Μέσα σε λίγες μέρες η συζήτηση μετατοπίστηκε σε ένα πεδίο φορτισμένο: «Επιτρέπεται η πολυεθνική εισβολή στην ιερή Αριστοτέλους»; Ιδεολογικοποιημένες φωνές καταγγέλλουν την «κακιά πολυεθνική», διαμαρτύρονται για την «αλλοίωση της ταυτότητας της Αριστοτέλους» και καταδικάζουν την «εισβολή της παγκοσμιοποιημένης κουλτούρας». Από την άλλη, υπάρχουν αυτοί που υπερασπίζονται απόλυτα την ελευθερία της αγοράς. Το μαγαζί έκλεισε, ο ιδιοκτήτης θέλει να το νοικιάσει, και αν μια εταιρεία πληροί τις νομικές και οικονομικές προϋποθέσεις, δεν θα έπρεπε να υπάρχει εμπόδιο. Και μέσα στη θορυβώδη αντιπαράθεση των δύο θεωρητικών προσεγγίσεων συσκοτίζονται ουσιώδη πραγματικά ερωτήματα.
Γιατί η McDonald’s επιλέγει ιστορικά κτήρια και μνημεία για τα καταστήματά της κυρίως στην Ευρώπη;
Μπορεί μια πολυεθνική να εγκατασταθεί σε περιοχές με ιστορικό και πολιτιστικό βάρος;
Ποιοι κανόνες διέπουν τέτοιες αποφάσεις και πώς εφαρμόζονται;
Η πλατεία Αριστοτέλους είναι ένα κτιριακό σύνολο χαρακτηρισμένο ως «ιστορικός τόπος» και προστατευμένο από τη δεκαετία του ’80. Τα περισσότερα κτήρια, με ελάχιστες εξαιρέσεις, έχουν ανακηρυχθεί διατηρητέα, ως «έργα τέχνης» με απόφαση του υπουργείου Πολιτισμού που έθεσε αυστηρές προδιαγραφές οι οποίες διαφυλάσσουν την εκλεκτικιστική αρχιτεκτονική τους.
Όμως η πλατεία Αριστοτέλους δεν είναι μουσείο. Είναι δημόσιος χώρος ζωής. Η ανησυχία ότι μία πολυεθνική θα «ισοπεδώσει» την ιστορικότητα της Αριστοτέλους παραβλέπει ότι η περιοχή έχει δεχτεί ανά δεκαετίες ποικίλες παρεμβάσεις, άλλοτε πετυχημένες, άλλοτε προβληματικές. Η Αριστοτέλους έχει χώρο για καφέ, καταστήματα, ψητοπωλεία, για άλλες αλυσίδες εστίασης λίγα μέτρα παρακάτω– γιατί όχι και για ακόμη μία;
Τι έγινε σε Ιταλία και Γαλλία
Πολυεθνικές όπως η McDonald’s κυνηγούν τα πιο διάσημα σημεία των ιστορικών κέντρων των πόλεων για λόγους μάρκετινγκ. Πώς μπορεί να απαντήσει κανείς σε αυτήν την επιδίωξη επί της ουσίας και όχι για να ικανοποιήσει τη δική του επικοινωνιακή ατζέντα ή να προτείνει μια πρωθύστερη νοσταλγία ως μοιρολατρική λύση;
Η Ιταλία προσφέρει εξαιρετικά παραδείγματα προς μελέτη.
Το 2016 η τοπική διοίκηση της Φλωρεντίας απέρριψε την εγκατάσταση McDonald’s σε ζώνη προστασίας της UNESCO και η εταιρεία διεκδίκησε αποζημίωση εκατομμυρίων για «διακρίσεις» εις βάρος της. Αυτό το νομικό παιχνίδι πίεσε τους Ιταλούς να θεσπίσουν σαφή όρια και θεσμικά πλαίσια που ρυθμίζουν τέτοιου είδους παρεμβάσεις με σεβασμό στο ιστορικό και πολιτισμικό πλαίσιο.
