makedonikanea.gr logo
makedonikanea.gr logo

Πελαδάρι Βιθυνίας: Η αρχαιολόγος Δέσποινα Μακροπούλου ανασύρει τη Χαμένη Πατρίδα από τη λήθη

Ακούστε το άρθρο 8'
29.12.2025 | 08:00
Πελαδάρι Βιθυνίας: Η αρχαιολόγος Δέσποινα Μακροπούλου ανασύρει τη Χαμένη Πατρίδα από τη λήθη
Μέσα σε ένα ξεχασμένο συρτάρι, επτά χρόνια μετά τοn θάνατο της μητέρας της, η αρχαιολόγος Δέσποινα Μακροπούλου βρήκε το 2016 έναν θησαυρό που θα άλλαζε τη ζωή της: έναν πάκο χειρόγραφων σημειώσεων. Είχαν καταγραφεί σε παλιό χαρτί, «λεπτό σαν τσιγαρόχαρτο» και περιείχαν τις προσωπικές αναμνήσεις της Σοφίας Μακροπούλου με καταγωγή από το Πελαδάρι της Βιθυνίας.

Η ανακάλυψη αυτή, όπως λέει η αρχαιολόγος, «δημιούργησε μέσα μου την ηθική υποχρέωση απέναντι στους προγόνους και τη μητέρα μου να αναδείξω όσα μου κληρονόμησαν».

Η καταγραφή των σημειώσεων είχε γίνει το 1994–1995, όταν η Σοφία, σε ηλικία 69 ετών, έβλεπε το σώμα και τη μνήμη της να φθίνουν κι έτσι άρχισε να κρατάει τις αναμνήσεις της «με κάθε λεπτομέρεια, έτσι που η παιδική ζωή της και η καταγωγή της να εικονογραφούνται ανάγλυφα και τρυφερά». Το υλικό αυτό, φορτισμένο συναισθηματικά αλλά και μεγάλης λαογραφικής και ιστορικής αξίας, στάθηκε η αφετηρία για ένα πολυετές έργο έρευνας, καταγραφής  και σύνθεσης.

Το αποτέλεσμα είναι ένα μνημειώδες δίτομο έργο 1.000 σελίδων που κυκλοφόρησε πρόσφατα με τίτλο «Πελαδάρι Βιθυνικό 1300-1922. Ανθρωπογεωγραφικά. Εξαντλητική ματιά σε μια ακόμη χαμένη πατρίδα» (εκδόσεις Ρώμη). Η Δέσποινα Μακροπούλου, διδάκτωρ Βυζαντινής Αρχαιολογίας και πρώην διευθύντρια της Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης, χρησιμοποίησε τα εφόδια των 36 χρόνων της στην Αρχαιολογική Υπηρεσία για να ανασυστήσει έναν κόσμο που έσβησε το 1922.Το επιστημονικό background της συγγραφέα είναι εμφανές στην έρευνα, τη μεθοδικότητα της οργάνωσης του υλικού, στις παραπομπές, στην προσοχή στη λεπτομέρεια αλλά και στην κριτική χρήση των πηγών. Ταυτόχρονα, όμως, το κείμενο δεν χάνει την ανθρώπινη διάστασή του. Η αφήγηση δεν εξαντλείται σε μία  ψυχρή αλληλουχία γεγονότων, αλλά αναδύεται ως βίωμα των ανθρώπων που έδωσαν μορφή και περιεχόμενο στην αφήγηση μέσα από τις αναμνήσεις τους.

Ένα χωριό με αρχαία ρίζα

 

Το Πελαδάρι, Πελλαδάρι, Παλλαδάριον ή Πελλαδάριον, όπως εμφανίζεται στις πηγές - ήταν κωμόπολη σε λόφο μεταξύ της Προύσας, από την οποία απείχε 18 χλμ., και του χωριού Ελιγμοί κοντά στα Μουδανιά. Πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή, κατοικούνταν από περίπου 3.000 Έλληνες με υψηλό οικονομικό επίπεδο και μόρφωση. Σήμερα, στη θέση του βρίσκεται το τουρκικό χωριό Gündoğdu.

