Η πολύπλευρη προσπάθεια της σημερινής κυβέρνησης για αντιμετώπιση των πρωτόγνωρων αναγκών στην πρωτογενή παραγωγή, είναι και ορατή και συνεχής. Όμως το μέγεθος των παραγόντων που συμπιέζουν τον πολύπαθο αυτό οικονομικό κλάδο, ξεπερνά τις δυνατότητες κάθε μεμονωμένης χώρας.
Οι επιπτώσεις της Κλιματικής Αλλαγής και η φθήνεια/ανταγωνισμός των εξωευρωπαϊκών προϊόντων χρήζουν κάτι σαφώς μεγαλύτερου. Τόσο σε επίπεδο λύσεων όσο και υπερκρατικού συντονισμού. Ιδίως όταν μιλούμε για ουσιαστική προοπτική για τους αγροτοκτηνοτρόφους στην ΕΕ και στη Χώρα μας, η απόλυτη προτεραιότητα δεν μπορεί να είναι άλλη από τη δραστική μείωση του Κόστους Παραγωγής.
Εδώ λοιπόν απαιτούνται ρηξικέλευθες λύσεις. Διότι μιλάμε για τη «σωτηρία» και στήριξη της ίδιας της ζωής! Των προϊόντων της διατροφικής αλυσίδας. Και μάλιστα με τρόπους που απαντούν στις άλλες μεγάλες υποθέσεις της χώρας. Δηλαδή τη Λειψυδρία, το κόστος του Ρεύματος και φυσικά τη δημογραφική ενίσχυση της ζωής μας εκτός αστικών κέντρων. Τρεις τέτοιες προτεραιότητες, που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και αντιμετωπίζουν τις μεγάλες αυτές προκλήσεις είναι:
1. Ολιστική αντιμετώπιση της Λειψυδρίας ως απόρροια της κλιματικής Αλλαγής. Μαζί με το κυβερνητικό πρόγραμμα Ύδωρ 2.0, φράγματα (ή και μονάδες αφαλάτωσης), προτεραιότητα πρέπει να είναι η κατασκευή σε πολλούς νομούς -που δεν έχουν μόνιμες και άφθονες ποτάμιες ροές- ολοκληρωμένων δικτύων λιμνοδεξαμενών, που θα συνδέονται μεταξύ τους υπογείως και από εκεί με τα χωράφια και τις κτηνοτροφικές μονάδες. Έτσι θα αξιοποιούνται όχι ένα-δύο, αλλά όλα τα εποχικά ρέματα ενός νομού, που θα τροφοδοτούν τις διπλανές τους λιμνοδεξαμενές, αρδεύοντας κυρίως τις μεγάλες εκτάσεις ποτιστικών καλλιεργειών. Κατασκευάζοντας δίπλα -και όχι πάνω- σε κάθε ρέμα μία πρώτη μεγάλη λιμνοδεξαμενή πχ 100.000 κυβ. μέτρων, που θα γεμίζει πολύ γρήγορα λόγω των έντονων κλιματογενών βροχοπτώσεων, και συνδέοντάς την υπογείως με πολλές μικρότερες δεξαμενές (πχ 20.000κμ η καθεμιά), θα έχουμε «σωτήρια» αποτελέσματα. Από τη μια δε θα χάνονται εκατομμύρια κμ επίγειων υδάτων όπως κατεβαίνουν από τους ορεινούς όγκους, και από την άλλη -σε αντίθεση με τα πολυδάπανα και χρονοβόρα φράγματα- θα αντιμετωπίζονται τα πλημμυρικά φαινόμενα μέσα στους κάμπους, μετατρέποντας τις τεράστιες ποσότητες σε χρήσιμα ύδατα για άρδευση, κτηνοτροφία, αλλά και πυρόσβεση. Επιπλέον θα ανακουφίζεται ο υπόγειος υδροφόρος ορίζοντας.
