Γιατί, κακά τα ψέματα, ο μικρός και κατακερματισμένος κλήρος, η απουσία οικονομιών κλίμακας, η χαμηλή προστιθέμενη αξία των προϊόντων, η αδυναμία πραγματικής διασύνδεσής τους με τη μεταποίηση και τις εξαγωγές, καθώς και η υπερβολική εξάρτηση από τις επιδοτήσεις, συνθέτουν μια μεγάλη «ανορθογραφία» που δεν μπορεί να διορθωθεί με έκτακτες ενισχύσεις. Έτσι συντηρείται ένας φαύλος κύκλος που επαναφέρει τα ίδια αιτήματα ως μοχλό πίεσης και διαιωνίζει τα ίδια αδιέξοδα αντί να τα λύνει.
Τι θα έπρεπε να συζητούν οι αγρότες
Για παράδειγμα, θα περίμενε κανείς από τους αγρότες να θίγουν στις δημόσιες τοποθετήσεις τους την ανάγκη για διαρθρωτικές αλλαγές στην οργάνωση και λειτουργία της αγροτικής παραγωγής. Να μιλούν για τις επενδύσεις που πρέπει να γίνουν σε έργα αγροτικής υποδομής, να καταθέτουν προτάσεις για τη βελτίωση της άρδευσης και τον περιορισμό της σπατάλης του υδάτινου δυναμικού που μειώνεται δραματικά. Να συζητήσουν για το πώς τα συνεργατικά συνεταιριστικά σχήματα θα αφήσουν εκτός αγοράς τους μεσάζοντες που εκτοξεύουν τις τιμές στα ύψη. Δυστυχώς, όμως, αντί για τα παραπάνω περιορίζονται σε αμιγώς οικονομικές διεκδικήσεις όπως το φθηνότερο πετρέλαιο, το φθηνότερο ρεύμα και η πλήρης οικονομική κάλυψη σε πάσης φύσεως ζημιές στις καλλιέργειές τους, ανεξαρτήτως αν αυτές προκαλούνται από ασθένειες, επιδημίες ή θεομηνίες. Με λίγα λόγια ζητούν εμμέσως να «κρατικοποιηθεί» το επάγγελμά τους, διότι αυτό σημαίνει στην πράξη η «κατώτατη εγγυημένη τιμή», να «εγγυηθεί» το κράτος το οικογενειακό τους εισόδημα.
Εντύπωση προκαλεί, επίσης, το γεγονός ότι απαιτούν να μην γίνονται στο μέλλον διασταυρωτικοί έλεγχοι από την ΑΑΔΕ με το επιχείρημα ότι είναι «εισπρακτικός» μηχανισμός. Μόνο που με τα νέα δεδομένα το κράτος θα μπορεί να ξεσκεπάζει άμεσα περιπτώσεις ανομίας με την κατάθεση μισθωτηρίων διαφόρων εκτάσεων που δεν αντιστοιχούν στην πραγματικότητα και άρα οι ευρωπαϊκές επιδοτήσεις δεν θα μπορούν να φτάνουν στα χέρια και -κυρίως- τις τσέπες όσων δεν είναι πραγματικοί αγρότες.
«Ναι στον διάλογο, όχι στο παράλογο»
Αν πράγματι ο στόχος των κινητοποιήσεων είναι η επιβίωση και η αναγέννηση της αγροτικής παραγωγής, τότε η συζήτηση πρέπει να μετατοπιστεί από τα μπλόκα στην επεξεργασία, χάραξη και εφαρμογή μιας συνολικής αγροτικής πολιτικής. Και εδώ «κουμπώνει» η φράση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη «ναι στον διάλογο, αλλά όχι στο παράλογο». Γιατί είναι ουτοπικό να διεκδικούν, σήμερα, οι αγρότες τον άμεσο διπλασιασμό των αγροτικών συντάξεων. Ένα μέτρο ανέφικτo, που κοστίζει 3,6 δισεκατομμύρια ευρώ. Αυτήν την ιδέα ούτε ο Αλέξης Τσίπρας δεν θα μπορούσε να υλοποιήσει με… ένα νόμο και με ένα… άρθρο το 2015. Σε διαφορετική περίπτωση θα είχε εντάξει και αυτήν τη δέσμευση στο περίφημο «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης».
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο οι αγροτικές κινητοποιήσεις λειτουργούν ως μέσο «επιβίωσης» του παρόντος και όχι επανασχεδιασμού του μέλλοντος. Μόνο που αυτή η «αδυναμία» έχει κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες. Αυτές δεν είναι ούτε θεωρητικές ούτε αμελητέες. Αντιθέτως, αποτυπώνονται καθημερινά στην πραγματική οικονομία, ιδίως στη Βόρεια Ελλάδα, η οποία λόγω γεωγραφικής θέσης λειτουργεί ως πύλη εξαγωγών, μεταφορών και διαμετακομιστικού εμπορίου.
