Πρώτο είναι η αντίληψη της αποτελεσματικότητας. Ως πρόεδρος της ΝΔ στα χρόνια της αξιωματικής αντιπολίτευσης ήξερε τι θα κάνει την επομένη των εθνικών εκλογών του 2019 και το απέδειξε στην πράξη μέσα από μια σειρά μετρήσιμων παρεμβάσεων. Ψηφιοποίησε το κράτος, βελτίωσε τη διεθνή αξιοπιστία της χώρας, ανέστησε το ΕΣΥ, αναβάθμισε την παιδεία, προσέλκυσε σημαντικές επενδύσεις, διαχειρίστηκε με επιτυχία αλλεπάλληλες κρίσεις και έπεισε τους Έλληνες ότι προχωρά βάσει σχεδίου, έχει ιεραρχημένες προτεραιότητες και διακρίνεται από ικανότητα υλοποίησης του σχεδίου του.
Δεύτερο στοιχείο που λειτουργεί ως πλεονέκτημά του είναι η κατάθεση ενός «καθαρού» συνεκτικού πολιτικού λόγου. Στις τοποθετήσεις του συνδέει τη μεταρρυθμιστική κατεύθυνση της χώρας με τη σταθερότητα και την ευρωπαϊκή της πορεία. Την ίδια στιγμή αποφεύγει τη ρητορική της άσκοπης έντασης, ξέρει να ζητά «συγγνώμη» και αναλαμβάνει τις ευθύνες που του αναλογούν. Με απλά λόγια επενδύει στη δύναμη της ευθύνης και όχι στην εικόνα της αλάθητης ηγεσίας.
Το τρίτο, και ίσως πιο κρίσιμο, στοιχείο είναι το θετικό ισοζύγιο λόγων και πράξεων. Από το 2016 μέχρι σήμερα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει σε μεγάλο βαθμό ταυτιστεί με συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές – μεταρρυθμίσεις. Παρότι δεν υλοποιούνται όλες με την ίδια ταχύτητα ή επιτυχία, η γενική κατεύθυνση δεν αναιρέθηκε ποτέ. Αυτό σημαίνει ότι οι πολίτες ξέρουν τι πρεσβεύει και τι να περιμένουν από εκείνον. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ακόμη και ψηφοφόροι που εκφράζουν δυσαρέσκεια για ορισμένες κυβερνητικές επιλογές να αδυνατούν να εντοπίσουν στην αντιπολίτευση μια ηγετική φυσιογνωμία με εμβέλεια και αξιοπιστία αντίστοιχη με του σημερινού Πρωθυπουργού.
Η αδυναμία-ανικανότητα της αντιπολίτευσης να σηκώσει κεφάλι
Στον αντίποδα υπάρχει μια αντιπολίτευση η οποία επί δέκα χρονιά αδυνατεί να ορθοποδήσει γιατί, πολύ απλά, εξακολουθεί να είναι απόλυτα ταυτισμένη με τις «ασθένειες» από τις οποίες είναι απαραίτητο να θεραπευθεί πλήρως η χώρα. Αυτές είναι ο λαϊκισμός, η ευκολία των ανέξοδων υποσχέσεων, ο καταγγελτικός λόγος δίχως εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης, η ιδεολογική ασάφεια και οι εσωτερικές αντιφάσεις, που όλα μαζί περιγράφονται ως «έλλειψη κουλτούρας κυβερνησιμότητας» η οποία συνοδεύεται από τον εθισμό στην πόλωση και την σύγκρουση.
