρούς, τραυματίες και αιχμαλώτους. Στο πλαίσιο της γνωστής νοοτροπίας που επικρατούσε στις τάξεις του ΔΣΕ η ήττα αποδόθηκε σε προδοσία και το Γενικό Αρχηγείο του ΔΣΕ διέταξε την αναζήτηση των προδοτών. Σε εκείνη τη φάση ο καπετάν Χείμαρρος (Γκανάτσιος Βασίλης) ήταν ο διοικητής της Μεραρχίας, ο Μαλτέζος Γεράσιμος ο επιτελάρχης και ο Νίκος Γεωργαλής ο πολιτικός επίτροπος.
Ένα σήμα του Γ΄Σ.Σ. που αναφερόταν στον πράκτορα 50 που δρούσε μέσα στις τάξεις των ανταρτών της Μεραρχίας ήταν η αιτία για να κινητοποιηθεί όλος ο μηχανισμός του ΚΚΕ της περιοχής ενισχυμένος με πρωτοκλασάτα στελέχη που ήρθαν από άλλες περιοχές. Θρυλική φυσιογνωμία της 7ης Μεραρχίας ήταν ο καπετάν Κρίτωνας (Βαγγέλης Κασάπης) ο οποίος και φέρεται πως ανακάλυψε και συνέλαβε τον προδότη με το όνομα Φλέρη, το καλοκαίρι του 1949. Τον πέρασε ανταρτοδικείο που τον καταδίκασε σε θάνατο και τον εκτέλεσε μια αντάρτισσα της οποίας ο αρραβωνιαστικός σκοτώθηκε σε επιχείρηση προδομένη από τον Φλέρη. Το μεγάλο πρόβλημα ήταν η άρον-άρον εκτέλεσή του καθώς δεν είχε αποκαλύψει τους συνεργάτες του. Έτσι, άρχισε ένας κύκλος ανακρίσεων, εντός των υπολειμμάτων της Μεραρχίας, ενώ ύποπτος θεωρήθηκε και ο Β. Κασάπης. Ανακριτές ήταν οι Φίλιππος Παπαδόπουλος, βουλευτής του ΚΚΕ το 1936, Νίκος Γεωργαλής, Μαλτέζος Γεράσιμος, Βασίλης Γκανάτσιος και Κώστας Σιαπέρας.
Αυτό το τελευταίο όνομα συνδέει την 7η Μεραρχία με τη Θεσσαλονίκη. Τα θύματα ήταν άνδρες και γυναίκες της Μεραρχίας τα οποία βασανίστηκαν άγρια τόσο σε ελληνικό έδαφος όσο και στις βουλγαρικές φυλακές (Νοέμβριος—Δεκέμβριος 1949) όπου συνεχίστηκε η ανάκριση. Σε αυτές τις ανακρίσεις, επί βουλγαρικού εδάφους, πρωτοστατούσε ο Δημήτρης Βλαντάς, μέλος του Π.Γ. του ΚΚΕ. Τα βασανιστήρια ήταν τόσο άγρια που προκάλεσαν τον αποτροπιασμό ακόμα και αυτών των Βούλγαρων αξιωματούχων του ΚΚΒ. Τελικά αποδείχθηκε πως όλα ήταν μια στημένη υπόθεση για να αποδοθεί η ήττα στην προδοσία ανταρτών της Μεραρχίας. Η ηγεσία αναζητούσε εξιλαστήρια θύματα.
Ο Κ. Σιαπέρας αποφοίτησε τη Νομική Σχολή της Θεσσαλονίκης και άσκησε στη δεκαετία του 1930 το επάγγελμα του δικηγόρου. Στην περίοδο της Εαμοκρατίας ήταν λαϊκός κατήγορος υπό τον πρωτοδίκη Θεσσαλονίκης Δημήτρη Παλάσκα, ο οποίος αποτελούσε τον βραχίονα του ΚΚΕ στην απονομή της «δικαιοσύνης». Για αυτήν την περίοδο ο Κ. Σιαπέρας τηρεί σιγή ιχθύος στο βιβλίο του «Μυστικοί δρόμοι του Δημοκρατικού Στρατού, εκδ. Γλάρος, 1990. Την εξιστόρηση του την ξεκινά από τη συμφωνία της Βάρκιζας και μετά, όταν ήταν—όπως γράφει—διευθυντής Σωφρονιστικών Στρατοπέδων Μακεδονίας-Θράκης. Πριν αναλάβει αυτό το πόστο διετέλεσε επίτροπος δικαστικού στην 11η Μεραρχία του ΕΛΑΣ με έδρα την Αρναία. Για το τι συνέβη στην Αρναία παραπέμπω τους φιλίστορες στο βιβλίο του Δημήτρη Θεοχαρίδη «Η Μακεδονία στις φλόγες». Ο ρόλος του Κ. Σιαπέρα ήταν πρωταγωνιστικός και στην πορεία προς την Αρδέα, τότε που από τους 1250 ομήρους της πορείας εκτελέστηκαν περίπου 650. Ο Κ. Σιαπέρας ήταν ο εισαγγελέας στα λαϊκά δικαστήρια που έγιναν στον Άγιο Αθανάσιο και στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Αρδέας.
Στο προαναφερθέν βιβλίο του ελάχιστα γράφει για τη συμμετοχή του στα βασανιστήρια στα οποία συμμετείχε στο ελληνικό και στο βουλγαρικό έδαφος. Την αποδίδει στην πίεση που δέχθηκε κυρίως από τον Βλαντά. Στη συνέχεια έφτασε μέχρι το αξίωμα του εισαγγελέα εφετών στη Βουλγαρία, όμως μετά έπεσε σε δυσμένεια και όταν οι βουλγαρικές αρχές ανακάλυψαν πως συγγράφει τα απομνημονεύματά του τον απέλασαν με συνοπτικές διαδικασίες. Ήρθε στην Αθήνα, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, πένης και το βιβλίο του έχει έντονο το απολογητικό ύφος. Είναι άγνωστο αν εμφανίστηκε ξανά στη Θεσσαλονίκη.
*Τα γεγονότα της 7ης Μεραρχίας τα περιγράφει λεπτομερώς ο Γιώργος Δ. Γκαγκούλιας στο βιβλίο του «Η αθέατη πλευρά του Εμφυλίου» εκδ. Ιωλκός, 2001. Ο συγγραφέας ήταν ένα από τα θύματα των βασανιστηρίων.