Πιο αναλυτικά, νέα έρευνα του EPICENTER, που δημοσιοποιεί το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦίΜ) εστιάζει στη μαύρη αγορά καπνικών προϊόντων και στη φορολογία. Σύμφωνα με τα στοιχεία που προέκυψαν, στην Ελλάδα καταγράφεται το τέταρτο υψηλότερο ποσοστό (25%) μαύρης αγοράς λαθραίων και νοθευμένων καπνικών προϊόντων ανάμεσα στις χώρες της μελέτης, (Δανία, Πολωνία, Γαλλία, Ισπανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Σλοβακία, Βουλγαρία, Ιταλία, Ελλάδα, Λιθουανία, Γερμανία, Σουηδία).
Τα μεγέθη για την ελληνική αγορά
Το πρόβλημα των λαθραίων καπνικών προϊόντων στη χώρα μας έχει τεράστιες προεκτάσεις, κοινωνικές και οικονομικές. Τα κράτος χάνει εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ από τα ταμεία του, οι επαγγελματίες που πωλούν καπνικά προϊόντα δέχονται πλήγμα στον τζίρο τους, ενώ ο μη ελεγμένος καπνός και τσιγάρα (σ.σ. στην πλειονότητα τους αβέβαιης και χαμηλής ποιότητας) επιφέρουν μεγαλύτερη ζημία στους καπνιστές, επιβαρύνοντας και το υγειονομικό σύστημα της χώρας.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία που μετέφερε στα Μακεδονικά Νέα ο αντιπρόεδρος του Σωματείου Ενοικιαστών Περιπτέρων Νομού Θεσσαλονίκης κ. Λάζαρος Πίτκας, η παράνομη διακίνηση καπνικών προϊόντων στην Ελλάδα ανέρχεται σε σχεδόν 3 δισεκατομμύρια τεμάχια τσιγάρων ετησίως.
Το Ελληνικό Δημόσιο έχει απώλεια περίπου 604 εκατ. ευρώ τον χρόνο από διαφυγόντες φόρους (ειδικός φόρος κατανάλωσης + ΦΠΑ). Η φορολογική επιβάρυνση στα τσιγάρα φτάνει το 85% της τελικής λιανικής τιμής, γεγονός που ενισχύει την προσφυγή των καταναλωτών σε παράνομα προϊόντα. Την ίδια στιγμή οι επιπτώσεις στον κλάδο του Λιανικού Εμπορίου είναι εξίσου μεγάλες. Οι επαγγελματίες που πωλούν νόμιμα προϊόντα καπνού υφίστανται σημαντική μείωση του κύκλου εργασιών τους, που μπορεί να φτάσει και 30% σε ορισμένες περιοχές. Το περιθώριο μικτού κέρδους για τον λιανοπωλητή κυμαίνεται στα 0,06–0,08 € ανά πακέτο, γεγονός που καθιστά τη νόμιμη εμπορία μη βιώσιμη υπό συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού. Όπως είναι τα λαθρεμπόριο.
Είναι κατανοητό ότι ακριβή στοιχεία για λαθραία εμπορεύματα δεν μπορούν να υπάρχουν, ωστόσο οι αναλύσεις που έχουν γίνει προσφέρουν αρκετά ασφαλή συμπεράσματα και νούμερα.
Η πλατεία Αριστοτέλους «βιτρίνα» λαθρεμπορίου καπνού και τσιγάρων
Όσον αφορά στη Θεσσαλονίκη ειδικά στοιχεία μόνο την πόλη ή τον Νομό δεν είναι διαθέσιμα. Ωστόσο, το πρόβλημα είναι υπαρκτό και μεγάλο, καθώς η πόλη έχει να αντιμετωπίσει δύο παράγοντες που δίνουν αυξητική ώθηση στο φαινόμενο.
