Κάθε φορά που «πάει ο παλιός ο χρόνος, ας γιορτάσουμε παιδιά», καλούμαστε να κάνουμε ευχές για να είναι το «βρέφος» που γεννιέται καλύτερο και πιο ανθηρό από τον «παππού» που προηγήθηκε.
Γιατί όμως στην πολιτική τόσο συχνά ακούμε «μακάρι ο καινούργιος χρόνος να είναι καλύτερος από αυτόν που περνάει» ή τώρα τελευταία «δεν περνάμε καλά, για όλα φταίει ο Μητσοτάκης»; Για να απαντήσουμε το ερώτημα μάλλον δε θα αποφύγουμε την ανάγκη να κάνουμε κάποιες παραδοχές, κι ας είναι λιγάκι δυσάρεστες.
Η πρώτη παραδοχή, που αφορά περισσότερο το άτομο ως μονάδα, είναι ότι έτσι είναι η φύση των ανθρώπου. Σπάνια βλέπει τα καλά, παρά μόνο τα αρνητικά. Αυτά που του δημιουργούν ή συντηρούν τις φυσικές ανησυχίες απέναντι στη φθορά πάσης φύσεως και την αγωνία του να βρει τρόπους αποφυγής ή μετριασμού της. Αν όμως αυτό θα μπορούσε να σκαλίσει λιγάκι τους ωραίους δρόμους της κβαντικής αναζήτησης φωτίζοντας τα μυστήρια της ύπαρξής μας, τελικά υπάρχει κάτι πολύ πιο απτό που μας προσγειώνει ανώμαλα στην καθημερινή πραγματικότητα. Την πραγματικότητα που μας οδηγεί σε μία δεύτερη παραδοχή που αφορά την ωριμότητά μας ως μέλη μιας κοινωνίας και ενός κράτους.
Ε, λοιπόν δεν είμαστε ακόμα πολύ ώριμοι ως συντεταγμένη κοινωνία. Και δυστυχώς εν μέρει ακόμη ευάλωτοι σε εύκολα λόγια, λαϊκισμό και τυχοδιωκτισμούς. Διότι τα μέσα που χρησιμοποεί κάθε άτομο χωριστά αλληλεπιδρούν με μεγάλο μέρος και την «κουλτούρα»του συνόλου. Σε αυτή τη βάση αναρωτιόμαστε ποιο είναι το στοιχείο που χαρακτηρίζει το έλλειμμα στην Ωριμότητά μας; Υπάρχει ωριμόμετρο, μέτρο σύγκρισης; Εδώ πάλι χρειάζεται μία γενναία παραδοχή. Ωριμότητα είναι εκείνη η συνθήκη, η κατάσταση όπου ο πολίτης έχει συναίσθηση των υποχρεώσεών του, επιλέγει να τις κάνει πράξη, και μετά αναζητά την ικανοποίηση των δικαιωμάτων του! Μάλλον αυτός είναι και ο ορισμός της Δυτικής Δημοκρατίας, ασχέτως της συζήτησης για τα αρκετά γκρίζα σημεία της, ιδίως στη σύγχρονη εποχή.
