Ήταν καλοκαίρι του 2023 όταν ξέσπασε μια από τις μεγαλύτερες πυρκαγιές στην Ευρώπη. Η φωτιά έκαψε τότε 245.299 στρέμματα του Εθνικού Πάρκου Δάσους Δαδιάς-Λευκίμμης-Σουφλίου.
Εκτός από τη μεγάλη καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος του δάσους καταγράφηκε και εξαφάνιση του σπάνιου γύπα (Ασπροπάρης) που ζούσε εκεί, με την επιστημονική κοινότητα να κάνει πλέον λόγο για επιστροφή του.
Το γεγονός πιθανότατα να οφείλεται στην ανάκαμψη των κωνοφόρων δέντρων του δάσους, τα οποία επιλέγουν τα αρπακτικά για να δημιουργούν τις φωλιές τους.
Τα πρώτα ενθαρρυντικά αποτελέσματα προέρχονται από το πρόγραμμα παρακολούθησης της φυσικής αναγέννησης των δασικών οικοσυστημάτων της περιοχής, έπειτα από δειγματοληψίες σε 180 επιλεγμένες θέσεις, κατανεμημένες ανάλογα με τη δριμύτητα της καύσης (χαμηλή, μέση, υψηλή).
Το συγκεκριμένο πρόγραμμα υλοποιείται με ανάθεση του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας στη μελετητική εταιρεία ΜΕΛΙΑ Α.Ε., η οποία συνεργάζεται με το Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, το Ιόνιο Πανεπιστήμιο και την Εταιρεία Προστασίας Βιοποικιλότητας Θράκης με σκοπό την εκτίμηση του δυναμικού φυσικής αναγέννησης των δύο κύριων ειδών κωνοφόρων της περιοχής, της τραχείας (Pinus brutia) και της μαύρης πεύκης (Pinus nigra).

Όπως γνωστοποιεί μιλώντας στα Μακεδονικά Νέα ο Επιστημονικός συνεργάτης της Εταιρείας Προστασίας Βιοποικιλότητας της Θράκης, Βασίλειος Ζαφειρόπουλος στα πρώτα δείγματα η γενική εικόνα ήταν ικανοποιητική.
«Στόχος ήταν να ερευνήσουμε τη φυσική αναγέννηση των κωνοφόρων, συγκεκριμένα της μαύρης και της τραχείας πεύκης. Σε αυτά, δηλαδή, επικεντρωθήκαμε πιο συστηματικά. Απλωθήκαμε σε όλη την έκταση του Εθνικού Πάρκου, μιας και το μεγαλύτερο ποσοστό από αυτό έχει επηρεαστεί από τη φωτιά του 2023. Αυτό που στόχευε η συγκεκριμένη έρευνα είναι να γίνει μια σύγκριση. Αν ο βαθμός δριμύτητας της φωτιάς έχει επηρεάσει τον βαθμό της φυσικής αναγέννησης. Δηλαδή μια πυρκαγιά έχει διαφορετική μορφή ανά περιοχή, ανά τύπο βλάστησης που καίει ή του ανάγλυφου. Οπότε χωρίζεται σε αυτές τις κατηγορίες δριμύτητας, δηλαδή πόσο δυνατά έκαψε η φωτιά. Σε χαμηλή, μεσαία και υψηλή. Εμείς θέλαμε να κάνουμε αυτή τη διαφοροποίηση και έγιναν ισάριθμες από 60 επιφάνειες δειγματοληψίες σε χαμηλή δριμύτητα, σε μεσαία και υψηλή, σύνολο 180 επιφάνειες δειγματοληψίας» αναφέρει αρχικά ο κ. Ζαφειρόπουλος.
Και συνεχίζει: «Τα πρώτα αποτελέσματα των αναλύσεων της καταγραφής έδειξαν αυτό ακριβώς που υποψιαζόμασταν, ότι συγκεκριμένα για την τραχεία πεύκη δεν έχει τον ίδιο βαθμό φυσικής αναγέννησης στην υψηλή δριμύτητα σε σχέση με τη μεσαία και τη χαμηλή. Το πιο εύλογο είναι ότι στη χαμηλή δριμύτητα υπάρχει μεγαλύτερο ποσοστό αναγέννησης, ακολουθεί η μεσαία και υψηλή. Δεν έχει ξαναγίνει παρόμοια έρευνα για το συγκεκριμένο είδος και αποδεικνύεται ότι εκεί που έχει κάψει η φωτιά έντονα, δεν τα πάει τόσο καλά η αναγέννηση της πεύκης που θεωρείται ένα γενικά ανθεκτικό φυτό. Υπάρχει βέβαια πάλι αναγέννηση. Τα πλατύφυλλα από την άλλη τα πάνε καλύτερα. Συγκεκριμένα η περιοχή έχει πολλές βελανιδιές, οι οποίες σχεδόν σε όλες τις επιφάνειες τα πηγαίνουν καλά. Ωστόσο, εμείς επικεντρωθήκαμε στα κωνοφόρα, γιατί τα προτιμούν για φωλιές τα αρπακτικά που έχει το δάσος. Οπότε έχει ένα παραπάνω ενδιαφέρον να δούμε πώς θα πάει η αναγέννηση και πώς θα εξελιχθεί τα επόμενα χρόνια».
«Η αντίστοιχη χλωρίδα τραβάει την αντίστοιχη πανίδα και δημιουργούν μια αλυσίδα την οποία χαρακτηρίζει ένα φυσικό οικοσύστημα» συμπληρώνει ο ίδιος, εξηγώντας την αλληλεξάρτηση χλωρίδας και πανίδας για τη διατήρηση της φυσικής βιοποικιλότητας του δάσους.

