«THESSALONIQUE Dans le flux des vivants et des morts» («ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ – Στη ροή των ζωντανών και των νεκρών») είναι ο τίτλος του νέου βιβλίου του Jil Silberstein, που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα γαλλικά από τον ελβετικό εκδοτικό οίκο Éditions la Baconnière. Ένα ασυνήθιστο βιβλίο –υβρίδιο ημερολογίου, ποιητικής περιπλάνησης, λογοτεχνικής αναζήτησης και φιλοσοφικού στοχασμού–, στις σελίδες του οποίου ο Γάλλος διανοούμενος χαρτογραφεί τη σχέση του με μια πόλη που γνώρισε «καθυστερημένα», αλλά του μίλησε αμέσως σε επίπεδο υπαρξιακό και ποιητικό. Περιδιαβαίνει το κέντρο και τιςσυνοικίες της, παρατηρεί τους κατοίκους της, ανακαλύπτει ποιητές όπως ο Γιώργος Ιωάννου και η Ζωή Καρέλλη, εντοπίζει ίχνη της εβραϊκής μνήμης της πόλης και γράφει για όλα αυτά με τρυφερότητα, στοχαστικότητα και φινετσάτο χιούμορ.
Jil Silberstein
«Ένας άντρας με επτά δεκαετίες ζωής βλέπει το είδωλό του σε μια πόλη που φέρει, από την πλευρά της, αιώνες βίου», λέει ο ίδιος στη συνέντευξή μας, συνοψίζοντας εύστοχα τον υπόγειο διάλογο που ξεδιπλώνεται στο βιβλίο του. Παρά το γεγονός ότι δεν μιλά τη γλώσσα της πόλης, αισθάνεται να τον συνδέει μαζί της ένα «κοινό πεπρωμένο» – μία σπάνια αίσθηση που μοιράζεται μαζί μας: ότι «όλα όσα ζουν είναι φτιαγμένα για να αλλάζουν, να ωριμάζουν και να μεταμορφώνονται».
Φορτωμένος με μια μικρή συλλογή από δεκαπέντε βιβλία και την πολύτιμη συντροφιά των ποιητών της πόλης –του Γιώργου Ιωάννου, της Ζωής Καρέλλη, του Αλέξη Τραϊανού– ο Silberstein επιδίδεται σε αυτό που αποκαλεί «ένα εσωτερικό σκάψιμο», μια διαδικασία αυτογνωσίας και έκθεσης.
Η πιο ποιητική ίσως στιγμή του ταξιδιού του έρχεται πάνω στο τέλος: μούσκεμα από μια ξαφνική βροχή, καταφεύγει στο ουζερί «Η Γωνιά του Μερακλή», ή όπως το μεταφράζει, ο ίδιος στα γαλλικά «Le coin des miracles»: «Η γωνιά των θαυμάτων». Εκεί, λίγο πριν φύγει, η Θεσσαλονίκη του χαρίζει το θαύμα της.
Συνέντευξη στη Χρύσα Νάνου
-Τι σας έφερε για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη και τι ήταν αυτό που σας έκανε να θέλετε να επιστρέψετε;
Η πρώτη μου επίσκεψη στη Θεσσαλονίκη ήταν πριν από περίπου δέκα χρόνια. Εξοικειωμένος με την Αθήνα, πατρίδα ενός Σοφοκλή του οποίου η ανακάλυψη κατά την εφηβεία μου επρόκειτο να παίξει καθοριστικό ρόλο, ήμουν δελεασμένος να ανακαλύψω ένα άλλο πρόσωπο μιας Ελλάδας που μου είχε γίνει αγαπητή. Και πράγματι, αυτό το λιγότερο ηλιόλουστο, πιο βασανισμένο και ενδοσκοπικό πρόσωπο της Θεσσαλονίκης, που φέρει πάνω του τα σημάδια μιας μακράς, πολύπλοκης και συναρπαστικής ιστορίας, ήταν που με παρακίνησε για τη δεύτερη και στη συνέχεια την τρίτη μου διαμονή. Αυτό το πρόσωπο, ναι, αλλά και οι ποιητές της, που ανακάλυψα σε μια ανθολογία.