Το 2021, το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της Ιταλίας απέρριψε το αίτημα της McDonald’s να λειτουργήσει drive through κατάστημα κοντά στα Λουτρά του Καρακάλλα στη Ρώμη. Η εταιρεία είχε ήδη ξεκινήσει εργασίες, με άδεια του δημοτικού συμβουλίου και του υπουργείου Πολιτισμού. Όμως, ύστερα από μαζικές αντιδράσεις και έντονη πίεση της κοινής γνώμης, ο τότε δήμαρχος ανέστειλε το έργο. Το υπουργείο άλλαξε στάση και ξεκίνησε δικαστική διαμάχη που κατέληξε στο Συμβούλιο της Επικρατείας.
Η απόφαση του ιταλικού δικαστηρίου ήταν ιστορική. Δεν μπλόκαρε απλώς μια επένδυση. Έθεσε σαφές νομικό προηγούμενο: οι αρχές έχουν δικαίωμα να σταματήσουν μελλοντικές παρεμβάσεις που αλλοιώνουν την πολιτιστική φυσιογνωμία ενός τόπου, ακόμα και αν αυτός δεν έχει ακόμα χαρακτηριστεί επισήμως μνημείο. Αυτό σημαίνει ουσιαστική, θεσμική προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, όχι ευκαιριακή ή ιδεολογικά καθοδηγούμενη.
Η Ιταλία δεν είναι «αντικαπιταλιστική». Μόνο στη Ρώμη λειτουργούν 40 McDonald’s -κάποια από αυτά στην Piazza Navona, την Piazza di Spagna ακόμη και στο Βατικανό. Μέσα στο κατάστημα της πολυεθνικής στον RomaTermini, διακρίνεται μάλιστα τμήμα από το αρχαίο ρωμαϊκό τείχος!
Ρώμη/Shutterstock
Το 2013, το Παρίσι μπλόκαρε το άνοιγμα ενός McDonald’s στην ιστορική Rue Montorgueil, λόγω διαμαρτυριών κατοίκων και φορέων που ήθελαν να προστατεύσουν την τοπική γαστρονομία. Παρόλα αυτά, το 2018-2019 το κατάστημα άνοιξε, σε κτήριο που χαρακτηρίζεται μνημείο και η εταιρεία έχει προσαρμοστεί αυστηρά σε κανόνες αισθητικής και διαχείρισης, δείχνοντας ότι η συνύπαρξη είναι δυνατή υπό αυστηρές προϋποθέσεις.
Ποιοι μπορούν να πληρώσουν τα ενοίκια της Αριστοτέλους;
Στην περίπτωση της Αριστοτέλους, μία σημαντική αλλά λιγότερο συζητημένη πλευρά, αφορά το κόστος. Τα ενοίκια στο ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης —είτε για εμπορική χρήση είτε για κατοικία— έχουν εκτιναχθεί σε πρωτοφανή ύψη. Ελάχιστες τοπικές επιχειρήσεις μπορούν να ανταγωνιστούν τα κεφάλαια μιας πολυεθνικής.
Δεν είναι το McDonald’s που «διώχνει» τα μικρά καφέ. Είναι η ίδια η αγορά ακινήτων, που γίνεται απαγορευτική. Κι επιπλέον, καθώς η Θεσσαλονίκη βιώνει εδώ και δεκαετίεςσοβαρή οικονομική κρίση, με τοπικά καταστήματα να κλείνουν και την αγορά να υποφέρει, δεν είναι αστήριχτη η ανησυχία για τον αντίκτυπο που μπορεί να έχουν μεγάλες πολυεθνικές στην τοπική οικονομία. Παράλληλα, όμως, η λύση δεν είναι η απόρριψη κάθε επένδυσης, αλλά η δημιουργία ενός πλαισίου όπου η επιχειρηματικότητα και η τοπική πολιτιστική ταυτότητα συνυπάρχουν ισορροπημένα.