Λοιπόν, αφού Ώριμη Κοινωνία είναι αυτή που τα μέλη της ισορροπούν ανάμεσα στην επίγνωση και εφαρμογή των κάθε λογής υποχρεώσεών τους (συνταγματικές, εθιμικές, ηθικές) και τα αυτονόητα δικαιώματά τους, προκύπτει το ερώτημα γιατί στην Ελλάδα υπάρχει ακόμη πολύς κόσμος που μιλά και διεκδικεί μόνο «προσωπικά δικαιώματα και εξασφαλίσεις», αλλά δε μιλά, ούτε φυσικά κατεβαίνει στους δρόμους, για να ζητήσει ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΑ καλύτερες, πιο αποτελεσματικές μεθόδους και υπηρεσίες; Τέτοιες που να μην αφορούν τα άμεσα συμφέροντα των ομάδων, αλλά το ευρύτερο σύνολο; Γιατί πολύς κόσμος κινητοποιείται μόνο όταν φτάνουμε στον «Αμήν», όταν έχουμε καταστροφές, δυστυχήματα, παρεμβάσεις από το εξωτερικό, χρεωκοπίες, ωσμές σκανδάλων και... ξεβόλεμα από το ραχάτι και τα κάθε λογής κεκτημένα του; Γιατί βρε παιδιά όταν κόσμος και ομάδες που κατεβαίνουν στους δρόμους συνήθως μιλούν καταγγελτικά και όχι με προτάσεις; Γιατί δεν είδαμε στη χώρα μας πριν τις καταστροφές ή τα όποια «αδιέξοδα» εκατοντάδες χιλιάδες κόσμο να κατεβαίνει στους δρόμους με αιτήματα πχ για «καλύτερους δρόμους, σιδηροδρόμους, πανεπιστήμια, νοσοκομεία», ή «λιγότερη διαπλοκή και ας μας παίρνει η μπάλα και εμάς!»; Ή φυσικά «καλύτερους και γρηγορότερους ελέγχους στη Διοίκηση, το Δημόσιο, την Εφορία»; Και για να μιλήσουμε για το επίκαιρο θέμα με τα μπλόκα, είδαμε ποτέ στο παρελθόν αγρότες, κτηνοτρόφους και άλλους φίλους να κλείνουν δρόμους ή έστω κάποιο σοκάκι με αίτημα «κάντε σωστούς ελέγχους για να μη χάνουν οι πολλοί από τις λαμογιές των λίγων»;
Εδώ λοιπόν έρχεται ο θυμόσοφος λαός που λέει «το ψάρι βρωμάει απ’ το κεφάλι»! Δηλαδή η πολιτική ευθύνη. Έλα ντε όμως που εδώ χρειάζεται ακόμη μία αυτονόητη παραδοχή: Τι είναι, ποιος έχει την ευθύνη αυτή; Αν κάποιοι βιαστούνε να πούνε «μα φυσικά η εκάστοτε κυβέρνηση», πραγματικά δε θα βγει τίποτα καλύτερο στην επιφάνεια από την ανωριμότητα της λαϊκής αυτής ρήσης, για να το πούμε κάπως πιο κομψά! Διότι τι λέγαμε λίγο πιο πάνω; Η κοινωνία είναι ώριμη όταν τα ίδια της τα μέλη φέρουν την ευθύνη πρώτα να γνωρίζουν και εφαρμόζουν τις υποχρεώσεις τους και μετά να διεκδικούν τα δικαιώματά τους. Ιδίως όταν αυτό γίνεται απ’ όλους και όχι σε βάρος των πολλών από.. κάποιους αρκετούς.
Ποιος έχει όμως το πρόσταγμα για να κυριαρχεί αυτό το πνεύμα σε μία κοινωνία; Μα αυτός που έχει την πολιτική ευθύνη και την απόφαση για κάθε εκδοχή της. Και επιτέλους καταλήγουμε σε μία ακόμη παραδοχή: πολιτική ευθύνη σε μια Δημοκρατία (και όχι Δικτατορία) δεν φέρει μόνο ο Πρωθυπουργός, ούτε μόνο οι υπουργοί και οι κυβερνητικοί βουλευτές. Στη Δημοκρατία ευθύνη έχουν και οι αρχηγοί της αντιπολίτευσης, οι αντίστοιχοι βουλευτές, τα κόμματα, οι περιφερειάρχες, δήμαρχοι, τα αντίστοιχα συμβούλια των ΟΤΑ, οι κοινοτάρχες, οι εκπρόσωποι ομοσπονδιών, σωματεία και τόσοι άλλοι, οι οποίοι μάλιστα αλλάζουν κάθε τόσο. Οπότε μιλάμε για μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους κάθε λίγα χρόνια, αν συνυπολογίσουμε και συγγενείς και φίλους (βολεμένους ή μη). Στις Δημοκρατίες ποτέ δεν υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ πολιτικών και του ίδιου του λαού! Και αυτό όχι μόνο επειδή ο λαός ψηφίζει, αλλά επειδή ο λαός με τους παραπάνω εκπροσώπους του βρίσκεται σε σχεδόν καθημερινή επαφή και ανταλλαγή «δούναι και λαβείν». Το μεγάλο ερώτημα που προκύπτει λοιπόν είναι πώς μπορεί να γίνει καλύτερη η λειτουργία μας στην εφαρμογή της ευθύνης του καθενός.
