«Ένας κόσμος ανάμεσα στο παρελθόν, εκείνο που θυμάσαι ίσως από τη γιαγιά σου, και στο μέλλον, που ήδη έχει έρθει. Έτσι ξεδιπλώνεται μπροστά μας ο κόσμος των υφασμάτινων κολάζ του Νίκου Ιωσήφ: απολύτως απτός, γεμάτος ύλη, χειρωναξία και μνήμη. Ένας κόσμος που όσο τον κοιτάς, τόσο ενεργοποιεί και τις υπόλοιπες αισθήσεις σου, γιατί είναι ταυτόχρονα και βαθιά οικείος», γράφει η ιστορικός Τέχνης Αρετή Λεοπούλου.
Στα χέρια του καλλιτέχνη υφάσματα, ρετάλια, παλιά υφαντά και ταπετσαρίες επίπλων, παίρνουν νέα ζωή για να γίνουν έργα τέχνης. Κάθε κομμάτι ύφασμα κουβαλά τη δική του ιστορία, ένα άγγιγμα, μια ανάμνηση, που ο καλλιτέχνης μετασχηματίζει σε νέο νόημα μέσα στη σύνθεση.
Στην έκθεση, που επιμελείται ο Γιάννης Αργυριάδης, παρουσιάζονται τέσσερα έργα μεγάλων διαστάσεων. «Το κεντρικό κομμάτι παρουσιάζει ένα κορίτσι που κρατά έναν πετεινό πάνω σε μια παλιά ελληνική μπάντα, μια εικόνα που παραπέμπει στα χωριά, όπου παλιότερα κοσμούσαν τους τοίχους αυτές οι μπάντες, από τη συλλογή μου η Προίκα, οπότε έχει να κάνει με την παράδοση. Με το έργο αυτό συμμετείχα στην Μπιενάλε που έγινε στην Πορτογαλία, στο Γκιμαράες και ήταν από τα πιο εμβληματικά μου έργα», επισημαίνει ο Νίκος Ιωσήφ. «Τα άλλα τρία έργα συμπληρώνουν το σύνολο: ο Ψίθυρος, μια σύνθεση με δύο πρόσωπα που μοιάζουν να μιλούν μυστικά, και από την άλλη δύο στατικές μορφές παιδιών σε μπλε φόντο που εκπροσωπούν το βλέμμα».
Η Αρετή Λεοπούλου παρατηρεί: «Τέσσερα έργα συνθέτουν έναν ενιαίο διάλογο ανάμεσα στο φως και τη σιωπή. Πρόσωπα και βλέμματα που μοιάζουν να ψιθυρίζουν ιστορίες· μικρές στιγμές οικειότητας, παιδικότητας και μνήμης. Ο Νίκος Ιωσήφ, μέσα από τα υφάσματα και τα ρετάλια του, ανασυνθέτει τη μορφή και το συναίσθημα. Κάθε υλικό κουβαλά μια παλιά ζωή, ένα άγγιγμα ή μια ανάμνηση, που αποκτά νέο νόημα μέσα στη σύνθεση. Οι μορφές του στέκουν σαν σκηνές από μια σιωπηλή αφήγηση — εκεί όπου το βλέμμα γίνεται ψίθυρος, και ο ήχος του πετεινού σηματοδοτεί μια νέα αρχή. Ένας κόσμος υφασμένος από χρώμα, φως και ανθρώπινη παρουσία».

Ο Νίκος Ιωσήφ είναι αυτοδίδακτος. «Ήταν δύσκολο στην αρχή να ενταχθώ στον εικαστικό χώρο χωρίς τυπικό πτυχίο από τη Σχολή Καλών Τεχνών, αλλά βρήκα τον δρόμο μου μέσα από τη δουλειά», λέει. Πράγματι η δουλειά του είναι από μόνη της τα credits του και έχει ήδη αναγνωριστεί διεθνώς: συμμετοχές σε Μπιενάλε στην Κύπρο (Λάρνακα) και την Πορτογαλία (Γκιμαράες), όπου κέρδισε βραβείο, μαρτυρούν την απήχηση των έργων του. Εδώ και χρόνια, έχει αφοσιωθεί στην Textile art, δημιουργώντας πίνακες και γλυπτά από ύφασμα. «Ό,τι κάνω έχει να κάνει με το ύφασμα. Προσπαθώ να εξερευνήσω όλο το φάσμα — από το δισδιάστατο μέχρι το τρισδιάστατο», εξηγεί.