Πρώτος παράγοντας η πώληση τεράστιων ποσοτήτων λαθραίων και παράνομων καπνικών προϊόντων στην πιο εμβληματική πλατεία της πόλης και στο πιο κεντρικό σημείο, την πλατεία Αριστοτέλους. Φυσικά και τα νούμερα δεν θα ήταν ίδια, για την ακρίβεια θα ήταν αρκετά χαμηλότερα εάν αυτό το παράνομο εμπόριο πραγματοποιούνταν σε κάποιο περιφερειακό σημείο η γειτονιά. Στη «βιτρίνα» της πόλης, όμως, και σε ένα σημείο που συγκεντρώνει καθημερινά δεκάδες χιλιάδες κόσμου, είναι απολύτως κατανοητό ότι και οι ποσότητες λαθραίων τσιγάρων και καπνού που διακινούνται είναι πολύ μεγαλύτερες. Πραγματικά στην πλατεία Αριστοτέλους είναι πιο εύκολο να αγοράσει κάποιος λαθραία τσιγάρα, από οποιοδήποτε άλλο προϊόν, καθώς δεν χρειάζεται να πάει ο αγοραστής στους πωλητές, αλλά έρχονται οι ίδιοι σε αυτόν και διαφημίζουν την πραμάτεια τους.
Δεύτερος σημαντικός παράγοντας, όπως τόνισε στα Μακεδονικά Νέα ο πρόεδρος του Σωματείου Ενοικιαστών Περιπτέρων Νομού Θεσσαλονίκης κ. Βασίλης Μανδάλης, είναι η γειτνίαση της πόλης και της ευρύτερης περιοχής της Βόρειας Ελλάδας με χώρες που έχουν φθηνότερα τσιγάρα, όπως Αλβανία, Βόρεια Μακεδονία, Βουλγαρία, Τουρκία, με αποτέλεσμα να υπάρχει μεγάλη εισροή από τις χώρες αυτές. «Όσο η ψαλίδα της τιμής ανάμεσα στο νόμιμο και στο λαθραίο τσιγάρο μεγαλώνει, αντίστοιχα αυξάνεται και το λαθρεμπόριο», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Μανδάλης.
Η διοχέτευση λαθραίων προϊόντων στην Θεσσαλονίκη και από αυτή σε ολόκληρη την Ελλάδα, όπως ανέφερε και ο κ. Μανδάλης, προέρχεται κυρίως από γειτονικές χώρες, αλλά και από παράνομα παρασκευαστήρια εντός Ελλάδας.
Η Ελλάδα σημείο εισόδου λαθραίων
Η OLAF (Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης) επισημαίνει την Ελλάδα ως σημείο εισόδου και διανομής παράνομων καπνικών στην ΕΕ. Σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν οι ελεγκτικοί μηχανισμοί, ωστόσο, ενώ έχει θεσπιστεί στη χώρα μας σύστημα ιχνηλασιμότητας προϊόντων (Track &Trace), η εφαρμογή του παραμένει ελλιπής, ενώ οι τελωνειακοί και διασυνοριακοί έλεγχοι δεν είναι επαρκώς συντονισμένοι.
Σύμφωνα με τους συντάκτες της έκθεσης που δημοσίευσε το ΚΕΦίΜ, «η αύξηση των φόρων στον καπνό στην Ευρώπη επιτείνει την αντίστοιχη μαύρη αγορά. Συγκεκριμένα, για κάθε επιπλέον ευρώ στην τιμή του καπνού εξαιτίας της αύξησης της φορολογίας, το μερίδιο της μαύρης αγοράς αυξάνεται κατά 5-12%, με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, η αύξηση της φορολογίας να μην οδηγεί σε αντίστοιχη αύξηση των κρατικών εσόδων αλλά στην ενίσχυση εγκληματικών οργανώσεων».
«Η καταπολέμηση του λαθρεμπορίου δεν είναι μόνο θέμα δημοσιονομικής σημασίας. Είναι ζήτημα δικαιοσύνης, διαφάνειας και επιβίωσης των μικρών επιχειρήσεων που λειτουργούν με συνέπεια εντός του νομικού πλαισίου», υπογραμμίζει σε δήλωση του ο κ. Πίτκας.