Το όνομα του χωριού εμφανίζεται για πρώτη φορά τον 13ο αιώνα ως Πελαδάρι με ένα λάμδα, και στη συνέχεια σε διάφορες μορφές: το 1577 σε χειρόγραφο της Μονής Εσφιγμένου, το 1648 στο έργο του Μελέτιου Συρίγου, το 1676 στο ημερολόγιο του Βρετανού θεολόγου John Covel. Οι Οθωμανοί το ονόμαζαν Filedar, Filadar ή Fledar.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η διερεύνηση της προέλευσης του ονόματος «Πελαδάρι» με τέσσερις εικασίες να διεκδικούν την αλήθεια. Η συγγραφέας του βιβλίου ανέτρεξε σε αυτές και τις παρουσιάζει: Η πρώτη εκδοχή είναι ότι πήρε το όνομά του από την Παλλάδα Αθηνά γιατί υπήρχε κάστρο (PALLADUM), το οποίο ήταν αφιερωμένο σ̉' αυτήν (την εκδοχή αυτή υποστήριξε ο Ευστάθιος Κλεόβουλος, Μητροπολίτης Καισαρείας, τέκνο του Παλλαδαρίου). Η δεύτερη εκδοχή (ιστορικός Σάββας Ιωαννίδης) είναι ότι προέρχεται από υπερμέγεθες άγαλμα της Παλλάδας Αθηνάς που είχε βρεθεί δίπλα στο κάστρο (τι έγινε όμως το άγαλμα, δεν αναφέρεται πουθενά). Η τρίτη εκδοχή προέρχεται από το ίδιο το κάστρο και τη Μακεδονική λέξη πέλας (πέτρα-βράχος). Μία τέταρτη εκδοχή λέει ότι το όνομα μπορεί να προέρχεται από τη λέξη παλλάδιον που σημαίνει ομοίωμα, ειδώλιο της Παλλάδας Αθηνάς που ήταν προστάτιδα και σωτήρας της περιοχής του κάστρου του Παλλαδαρίου. Όποια και αν είναι η αληθινή εκδοχή το συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι το Πελαδάρι υπήρχε ως οχυρωμένο πόλισμα και όνομα το 1300, όταν ο προερχόμενος από «το κάστρο του Πελαδαρίου» νεαρός Ἰωάννης ο Σαγιτᾶς εμφανίστηκε με επιστολή στον πατριάρχη ως προκαθήμενο της Ιεράς Συνόδου για να ζητήσει συνοδική απόφαση προκειμένου να λύσει τη διαφορά με τον γείτονά του Φορδηνό ο οποίος είχε ιδιοποιηθεί το χωράφι της χήρας μητέρας του.

Οι Έλληνες κάτοικοι διατήρησαν την παράδοση ότι το ύψωμα ήταν αρχαία ακρόπολη μιας πόλης.

Ο Ξεριζωμός και η επιβίωση

Τον Αύγουστο του 1922, αυτός ο αρχαίος ελληνικός οικισμός εγκαταλείφθηκε. Οι 3.000 κάτοικοι ήρθαν ως πρόσφυγες  στην Ελλάδα, και μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας το 1923 οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στο χωριό Φούστανη, τότε Εύρωπος, της Αλμωπίας, και άλλοι στη Σωσάνδρα Αλμωπίας, τη Θεσσαλονίκη, τη Βέροια, την Αθήνα και αλλού.

Ανάμεσά τους ήταν ο Κωνσταντίνος Αλδαγγέλου, 26 ετών, ο οποίος «στο Πελαδάρι είχε τον καφενέ της Εκκλησίας και εκτελούσε μεταφορές με δικό του κάρο». Γνώριζε γαλλικά και παλαιοτουρκική γραφή. Για να αποφύγει τον τουρκικό στρατό, είχε «ζήσει δύο χρόνια σαν ταβάνταμπουρού, κρυμμένος δηλαδή στο κενό ανάμεσα στο ταβάνι και τη στέγη του σπιτιού του, όπου περνούσε την ώρα του ζωγραφίζοντας και διαβάζοντας».

Τον Σεπτέμβριο του 1922, οι πρόσφυγες που αποβιβάστηκαν στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης βρέθηκαν στο Χαρμάνκιοϊ (σημερινό Κορδελιό). Ο Κωνσταντίνος βρήκε σπίτι στο Τσινάρι με τη μητέρα του Αικατερίνη και την οικογένεια της αρραβωνιαστικιάς του, Άρτεμης Σχουλίδου. Η οικογενειακή τραγωδία όμως δεν τελείωσε στη Μικρά Ασία: «οι τρεις γονείς πέθαναν στο σπίτι αυτό το 1923 από δυσεντερία, καθώς ο ένας κόλλησε τον άλλον, και τάφηκαν στα κοιμητήρια της Αγίας Παρασκευής».

Το 1924, ο Κωνσταντίνος και η Άρτεμις παντρεύτηκαν. Ο Κωνσταντίνος έγινε πωλητής τυριού στην οδό Αριστοτέλους. Το ζευγάρι απόκτησε πέντε παιδιά, μεταξύ των οποίων η Σοφία, γεννημένη το 1925. Το 1930 η οικογένεια μετακόμισε στη Φούστανη, όπου ο Κωνσταντίνος απόκτησε ανταλλάξιμη γη και έχτισε σπίτι. Αργότερα απόκτησε λεωφορείο που επιτάχθηκε το 1940 στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, και με το σχέδιο Μάρσαλ το 1948/49 πήρε καινούργιο.

