Το έργο εντάσσεται σε έναν ευρύτερο προβληματισμό της σύγχρονης ευρωπαϊκής θεατρικής σκηνής, με τη στεγαστική κρίση να απασχολεί ολοένα και περισσότερο τα τελευταία χρόνια. Σε έναν κόσμο όπου η ιδιοκτησία κατοικίας έχει μετατραπεί σε άπιαστο στόχο για μεγάλα τμήματα της μεσαίας τάξης και «το αρκετό δεν είναι ποτέ αρκετό», το «σπίτι των ονείρων», όπως διαπιστώνει ο Βρετανός θεατρικός συγγραφέας, λειτουργεί ολοένα και περισσότερο ως το απόλυτο τρόπαιο του σύγχρονου καταναλωτισμού.
Γραμμένο το 2015, μέσα στη δίνη της στεγαστικής κρίσης στο Λονδίνο, το έργο αντιμετωπίζει την εμμονή με την κατοικία όχι ως οικονομικό πρόβλημα, αλλά ως ηθικό φαινόμενο: ένα σύστημα επιθυμιών που ωθεί συνηθισμένους ανθρώπους να επαναπροσδιορίσουν τα όριά τους. Μόνο που το όνειρο της κατοικίας μπορεί να μετατραπεί σε ηθικό εφιάλτη.
Στον πυρήνα της ιστορίας βρίσκεται ένα νεαρό ζευγάρι με χαμηλό εισόδημα, η Τζιλ και ο Όλλυ, που περιμένουν παιδί και ζουν σε ένα άθλιο διαμέρισμα σε υποβαθμισμένη περιοχή. Η αναζήτηση στέγης, κάτω από αυτές τις συνθήκες, μοιάζει άλυτος γρίφος. Η λύση έρχεται απροσδόκητα, μέσα από μια μυστηριώδη γυναίκα, τη Μις Ντι, που εμφανίζεται ως κάτι ανάμεσα σε κρατικό λειτουργό, μεσίτρια και μεταφυσική φιγούρα. Η πρότασή της ανοίγει τον δρόμο για το «σπίτι των ονείρων»: μια μονοκατοικία σε εγκαταλελειμμένη περιοχή, με μοναδικό αντάλλαγμα τη συμβολή τους στην «ανάπτυξη» και τον εξευγενισμό της. Μια διαδικασία που, βήμα βήμα, αποκαλύπτει ότι η αναγέννηση της γειτονιάς περνά μέσα από επιλογές που δύσκολα αντέχουν το φως της ημέρας.

Το έργο γράφτηκε το 2015, σε μια περίοδο όπου το Λονδίνο βίωνε ήδη τις συνέπειες της εκτόξευσης των ενοικίων και της ιδιωτικοποίησης της κατοικίας. Σήμερα, σχεδόν μια δεκαετία αργότερα, το θέμα ακούγεται λιγότερο προφητικό και περισσότερο οικείο. «Όταν το διάβασα πρώτη φορά, με εντυπωσίασε πάρα πολύ. Το σκεφτόμουν για καιρό και ήξερα ότι θα έρθει και η σειρά του. Φέτος ήρθε», λέει η Γλυκερία Καλαϊτζή. «Αυτό που όταν γράφτηκε το έργο έμοιαζε να αφορά μια συγκεκριμένη συνθήκη στην Αγγλία, σήμερα το ζούμε κι εδώ. Τα ενοίκια, οι “επενδυτικές” περιοχές, η πίεση στους νέους ανθρώπους που θέλουν απλώς να ζήσουν αξιοπρεπώς. Στην πραγματικότητα είναι ένα παραμύθι για ενήλικες. Μόνο που δεν έχει ξεκάθαρο “κακό”. Αυτό που με ενδιέφερε είναι το πώς άνθρωποι απολύτως καθημερινοί, “καλοί” άνθρωποι, αρχίζουν να σιωπούν απέναντι στη συνείδησή τους. Ο συγγραφέας μας δείχνει αυτό το ζευγάρι και πώς, μέσα από την πορεία για την απόκτηση του σπιτιού, μπαίνει σε μια λογική ακραίου καταναλωτισμού. Η λάμψη αρχικά σε εντυπωσιάζει, αλλά σιγά σιγά διαβρώνει τη συνείδησή σου. Και κάποια στιγμή, όσο κι αν σοκάρεσαι, καταλαβαίνεις ότι ίσως να έκανες κι εσύ το ίδιο».
Το έργο ανεβαίνει σε μορφή musical δωματίου με μουσική του Κώστα Βόμβολου, μία επιλογή φόρμας που δεν λειτουργεί ως εξωραϊσμός. Αντιθέτως, προσθέτει μια γυαλιστερή επιφάνεια σε μια σκοτεινή ιστορία, όπως επισημαίνει η Γλυκερία Καλαϊτζή. «Ο ίδιος ο Ρίντλεϊ είχε βάλει ένα-δυο τραγουδάκια μέσα στο έργο. Κι εγώ σκέφτηκα: γιατί μόνο δύο; Το musical δωματίου, με τρία άτομα και χωρίς μεγάλη παραγωγή, μου φάνηκε ιδανικό. Δίνει λάμψη, ρυθμό, χρώμα. Και το έργο παίζει ακριβώς με αυτό: με το πόσο εύκολα εντυπωσιαζόμαστε από τη βιτρίνα, τη λάμψη του καταναλωτισμού, ενώ από κάτω κάτι σαπίζει».
Η αισθητική του έργου αντλεί από τον κόσμο των κόμικ και των παραμυθιών, όχι όμως με αθώο τρόπο. Ο Ρίντλεϊ, ζωγράφος και συγγραφέας παιδικών έργων, ενσωματώνει την υπερβολή και την «ανώδυνη» βία των χάρτινων ηρώων. «Στα κινούμενα σχέδια με τα οποία μεγαλώσαμε, όπως ο Tom και Jerry, υπάρχει ακραία βία, αλλά τη δεχόμαστε γιατί είναι “αστεία”. Αυτό κάνει και ο Ρίντλεϊ: παίρνει αυτή τη λογική και τη μεταφέρει σε έναν κόσμο ενηλίκων. Γελάς, αλλά γελάς με κάτι που κανονικά δεν θα έπρεπε», εξηγεί η σκηνοθέτρια.