-Στο βιβλίο σας, η Θεσσαλονίκη εμφανίζεται όχι μόνο ως σκηνικό αλλά σχεδόν ως καθρέφτης. Τι κατάφερε να σας αποκαλύψει αυτή η πόλη που δεν μπόρεσαν ίσως άλλα μέρη;
«Σαν καθρέφτης»! Η έκφρασή σας είναι τόσο εύστοχη. Ένας άντρας με επτά δεκαετίες ζωής βλέπει το είδωλό του σε μια πόλη που φέρει, από την πλευρά της, αιώνες βίου. Το γεγονός ότι αυτός ο άντρας δεν μιλά τη γλώσσα της χώρας είναι ακριβώς αυτό που του επιτρέπει να διαισθανθεί πολύ έντονα, μέσα από όσα αντιλαμβάνεται εδώ κι εκεί, μια οικειότητα που ενώνει όλα όσα ζουν για να αναπτυχθούν και να μεταμορφωθούν. Ανθρώπινα όντα ή πόλεις. Αυτό που θα ονόμαζα «το κοινό πεπρωμένο». Με ό,τι μια τέτοια στάση συνεπάγεται σε ταπεινότητα και συμπόνια.
Το βιβλίο του Jil Silberstein «THESSALONIQUE – Dans le flux des vivants et des morts».
-Γράψατε κάτι ανάμεσα σε προσωπικό ημερολόγιο, εσωτερική περιπλάνηση, με ιστορικές και λογοτεχνικές αναφορές. Ποιον ρόλο έπαιξε η διαδικασία της γραφής κατά την παραμονή σας στη Θεσσαλονίκη;
Θέλοντας να περάσω έναν μήνα στη Θεσσαλονίκη για να κάνω μια μορφή «απολογισμού» της ζωής μου (και όχι, ελπίζω, έναν τελικό απολογισμό!), είχα αρχικά πει στον εαυτό μου ότι θα κρατώ καθημερινές σημειώσεις, που ίσως αργότερα τις επεξεργαστώ. Από την πρώτη κιόλας μέρα, ωστόσο, ένα καμπανάκι ήχησε. Κάτι που με έκανε να είμαι προσεκτικός. Και ακριβώς το γεγονός ότι εργαζόμουν κάθε βράδυ πάνω στις καθημερινές μου σημειώσεις μου επέτρεψε να προχωρήσω πιο βαθιά στο ξεγύμνωμα του εαυτού μου. Ένα ξεγύμνωμα που, επιτρέποντάς μου να εκτεθώ όπως ήμουν, με έκανε να υπερβώ τον εαυτό μου για να αγκαλιάσω ό,τι με συνέδεε έντονα με εκείνους και εκείνες που συναντούσα στις περιπλανήσεις μου. Ένα είδος άσκησης που ποτέ δεν θα είχα επιχειρήσει σε μια πόλη που θα μου ήταν πολύ οικεία ή αδιάφορη.
-Αναφέρετε πολλούς ποιητές της Θεσσαλονίκης, τον Γιώργο Ιωάννου, τη Ζωή Καρέλλη. Πώς προσεγγίσατε την ποίησή τους και με ποιον τρόπο διαλέγονται με τη δική σας γραφή;
Χάρη σε μια περίφημη ανθολογία στο τεύχος 11 και 12 του περιοδικού Το Τραμ, αφιερωμένο στους ποιητές της Θεσσαλονίκης, επιμελημένο από τον Μισέλ Βολκοβίτς, δημοσιευμένο το 1990 και ανακαλυφθέν σε ένα βιβλιοπωλείο της Θεσσαλονίκης. Στα δύο αυτά ονόματα, θα έπρεπε να προστεθούν και μερικά άλλα, όπως ο Γιώργος Θέμελης, ο Αλέξης Τραϊανός ή, πιο πρόσφατα, ο Θανάσης Τριαρίδης. Τα κοινά τους σημεία, που τους κάνουν για μένα τόσο αγαπητούς: Η άμεση πρόσβαση στα ταραγμένα συναισθήματά τους, η αφοσίωσή τους στην πόλη τους, κάποιες φορές η ανυπομονησία τους για κοινωνική δικαιοσύνη, μια βαθιά ευγνωμοσύνη για τη ζωή που τους δόθηκε και μια συμπόνια για καθετί που υποφέρει και γίνεται. Αλλά ίσως τείνω να προβάλλω υπερβολικά πάνω τους τα δικά μου θέματα…
-Αν μπορούσατε, ποιους ποιητές της Θεσσαλονίκης θα θέλατε να μεταφράσετε στα γαλλικά, και γιατί;
Θα σας απαντούσα αμέσως τον Γιώργο Ιωάννου, που υπήρξε πράγματι ο δικός μου Βιργίλιος. Αν ήξερα να μεταφράζω από τα ελληνικά και –άλλο ένα «λεπτό» σημείο– αν ο Ιωάννου δεν είχε γράψει τόσο λίγα ποιήματα. Τα πεζά του, ωστόσο, επειδή είναι προσηλωμένα στο πιο απτό των ανθρώπινων υπάρξεων και στις ταλαιπωρίες τους, παραμένουν για μένα όσο πιο ποιητικά γίνεται, με την έννοια ότι πυρπολούν την ψυχή και μεταμορφώνουν –χωρίς ποτέ να την υποτιμούν– τη σκληρότητα της ζωής και τις κοινωνικές της αδικίες. Από αυτή την άποψη, η ανακάλυψη –εντελώς τυχαία– ενός σχολείου αφιερωμένου σ’ εκείνον, με έκανε να πηδήξω από χαρά.