Η γλώσσα ως γέφυρα με το παρελθόν

Η Δέσποινα Μακροπούλου

Παρά το γεγονός ότι η Σοφία ήταν δεύτερης γενιάς παιδί, «συνέχισε και στην υπόλοιπη ζωή της να χρησιμοποιεί ευρύτατα πάρα πολλές λέξεις και εκφράσεις» από το Πελαδαρινό ιδίωμα.

Η Δέσποινα Μακροπούλου  μεγάλωσε ακούγοντας «Πελαδαρινά τραγούδια και μυθοπλασίες, ιστορικές καταγραφές που είχαν ήδη πάρει το δρόμο του μύθου, και χιλιάδες διαρκείς επαναλήψεις από το στόμα της μητέρας μου», όπως γράφει. Ήδη από το 1975, ως φοιτήτρια αρχαιολογίας, είχε αρχίσει να συλλέγει συστηματικά το Πελαδαρινό λεξιλόγιο με τη βοήθεια της Σοφίας Χασιάδου, μακρινής συγγενούς γεννημένης στο Πελλαδάρι το 1901.

Μεταξύ 1975 και 1982 η συγγραφέας συγκέντρωσε «σχεδόν 4.000 δελτία» με λέξεις και παροιμίες. Το γλωσσικό ιδίωμα ήταν πλούσιο, με δάνεια από την τουρκική γλώσσα, αλλά και με ελληνικές ρίζες που φτάνουν ως την αρχαιότητα. «Η Σοφία Χασιάδου με εξαιρετική διαύγεια πνεύματος παρά την ηλικία της πρόσφερε γενναιόδωρα το υλικό περιμένοντας από μένα κάποτε να το δημοσιοποιήσω», επισημαίνει.

Το 1997, παραμονή της κατεδάφισης του πατρικού της σπιτιού, η Δέσποινα Μακροπούλου βρήκε τις δελτιοθήκες της «πατικωμένες και μουσκεμένες», θύματα ενός γείτονα «επίδοξου θησαυροθήρα» ο οποίος έψαχνε για κρυμμένες λίρες. Παρά την καταστροφή, κατάφερε να ανασυστήσει μεγάλο μέρος του υλικού.

«Ξεπερνώντας την πρώτη έκπληξη και τη συγκίνηση για την απρόσμενη ανακάλυψη και αντιλαμβανόμενη τη λαογραφική και ιστορική αξία του υλικού αποφάσισα να το δημοσιοποιήσω, οπότε προχώρησα σε καθαρογραφή, θεματική, έρευνα στην ελληνική και διεθνή βιβλιογραφία. Δοκίμασα να εργαστώ πολυεπίπεδα, να παντρέψω την παράδοση, τη λαογραφία, την ιστορία με την αρχαιολογία, τη λογοτεχνία, τη φωτογραφία, τα προσωπικά μου ακούσματα και βιώματα από όπου και αν προήλθαν. Το τεράστιο υλικό που συγκεντρώθηκε έπρεπε να δαμαστεί με επιστημονικό και παράλληλα εύπεπτο τρόπο, ώστε να είναι προσιτό σε όλους. Προτίμησα την οργάνωση σε τέσσερα κεφάλαια, έναν πίνακα προσώπων και τη συγκρότηση ενός εκτενούς ηλεκτρονικού ευρετηρίου, που η επιφανειακή ανάγνωσή του και μόνο σκιαγραφεί το περιεχόμενο του βιβλίου», σημειώνει η συγγραφέας.

Η Δέσποινα Μακροπούλου, που οργάνωσε και διηύθυνε περισσότερες από 120 ανασκαφές κατά τη διάρκεια της καριέρας της, προσέγγισε το υλικό με την ίδια επιστημονική αυστηρότητα που θα εφάρμοζε  σε μια αρχαιολογική έκθεση ή σε ένα ερευνητικό έργο. Ανέτρεξε σε πηγές από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, το Μητρώο Αστικών Προσφύγων, σε διεθνή βιβλιογραφία, ακόμα και σε  γενεαλογικές βάσεις δεδομένων.

Το αποτέλεσμα είναι ένα θησαυρός πληροφοριών και ιδίως  μνήμης, ένα πολύτιμο τεκμήριο  για έναν κόσμο που έσβησε αλλά δεν ξεχάστηκε χάρη σε μια γυναίκα που είχε την προνοητικότητα και τη λαχτάρα να καταγράψει τις αναμνήσεις της, και μια κόρη που είχε την επιμονή να τις φέρει στο φως, έναν αιώνα και πλέον μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Χρύσα Νάνου

Tελευταίες Ειδήσεις
Διαβάστε Περισσότερα
Θεσσαλονικέων Ενθυμήματα: Εικόνες μιας πόλης στο κατώφλι της Ιστορίας
Πολιτισμός28.12.25 | 06:00
Χρύσα ΝάνουΘεσσαλονικέων Ενθυμήματα: Εικόνες μιας πόλης στο κατώφλι της Ιστορίας