2. Δημιουργία «φωτοβολταϊκών συνεταιρισμών» σε κεφαλοχώρια και οικισμούς. Μοιάζει με τις περίφημες «ενεργειακές κοινότητες», αλλά εδώ συγκεκριμένα υπάρχουν προσαρμογές που απαντούν σε σημαντικότατες πτυχές της παραγωγικής οικονομίας και των αναγκών κάθε πλευράς.
Οι «φωτοβολταϊκοί Συνεταιρισμοί» θα έχουν win-win χαρακτήρα, αφού σε έναν επιχειρηματία/επενδυτή θα προσφέρεται από το κοινοτικό Συμβούλιο του χωριού μία κοινοτική έκταση για εγκατάσταση φωτοβολταϊκών συστημάτων, με την προϋπόθεση της διανομής μέρους του παραγόμενου ρεύματος στους μόνιμους κατοίκους του με έκπτωση 30 έως 50% συγκριτικά με τις τρέχουσες τιμές. Και αυτό πάντα σε μηνιαία συνεννόηση με το Συμβούλιο της Κοινότητας. Όμως μόνο για τους κατοίκους, μικροεπιχειρήσεις και την αμιγώς πρωτογενή παραγωγή του εκάστοτε οικισμού. Το υπόλοιπο ρεύμα που θα παράγεται θα είναι στην ευχέρεια του επενδυτή/επιχειρηματία να το δίνει σε τρέχουσες τιμές είτε σε δίκτυα είτε σε βιομηχανίες της περιοχής. Οι πρόσφατες ρυθμίσεις και ανάγκες για αποθήκευση ενέργειας, δίνουν κίνητρα για την εφαρμογή μιας τέτοιας πρότασης. Έτσι μάλιστα ευνοούνται «σχήματα ΣΔΙΤ» επιχειρηματιών-ΔΕΗ, χωρίς βέβαια να αποκλείονται επενδυτές με αμιγή ιδιωτική διαχείριση της παραγωγής ρεύματος. Συμπληρωματικά θα μπορεί ίσως να αναπληρώνεται η όποια απώλεια κέρδους των επενδυτών μέσα από κατάλληλα ευρωπαϊκά κονδύλια.
3. Γενναία προσαρμογή σε νέες καλλιέργειες και μεθόδους παραγωγής, που αντιστοιχούν στα νέα καιρικά δεδομένα και κλιματικές συνθήκες. Όλοι, παραγωγοί και αρμόδιοι σε Ευρώπη και Ελλάδα, οφείλουν να είναι γενναίοι και συντονισμένοι στις αποφάσεις τους. Πιο «ξερικές» καλλιέργειες, μερική μετατροπή μη «ανταγωνιστικών» χωραφιών σε πραγματικούς βοσκοτόπους, συστηματική εφαρμογή της ευφυούς γεωργίας/κτηνοτροφίας, αλλά και -εφόσον υλοποιούνται οι δύο παραπάνω μέθοδοι για την κατακράτηση των επίγειων υδάτων και την τιμή του ρεύματος-εκτεταμένη χρήση θερμοκηπίων και δενδρωδών φυτών, θα διευκολύνουν καθοριστικά τη μετάβαση στο νέο μοντέλο παραγωγής.
Το μεγάλο ερώτημα βέβαια είναι κατά πόσο οι δρώντες μπορούν να λειτουργήσουν, έστω και στο «παρά 5», συντονισμένα, μακροπρόθεσμα και μεθοδικά. Και ας είμαστε και σε αυτό ειλικρινείς: Προκειμένου να επιτύχει ένας τέτοιος σχεδιασμός απαιτείται Σύνεση και Κατανόηση της πραγματικότητας. Και αυτό χωρίς νηφάλιο Διάλογο και συναίσθηση κοινωνικής Ευθύνης δε γίνεται.
Ο Πρωθυπουργός είναι έτοιμος και σε αυτό. Ας ελπίσουμε πολύ σύντομα να είναι και οι εκπρόσωποι αγροτών και κτηνοτρόφων.
*Ο κ. Θεοφάνης Κωφίδης είναι Πολιτευτής της ΝΔ στη Ροδόπη, Πρόεδρος του Ομίλου Συνεύρεσης Ιδεών ΕΑΝΟΣ