-Αν μπορούσατε να κρατήσετε μόνο μια εικόνα ή μια στιγμή από την παραμονή σας στη Θεσσαλονίκη, ποια θα επιλέγατε;
Θα επέλεγα τις τελευταίες ώρες αυτής της παραμονής. Τη στιγμή που, ήμουν ψηλά στην Άνω Πόλη, κοιτάζοντας τη θάλασσα από μπετόν στα πόδια μου και, πιο μακριά, τα αστραφτερά νερά του Θερμαϊκού. Τότε απηύθυνα ένα τεράστιο ευχαριστώ στη Θεσσαλονίκη που μου επέτρεψε να κάνω ένα σκάψιμο του εαυτού μου απ’ όπου έβγαινα γαλήνιος – σαν ολοκληρωμένος. Αυτό λίγο πριν αρχίσει να πέφτει μια δυνατή βροχή, που με έκανε να τρέξω στην κατηφόρα για να καταφύγω σε ένα ουζερί που έφερε το όνομα – πράγματι έπρεπε να το επινοήσει κανείς!– Η γωνιά του μερακλή! Στο μυαλό μου το εξέλαβα ως Le coin des miracles– η γωνιά των θαυμάτων!
-Έχοντας ζήσει σε διάφορες χώρες, νιώθετε ξένος ή οικείος στη Θεσσαλονίκη;
Οικείος, αναμφίβολα – με αυτή τη μικρή επιφύλαξη ότι φαίνεται να υπάρχουν ακόμη τόσοι τόποι να ανακαλύψω, τόσα ίχνη να ακολουθήσω, τόσα σημεία από όπου μπορεί κανείς απλώς να αφεθεί και να χαρεί… Χωρίς να ξεχνώ το μικρό μου πάθος – ή όχι και τόσο μικρό: το κυνήγι παλιών καρτ-ποστάλ της Θεσσαλονίκης, αυτών που εκδόθηκαν πάνω στο γύρισμα του εικοστού αιώνα! Τι θαύματα βρίσκει κανείς!
-Πιστεύετε ότι θα επιστρέψετε κάποια μέρα στη Θεσσαλονίκη;
Επέστρεψα πρόσφατα για λίγες μέρες, με σκοπό να ευχαριστήσω την πόλη για όσα μου προσέφερε! Ωστόσο, σίγουρα, αν μου χαριστούν ακόμα μερικά χρόνια (το ελπίζω, αλλά δεν θέλω να προκαλέσω την υπομονή των Μοιρών), είναι πολύ πιθανό να με ξαναδείτε εκεί.
Ποιος είναι ο Jil Silberstein
Jil Silberstein
Ο Jil Silberstein γεννήθηκε στο Παρίσι το 1948 και ζει στη Λωζάνη, όπου εργάζεται στον εκδοτικό χώρο. Ποιητής, δοκιμιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας και μεταφραστής, έχει συνεργαστεί με εκδοτικούς οίκους στη Γαλλία και την Ελβετία.
Από το 1988 έως το 1992 διηύθυνε το περιοδικό πολιτισμικής ανθρωπολογίας Présences. Έχει μεταφράσει έργα του GeorgTrakl, του Czesław Miłosz και του Λώρενς της Αραβίας.
Τιμημένος με το Βραβείο Schiller, θεωρείται από τους σημαντικότερους λογοτέχνες της γαλλόφωνης Ελβετίας. Είναι επίσης συστηματικός ταξιδιώτης: έχει ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο, από τη Σιβηρία ως τον Καναδά και έχει ζήσει για πάνω από ένα χρόνο στην περιοχήτων Ιννού, αυτοχθόνων του Κεμπέκ-Λαμπραντόρ.
Το 2025 κυκλοφόρησε το βιβλίο του «THESSALONIQUE – Dans le flux des vivants et des morts».