Τοπικά brands και οικογενειακές επιχειρήσεις δεν θα επιβιώσουν μόνο με ρομαντικά αφηγήματα, όπως αυτό που χτίστηκε το τελευταίο διάστημα για το καφέ «Ολύμπιον» ακόμη και από ανθρώπους που δεν κάθισαν ποτέ εκεί να πιουν έναν καφέ. Χρειάζονται χαμηλότερους φόρους, λογικά ενοίκια, ελάφρυνση της γραφειοκρατίας.
Τοπική ταυτότητα ή καταναλωτική ομοιομορφία;
Μπορεί ένα McDonald’s να λειτουργήσει με σεβασμό στην περιοχή; Υπάρχουν εύλογες ανησυχίες: η εγκατάστασή του ενέχει τον κίνδυνο να συμβάλει στην «τουριστικοποίηση» του κέντρου και την αισθητική του υποβάθμιση, που επίσης δεν βοηθά να την αντιλαμβανόμαστε μονοδιάσταστατα: Η όψη της Αριστοτέλους δεν αρκεί να προστατευθεί μόνο από τις χαρακτηριστικές κόκκινες πινακίδες της αλυσίδας. Η λειτουργία ενός καταστήματος μαζικής εστίασης αυτής της κλίμακας συνεπάγεται αυξημένη παραγωγή απορριμμάτων, κυρίως συσκευασιών μιας χρήσης, που μπορεί να γίνει εστία πολλαπλάσιας αισθητικής και πραγματικής ρύπανσης.
Τα παραδείγματα της Ιταλίας και της Γαλλίας διδάσκουν ότι το κλειδί δεν είναι η αυθαίρετη άρνηση ή η καλλιέργεια φόβου για τις πολυεθνικές, αλλά η ύπαρξη σαφών κανόνων, στρατηγικών και θεσμών που διασφαλίζουν ισορροπία ανάμεσα στην προστασία της ιστορικής ταυτότητας και την ελευθερία της ιδιοκτησίας. Αν δε θέλουμε να βλέπουμε πινακίδες των McDonald’s στην Αριστοτέλους, ας απαιτήσουμε να εφαρμοστούν οι όροι που το απαγορεύουν. Στο αίτημα να προστατευτεί η ταυτότητα της περιοχής δεν απαντά το ερώτημα αν μας αρέσουν ή όχι τα McDonald’s ούτε ιδεολογικές επιτροπές αισθητικής και αυτόκλητοι υπερασπιστές της «αυθεντικότητας» της πόλης. Απαντούν οι κανόνες και η θεσμική λειτουργία των αρχών.
Η πρόσφατη κινητοποίηση έξω από το Ολύμπιον, που συνέδεσε την αλλαγή χρήσης μιας ιδιοκτησίας με διεθνή γεωπολιτικά ζητήματα και «εργασιακό μεσαίωνα», μετατόπισε τη συζήτηση από τα πραγματικά ερωτήματα για την πόλη. Μετέτρεψε τη μίσθωση ενός ακινήτου σε ηθικό πεδίο μάχης και έναντι ρεαλιστικών και εφαρμόσιμων μέτρων πρότεινε καταγγελτικό ακτιβισμό, συνθήματα και ιδεολογική τρομοκρατία.
Η Θεσσαλονίκη δεν απειλείται από ένα McDonald’s στην Αριστοτέλους. Απειλείται περισσότερο από μία ανικανότητα να διακρίνουμε το ουσιώδες από το συμβολικό. Η πρόοδος για τη Θεσσαλονίκη δεν είναι μόνο το τι απορρίπτει, αλλά και το πώς εξελίσσεται χωρίς να φοβάται την αλλαγή. Και τελικά η ελευθερία δεν είναι επιλεκτική. Είναι για όλους, ακόμη κι αυτούς που πουλάνε άνοστα burger.