Στα 50 εκατ. ευρώ η οικονομική ζημιά στη Βόρεια Ελλάδα
Το πρώτο και πιο άμεσο πλήγμα το δέχεται ο κλάδος των μεταφορών και της εφοδιαστικής αλυσίδας. Σύμφωνα με στοιχεία της αγοράς, ένα φορτηγό διεθνών μεταφορών, όταν είναι ακινητοποιημένο, κοστίζει κατά μέσο όρο 700–1.000 ευρώ την ημέρα (καύσιμα, οδηγός, ρήτρες καθυστέρησης). Στα μπλόκα της Βόρειας Ελλάδας εγκλωβίζονται καθημερινά εκατοντάδες φορτηγά που κατευθύνονται προς τα Βαλκάνια και την Κεντρική Ευρώπη. Αν υπολογίσει κανείς συντηρητικά 300 φορτηγά ημερησίως με μέσο κόστος 800 ευρώ, η ημερήσια ζημιά μόνο από τον κλάδο των μεταφορών προσεγγίζει τα 240.000 ευρώ. Σε βάθος τριών εβδομάδων κινητοποιήσεων, το ποσό ξεπερνά τα 5 εκατομμύρια ευρώ.
Το δεύτερο πλήγμα το δέχονται οι εξαγωγικές επιχειρήσεις και η μεταποίηση. Η Μακεδονία και η Θράκη φιλοξενούν μεγάλο αριθμό βιομηχανιών που δραστηριοποιούνται στους κλάδους των τροφίμων, των ποτώνκαι των αγροτικών προϊόντων που λειτουργούν με αυστηρά χρονοδιαγράμματα. Καθυστερήσεις στις παραδόσεις οδηγούν σε ακυρώσεις παραγγελιών, απώλεια συμβολαίων και επιβολή ρητρών. Εκπρόσωποι εξαγωγικών επιχειρήσεων εκτιμούν ότι κάθε εβδομάδα μπλόκων κοστίζει από 8 έως 10 εκατ. ευρώ σε χαμένες ή αναβαλλόμενες εξαγωγές. Σε τρεις εβδομάδες κινητοποιήσεων, η ζημιά μπορεί να φτάσει ή και να ξεπεράσει τα 25–30 εκατ. ευρώ.
Ιδιαίτερη ζημιά προκαλείται και στον τομέα των ευπαθών προϊόντων. Οπωροκηπευτικά, γαλακτοκομικά και κρέας αλλοιώνονται όταν καθυστερεί η μεταφορά τους, ιδίως στα μπλόκα στα τελωνεία. Το κόστος δεν αφορά μόνο την απώλεια του προϊόντος, αλλά και την απώλεια πελατών και κατ’ επέκταση αγορών. Εκτιμάται ότι η ημερήσια απώλεια από αλλοιωμένα ή αποσυρθέντα προϊόντα κυμαίνεται μεταξύ 300.000 και 500.000 ευρώ, δηλαδή έως 10 εκατ. ευρώ σε βάθος τριών εβδομάδων.
Παράλληλα, πλήττεται η τοπική αγορά και ο τουρισμός. Ξενοδοχεία, εστίαση και εμπορικά καταστήματα καταγράφουν μειωμένη κίνηση, ιδίως την περίοδο των Χριστουγέννων. Η απώλεια τζίρου για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις της Βόρειας Ελλάδας εκτιμάται συντηρητικά σε 2–3 εκατ. ευρώ στο ίδιο χρονικό διάστημα.
Αθροιστικά και με ιδιαίτερα μετριοπαθείς υπολογισμούς, το εκτιμώμενο οικονομικό κόστος των αγροτικών μπλόκων στη Βόρεια Ελλάδα για τρεις εβδομάδες κινητοποιήσεων ξεπερνά τα 45–50 εκατομμύρια ευρώ. Και αυτό χωρίς να συνυπολογίζεται η μακροπρόθεσμη ζημιά στην αξιοπιστία της χώρας, η απώλεια μελλοντικών συμβολαίων και φυσικά η αποθάρρυνση επενδύσεων.
Το μπλόκο «επιστρέφει» στον αγρότη
Είναι προφανές ότι η ζημιά δεν περιορίζεται μόνο σε «παράπλευρες απώλειες», αλλά διαχέεται σε ολόκληρη την εθνική οικονομία και τελικά επιστρέφει στον ίδιο τον αγροτικό κόσμο. Το γιατί είναι απλό. Όταν παραλύει η οικονομική δραστηριότητα, περιορίζονται οι αντοχές του κράτους να στηρίξει οποιονδήποτε κλάδο. Όταν πλήττεται η εξωστρέφεια και η ανταγωνιστικότητα της χώρας, υπονομεύεται και η δυνατότητα του πρωτογενούς τομέα να βρει αγορές, να αυξήσει τιμές και να βελτιώσει εισοδήματα. Με άλλα λόγια, τα μπλόκα που υποτίθεται ότι «υπερασπίζονται» τον αγρότη, τελικά συμβάλλουν στη συνολική αποδυνάμωση του παραγωγικού οικοσυστήματος μέσα στο οποίο ο ίδιος δραστηριοποιείται.
Έτσι, επιστρέφουμε στη βασική παθογένεια που δεν είναι άλλη από το γεγονός ότι οι αγροτικές κινητοποιήσεις ασκούν μια συγκυριακή πίεση, αλλά αγνοούν τη συνολική ζημιά που προκαλείται στην οικονομία και, τελικά, στον ίδιο τον πρωτογενή τομέα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα μπλόκα να εξελίσσονται σε «μηχανισμό» αναπαραγωγής του αδιεξόδου.









