Εισαγωγικά να πω ότι ο χαρακτηρισμός «παυλομελήτης» ήταν άκρως υποτιμητικός και τον εκτόξευε ο σκληρός πυρήνας των στελεχών του ΚΚΕ εναντίον των αξιωματικών του ΕΛΑΣ οι οποίοι εναντιώνονταν στην ανεξέλεγκτη δράση των παρτιζάνων του Τίτο και των Σνοφιτών στη Δυτική Μακεδονία. Ο Παύλος Μελάς εκπροσωπούσε τον εθνικισμό και τον σοβινισμό και το πνεύμα του στεκόταν εμπόδιο στα σχέδια της Κομμουνιστικής Διεθνούς για την περιοχή.
Είναι γνωστόν ότι το Μακεδονικό ζήτημα ταλαιπώρησε το ΚΚΕ από το 1924 έως και το τέλος του εμφυλίου πολέμου. Ο διεθνισμός πάντα επικρατούσε επί των εθνικών συμφερόντων στις πολιτικές των κομμουνιστικών κομμάτων. Βέβαια, σταδιακά και στον βαθμό που επικρατούσε η θέση για «τον σοσιαλισμό σε μια και μόνον χώρα», ο διεθνισμός εξυπηρετούσε πλέον τα κρατικά συμφέροντας αυτής της μιας χώρας, δηλαδή της Σοβιετικής Ένωσης.
Η δημιουργία ενός ανεξάρτητου μακεδονικού κράτους στο οποίο συμπεριλαμβανόταν και η Θράκη είχε ως αρχικό όχημα το πανίσχυρο Κομμουνιστικό Κόμμα Βουλγαρίας στο όνομα της «Μεγάλης Βουλγαρίας». Όταν αυτός ο σχεδιασμός έληξε άδοξα, το Μακεδονικό ζήτημα έφυγε από τις άμεσες προτεραιότητeς της Κομιντέρν από τα μέσα της δεκαετίας του 1930. Τα απόνερά του φάνηκαν κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής. Τότε εμφανίστηκε και ο ηγεμονισμός του Τίτο ο οποίος, αφού έθεσε υπό την καθοδήγησή του το Κομμουνιστικό Κόμμα Αλβανίας, επεδίωξε να εντάξει στη στρατηγική του και τον ΕΛΑΣ μέσω του Βαλκανικού Στρατηγείου. Τελικά, το καλοκαίρι του 1943 η ηγεσία του ΚΚΕ απέρριψε αυτή την πρόταση και διότι φοβήθηκε τις αντιδράσεις των αξιωματικών του ΕΛΑΣ που προέρχονταν από τις τάξεις του Ελληνικού Στρατού. Αυτοί που αποκλήθηκαν στη συνέχεια «παυλομελήτες».
Το τι γινόταν κυρίως στη Δυτική Μακεδονία με τα τάγματα του ΣΝΟΦ είναι γνωστό. Εκείνο που δεν είναι ευρέως γνωστό είναι το γεγονός πως αυτή η δράση τους είχε προκαλέσει σημαντικές αντιδράσεις σε αξιωματικούς της 9ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ οι οποίοι σχεδίαζαν, μαζί με πολίτες, την προσχώρηση του 28ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ στον ΕΔΕΣ, κατά τον Δεκέμβριο του 1943 και ενώ εμαίνοντο οι μάχες μεταξύ των δύο αντιστασιακών οργανώσεων. Η κίνηση αυτή των αξιωματικών αποκαλύφθηκε και παραπέμφθηκαν στο έκτακτο στρατοδικείο της 9ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ που συνεδρίασε στις 22 Ιουνίου 1944 υπό την προεδρία του Δημητρίου Μπαλάσκα και με λαϊκό επίτροπο τον Δημήτριο Δημητριάδη. Κατηγορούμενοι ήταν 14 αξιωματικοί και πολίτες οι οποίοι διαπίστωναν πως το ΕΑΜ—ΕΛΑΣ υιοθετούσε τα συνθήματα των Σλαβομακεδόνων, όπως παραδέχθηκε με καμάρι και ο λαϊκός επίτροπος. Τελικά, επιβλήθηκαν πέντε θανατικές καταδίκες, ενώ οι υπόλοιποι, πλην δύο που αθωώθηκαν, καταδικάστηκαν σε διάφορες άλλες ποινές. Αυτοί που καταδικάστηκαν σε θάνατο γλίτωσαν την εκτέλεση καθώς εκείνες τις μέρες πραγματοποιήθηκε η μεγάλη εκκαθαριστική επιχείρηση των γερμανικών στρατευμάτων κατά της 9ης Μεραρχίας η οποία διαλύθηκε και οι καταδικασμένοι αξιωματικοί και πολίτες μεταφέρθηκαν από τους Γερμανούς στο Στρατόπεδο του Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη. Αφέθηκαν ελεύθεροι μετά την αποχώρηση των Γερμανών.