Η έρευνα συνεχίζεται
Σύμφωνα με τον κ. Ζαφειρόπουλο οι δειγματοληψίες της ομάδας πρόκειται να συνεχιστούν, ωστόσο απαιτείται χρόνος για να προκύψουν σαφή αποτελέσματα στην έρευνα.
«Πρέπει να δούμε τι θα γίνει στο επόμενο χρονικό διάστημα. Σκοπός είναι να επαναληφθεί η δειγματοληψία και την επόμενη χρονιά, ώστε να δούμε σε αυτές τις θέσεις πώς θα πάει η αναγέννηση. Γιατί μπορεί να πας σε μια περιοχή και να υπάρχει υψηλή αναγέννηση αλλά να υπάρχουν διάφοροι παράγοντες, όπως κλιματολογικοί οι οποίοι να επηρεάσουν δυσμενώς την αναγέννηση. Οπότε έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον να δούμε σε αυτές τις περιοχές το ποσοστό επιβίωσης των δέντρων. Υπάρχει και μια σχετικά έντονη ξηρασία τα τελευταία χρόνια στην ανατολική Ελλάδα. Παρ' όλ' αυτά η πλατύφυλλη αναγέννηση τα πάει καλά. Είδη όπως δρυς, φράξος, κουμαριές και διάφοροι θάμνοι της περιοχής αναγεννήθηκαν σημαντικά» διευκρινίζει.

Η επόμενη μέρα της Δαδιάς
Όπως λέει ο ίδιος μετά από δύο χρόνια η εικόνα του πάρκου είναι πολύ αλλαγμένη. «Από εκεί που έβλεπες ένα απέραντο μαύρο, σιγά σιγά αρχίζει και επανέρχεται το πράσινο» επισημαίνει.
Ερωτηθείς για τον χρόνο που απαιτείται ώστε να επανέλθει το δάσος της Δαδιάς στην κατάσταση που ήταν πριν τη φωτιά ο ίδιος εκτιμά ότι θα χρειαστούν πολλές δεκαετίες.
«Το σημαντικό είναι να αναγεννηθούν τα κωνοφόρα. Πρέπει να περάσουν ορισμένα χρόνια ώστε να ωριμάσουν και να μεγαλώσουν για να μπορέσουν να παράγουν σπόρο, μέσω του οποίου θα μπορεί να υπάρξει φυσική αναγέννηση. Αν ξανακαεί το δάσος τα επόμενα 10-15 χρόνια δεν θα έχουν προλάβει να ωριμάσουν τα δέντρα ώστε να δώσουν σπόρο, οπότε το είδος χάνεται από εκείνη την περιοχή» καταλήγει.