Ακριβώς σε αυτό το σημείο φτάνουμε στο «ελληνικό ζήτημα», που αν δεν κατανοηθεί βαθιά, πάλι θα χανόμαστε σε ασκήσεις επιφανείας χωρίς προοπτική μεγαλύτερης ωρίμανσης: Αφού θαύματα δύσκολα γίνονται, πώς μπορεί η χώρα να περάσει σε μία λειτουργία με περισσότερα στοιχεία ωριμότητας, στην πολιτική σκέψη και δράση από τη μία, και την ατομική κοινωνική ευθύνη από την άλλη; Η γενική και κάπως βολική απάντηση είναι «μα με τη βελτίωση της παιδείας του λαού μας». Σύμφωνοι. Αλλά στην Παιδεία με την έννοια της συλλογικής και ατομικής καλλιέργειας, συμμετέχει και σαφώς συμβάλλει και η Οικογένεια, η Εκπαίδευση, η ακαδημαϊκή κοινότητα, η Εκκλησία, οι παραδόσεις, το ιστορικό και πολιτισμικό μας DNA.
Σε αυτό το σημείο όμως ας κάνουμε την τελευταία μας παραδοχή. Αφού η μεγάλη «επανάσταση» της ωριμότητας των παραπάνω θεσμών μπορεί να αργήσει λιγάκι, οφείλουμε να εστιάσουμε στην κακόμοιρη πολιτική ευθύνη του «κεφαλιού του ψαριού». Και ας αναρωτηθούμε σιωπηρά (λόγω και της πολυβουίας της φυλής μας) σε ό,τι αφορά τις κυβερνητικές αποφάσεις, είναι αλήθεια ή όχι ότι Πρωθυπουργός και Κυβέρνηση δίνουν βάρος στον ταχύ εκσυγχρονισμό και μετασχηματισμό της Διοίκησης και της ψηφιακής Διακυβέρνησης, προωθώντας περισσότερη διαφάνεια και πολύ λιγότερη συναλλαγή πολίτη και πολιτικής; Είναι αλήθεια ή όχι ότι η οικονομική διαχείριση και τα αντίστοιχα μεγέθη αναγνωρίζονται στην ΕΕ και παγκοσμίως, κάνοντας τη χώρα από μαύρο πρόβατο σε παράδειγμα προς μίμηση σε αρκετούς δείκτες; Είναι αλήθεια ή όχι ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης σφυρηλατεί ψύχραιμα και αποφασιστικά την Ασφάλεια και εξωτερική Πολιτική της Χώρας με τρόπο αδιαμφισβήτητα αποτελεσματικό; Μήπως τελικά όλα αυτά είναι δείγματα ορθής πολιτικής ευθύνης που δείχνει μέθοδο και πορεία και σε άλλους;
Οπότε μήπως το μεγάλο στοίχημα για το 2026 δεν είναι άλλο από το να δούμε τους διάφορους αντί-πολιτευόμενους να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων; Να αντιληφθούν ότι όταν η χώρα έχει επιτελέσει σημαντική πρόοδο, η προσφορά τους οφείλει να προκύπτει από τον υγιή διαγωνισμό σε προτάσεις πραγματικής βελτίωσης και προόδου. Ας γίνει κατανοητό ότι δεν υπάρχει χώρος ούτε και χρόνος για ζήλειες και αρρωστημένα «Εγώ» επειδή ο Μητσοτάκης πετυχαίνει εκεί που άλλοι απέτυχαν!
Ας ευχηθούμε για το 2026, έστω κάποιοι αντί-πολιτευόμενοι, να προχωρήσουν με σύνεση και αίσθημα πραγματικής ευθύνης. Αν δε θέλουν να τους καταπιεί η αμείλικτη πραγματικότητα. Αυτή που ζητά σύγχρονες, γρήγορες και διορατικές λύσεις. Και όχι γκρίνια, παλιμπαιδισμό και πισωγυρίσματα.
*Ο κ. Θεοφάνης Κωφίδης είναι Πολιτευτής της ΝΔ στη Ροδόπη, Πρόεδρος του Ομίλου Συνεύρεσης Ιδεών ΕΑΝΟΣ