Ο «κανένας» συγκριτικά με Ανδρουλάκη, Φάμελλο και Τσίπρα
Συνολικά, αυτές οι «ασθένειες» είναι ο λόγος που οι Νίκος Ανδρουλάκης, Σωκράτης Φάμελλος και Αλέξης Τσίπρας αδυνατούν να αποκτήσουν πειστικό πρωθυπουργικό προφίλ και η αιτία που ο «κανένας» προηγείται συγκριτικά με αυτούς ως προς την καταλληλότητα για Πρωθυπουργός σε όλες τις δημοσκοπήσεις. Γιατί, κακά τα ψέματα, η απήχηση του «κανένα» στις δημοσκοπήσεις είναι πολιτική μομφή για τους αρχηγούς των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Επί της ουσίας δεν πρόκειται μόνο για σύγκριση προσώπων, αλλά για σύγκριση πολιτικών υποδειγμάτων. Από τη μία, το μοντέλο που εκφράζει ο Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, επιχειρεί σε καθημερινή βάση να απαντήσει στα διαρθρωτικά προβλήματα της χώρας. Από την άλλη πλευρά, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ και Τσίπρας στερούνται πολιτικού σχεδίου, πειστικού δημόσιου λόγου και εμφανίζουν έλλειμμα ηγεσίας, απήχησης και πολιτικών προσόντων.
Το ΠΑΣΟΚ και ο Νίκος Ανδρουλάκης, αν και διατηρούν τη δεύτερη θέση στις δημοσκοπήσεις, δεν καταφέρνουν να μετατρέψουν τη φθορά της κυβέρνησης σε δική τους δυναμική. Το πρόβλημα γίνεται ακόμα μεγαλύτερο από τη στιγμή που το κόμμα της Χαριλάου Τρικούπη προηγείται σε αποδοχή του προσώπου που έχει την ευθύνη της προεδρίας. Η κατάσταση είναι ακόμη πιο προβληματική για τα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης. Η Πλεύση Ελευθερίας και η Ζωή Κωνσταντοπούλου παρουσίασαν πρόσκαιρη άνοδο όταν συγκεκριμένα ζητήματα κυριάρχησαν στη δημόσια ατζέντα, χωρίς όμως να αποκτήσουν σταθερό πολιτικό βάθος. Η Ελληνική Λύση και ο Κυριάκος Βελόπουλος διατηρούν μια συμπαγή αλλά γεωγραφικά και κοινωνικά περιορισμένη βάση, χωρίς προοπτική ευρύτερης αποδοχής, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Σωκράτης Φάμελλος φλερτάρουν έντονα με το να μείνουν εκτός Κοινοβουλίου αν δεν βρεθεί σανίδα σωτηρίας.
Η ποιοτική διαφορά του Κυριάκου Μητσοτάκη
Εδώ έγκειται η ποιοτική διαφορά. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει αναγάγει τα προσωπικά χαρακτηριστικά του σε αντανάκλαση της Πρωθυπουργίας του που μετατρέπονται σε συλλογική προσδοκία, γεγονός το οποίο δίνει περιεχόμενο και προοπτική στο αύριο της χώρας. Γι’ αυτό και ο ίδιος τονίζει σε κάθε ευκαιρία ότι η στρατηγική του δεν εξαντλείται στο τέλος της τρέχουσας κυβερνητικής θητείας το 2027, αλλά έχει μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Διότι, οι αποφάσεις που θα λάβουμε ως χώρα τα επόμενα χρόνια θα καθορίσουν την εθνική μας πορεία τουλάχιστον μέχρι το 2030. Όπως γίνεται αντιληπτό, η στόχευση του κ. Μητσοτάκη είναι διττή. Από τη μία, να διατηρηθεί η υψηλή αξιοπιστία της χώρας μέσω σταθερής δημοσιονομικής πειθαρχίας και συστηματικής μείωσης του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ καιαπό την άλλη, να ενισχυθεί το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών μέσα από παρεμβάσεις που έχουν πρακτικό και άμεσο αντίκτυπο.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η ενίσχυση της απάντησης «κανένας» λειτουργεί ως έμμεση αξιολόγηση της αντιπολίτευσης. Οι πολίτες που την επιλέγουν δεν δηλώνουν απαραίτητα ότι απορρίπτουν τον σημερινό πρωθυπουργό, δηλώνουν ότι δεν πείθονται από κανέναν άλλον πέραν από τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Και κάπως έτσι το 2026 θα είναι πιο ενδιαφέρουσα πολιτικά χρoνιά από το 2025.