Όσο για το βρετανικό χιούμορ, βασισμένο στη συμπύκνωση και στο παιχνίδι των λέξεων, η Γλυκερία Καλαϊτζή εξηγεί ότι αποτέλεσε ιδιαίτερη πρόκληση για τη μετάφραση: «Δεν μπορείς να το μεταφέρεις αυτούσιο. Είναι δουλειά των ηθοποιών να το αποδώσουν, να βρουν τον ρυθμό. Αλλά πιστεύω ότι η αγγλική και η ελληνική γλώσσα είναι πιο κοντά απ’ όσο νομίζουμε, ειδικά στη συντομία και τη σκληρότητα της ατάκας».
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
- Κείμενο: Philip Ridley
- Μετάφραση - Σκηνοθεσία: Γλυκερία Καλαϊτζή
- Μουσική: Κώστας Βόμβολος
- Στίχοι: Γιώργος Φράγκογλου
- Σκηνικά: Ευαγγελία Κιρκινέ
- Κοστούμια: Μαρία Καραδελόγλου
- Κίνηση: Ιωάννα Μήτσικα
- Φωτισμοί: Σωτήρης Ρουμελιώτης
- Βοηθοί Σκηνοθέτη: Λέανδρος Αραβιάδης, Γιώτα Χαραλαμπίδου
- Βοηθός Σκηνογράφου: Έλλη Ναλμπάντη
- Τεχνική Υποστήριξη: Γιώργος Σημαιοφορίδης, Λέανδρος Αραβιάδης
- Οπτική Επικοινωνία: Παναγιώτης Γιωργάκας
- Φωτογραφίες: Λευτέρης Τσινάρης
- Trailer: Παναγιώτης Κουντουράς
- Υπεύθυνη επικοινωνίας/προβολής: Λία Κεσοπούλου
- Παραγωγή: Θέατρο Τ
Η παράσταση «Λαμπερά Παράσιτα» πραγματοποιείται με την οικονομική υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού.

Παίζουν (με αλφαβητική σειρά):
- Σοφία Βούλγαρη
- Βικτώρια Σισκοπούλου
- Γρηγόρης Φρέσκος
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
- Χώρος: Θέατρο Τ, Αλεξάνδρου Φλέμινγκ 16 (Μετρό: Στάση Φλέμινγκ)
- Πρεμιέρα: Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2025 στις 20:30
- Εορταστικό πρόγραμμα παραστάσεων: 26/12, 27/12, 2/1, 3/1 και 6/1 στις 20:30, 28/12 και 4/1 στις 19:00, 29/12, 30/12 και 5/1 στις 21:00
- Πρόγραμμα παραστάσεων από 7/1: Κάθε Δευτέρα, Τρίτη και Παρασκευή στις 21:30, Σάββατο στις 20:30 και Κυριακή στις 19:00
- Τιμές εισιτηρίων: 16€ Κανονικό | 13€ Μειωμένο (ΑμεΑ, φοιτητών, ανέργων, άνω των 65) | 12€ Γενική Είσοδος κάθε Τρίτη | Από 7/1/26 δωρεάν ατέλειες κάθε Δευτέρα
- Προπώληση εισιτηρίων: https://www.more.com/gr-el/tickets/theater/lampera-parasita-miouzikal
- Πληροφορίες / Κρατήσεις: 2310 854 333