Στη συνέχεια, το ΚΚΕ υπό τον Νίκο Ζαχαριάδη, ήταν πολύ επιφυλακτικό απέναντι στους αξιωματικούς του ΕΛΑΣ. Θεωρούσε πως δεν πληρούσαν τα κριτήρια ενός επαναστατικού στρατού και για αυτό δημιούργησε το σώμα των πολιτικών επιτρόπων, με τη δική του κάθετη δομή και ιεραρχία. Πάντα οι αξιωματικοί που προέρχονταν από τη Δυτική Μακεδονία, ακόμα και αν ήταν παλιά μέλη του ΚΚΕ, αντιμετωπιζόταν με καχυποψία. Το πνεύμα του Παύλου Μελά τρόμαζε τον σκληρό πυρήνα του Κόμματος, καθώς οι πρόγονοι αυτών των αξιωματικών ήταν διαποτισμένοι με τις αξίες του Μακεδονομάχου και κάποιοι από αυτούς ήταν και συμπολεμιστές του.
Ένας τέτοιος αξιωματικός ήταν ο Γιώργος Γιαννούλης, απόγονος Μακεδονομάχων του Επταχωρίου. Αν και μέλος του ΚΚΕ από τα μέσα της δεκαετίας του 1930, ποτέ δε συμφώνησε με την πολιτική του Κόμματος απέναντι στη δράση του ΣΝΟΦ. Συμμετείχε μαζί με μονάδες του ΕΛΑΣ στη μάχη του Φαρδύκαμπου της Σιάτιστας (4-7 Μαρτίου 1943) όπου πρωτοστατούσαν οι αξιωματικοί της ΠΑΟ. Τότε οι σκληροί του ΚΚΕ συνειδητοποίησαν πως κυριαρχία του ΕΛΑΣ περνούσε μέσα από τη φυσική εξόντωση αυτών των αξιωματικών, κάτι που συνέβη μετά από μικρό χρονικό διάστημα στο Μελάνθιο Καστοριάς και στον Αυγερινό Κοζάνης. Ο Γιαννούλης όχι μόνον διαφώνησε με αυτήν την εγκληματική δράση των συντρόφων του, αλλά ειδοποίησε τρείς φίλους του αξιωματικούς της απέναντι όχθης για την τύχη που τους περίμενε και έτσι τους έσωσε. Αυτές οι διαφωνίες του καθώς και το γεγονός ότι προπολεμικά έκανε άσκηση δικηγορίας στο γραφείο του δεξιού βουλευτή Καστοριάς Φίλιππου Δραγούμη -μέλος της Μακεδονικής Ομάδας- όλα αυτά τον καθιστούσαν ύποπτο στον καιρό του εμφυλίου πολέμου, τότε που οι Σλαβομακεδόνες αποτελούσαν σταδιακά τη ραχοκοκαλιά του ΔΣΕ.
Με αφορμή την ήττα των ανταρτών στο Κάμενικ (16-17 Αυγούστου 1948), μια στρατηγικά κρίσιμη περιοχή στα ελληνοαλβανικά σύνορα, η ηγεσία του ΚΚΕ χρέωσε στον Γιαννούλη την ήττα, καθώς ήταν ο διοικητής της 102 ταξιαρχίας του ΔΣΕ. Στις 20 Αυγούστου 1948 ο έμπιστος του Γούσια, ο Τάκης Σαρρής, τον πυροβόλησε πισώπλατα και τον δολοφόνησε, ενώ μεταφερόταν στο Αρχηγείο για να απολογηθεί. Εκ των υστέρων καταδικάστηκε σε θάνατο.
Το Μακεδονικό ανέκαθεν ήταν ένα αγκάθι για το ΚΚΕ. Δέσμιο αρχικά του διεθνισμού του και στη συνέχεια δέσμιο των απαιτήσεων του εμφυλίου πολέμου, αντιμετώπισε εχθρικά τα στελέχη του που διέθεταν ακόμα εθνική ευαισθησία. Το στρατοδικείο της 9ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ και η δολοφονία του Γιώργου Γιαννούλη είναι αψευδείς περί τούτου ιστορικές μαρτυρίες.