Η διαδικασία της δημιουργίας θυμίζει ιεροτελεστία και συχνά απαιτεί αρκετό χρόνο ως την ολοκλήρωση του έργου. Ο ίδιος ο καλλιτέχνης περιγράφει τα στάδια: «Το πρώτο βήμα είναι η επιλογή του θέματος, μετά η παλέτα των χρωμάτων και των υφασμάτων, και κατόπιν αρχίζει η δημιουργία. Ακόμη και τα μικρά ρετάλια που κόβω δεν τα πετάω. Κάποια στιγμή θα ξαναχρησιμοποιηθούν αλλού. Κάθε κομμάτι, ακόμη και το ρετάλι από το ρετάλι, έχει τη δική του ζωή και τη δική του ιστορία. Χρησιμοποιώ παλιά υφαντά, κυρίως ελληνικά. Τα πρόσωπα είναι φτιαγμένα από χοντρά υφάσματα ή ταπετσαρίες επίπλων, για να δίνουν και υφή και όγκο», λέει. Η τεχνική του απαιτεί υπομονή και λεπτομέρεια. Ένα μεγάλο έργο – 3 Χ 2 μ. για παράδειγμα— μπορεί να χρειαστεί από έως και τρεις μήνες για να ολοκληρωθεί, ανάλογα με τον όγκο και την πολυπλοκότητα των υλικών, ένα μικρό απαιτεί μερικές εβδομάδες.
Η χρήση του υφάσματος ως πρώτης ύλης δεν είναι μόνο αισθητική επιλογή. Αντικατοπτρίζει την προσωπική φιλοσοφία του καλλιτέχνη για την ανακύκλωση, τη βιωσιμότητα και την επαναχρησιμοποίηση: «Όλα μου τα έργα έχουν σχέση με την ανακύκλωση και την αναπαλαίωση. Πρέπει να ανακυκλώνουμε τα πράγματα που έχουμε γύρω μας. Η προηγούμενη δουλειά μου στη συντήρηση επίπλων μου έμαθε να κρατάω κάθε κομμάτι ύλης. Αυτό το στοιχείο συνεχίζεται στα εικαστικά έργα μου». Το μήνυμα της βιωσιμότητας είναι σαφές: η δουλειά του προτάσσει την επαναχρησιμοποίηση υλικών σε μια εποχή που η υπερκατανάλωση είναι δεδομένη. «Τα απόβλητα είναι ένα μεγάλο θέμα, ειδικά στον χώρο του υφάσματος. Τόνοι ρούχων στέλνονται στην Αφρική για διαλογή και συχνά επιστρέφουν στην Ευρώπη. Επιχειρώ να δείξω ότι ακόμη και τα πιο μικρά ή φαινομενικά άχρηστα κομμάτια μπορούν να αποκτήσουν νέα ζωή».
Το στούντιο του Νίκου Ιωσήφ βρίσκεται στην περιοχή των Δώδεκα Αποστόλων στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, μια αναδυόμενη γειτονιά με έντονη καλλιτεχνική ταυτότητα «Μεγάλωσα σε αυτή τη γειτονιά όπου παλιότερα συνυπήρχαν συνεργεία αυτοκινήτων και καταστήματα, δίπλα στον βυζαντινό ναό των Δώδεκα Αποστόλων πριν πέσει στη συνέχεια η περιοχή σε μαρασμό. Τελευταία εγκαταστάθηκαν κεραμίστες, ζωγράφοι και αρχιτέκτονες. Υπάρχει μια όμορφη συλλογικότητα».
Όσο για την παρουσίαση της έκθεσης στις Βιτρίνες Τέχνης του ΟΤΕ ο ίδιος σημειώνει: «Είναι εξαιρετική ιδέα. Φέρνει την τέχνη κοντά στον κόσμο — στους περαστικούς, που μπορεί να σταματήσουν, να κοιτάξουν, να σκεφτούν ή απλώς να προσπεράσουν. Τα έργα στις βιτρίνες μεταμορφώνουν το γκρίζο περιβάλλον σε κάτι ζωντανό και ανθρώπινο».
Επιμέλεια : Γιάννης Αργυριάδης
Κείμενο: Αρετή Λεοπούλου
Φωτογραφίες: Ανέστης Κωσταντίνου





