Η πρωτοβουλία, καρπός συνεργασίας των Δήμων Καβάλας και Παρανεστίου, αναδεικνύει όχι μόνο ένα παραγνωρισμένο μνημείο, αλλά και έναν επιστήμονα που προσέφερε σημαντικό έργο στον τομέα της στρατιωτικής χαρτογραφίας, προτού η Ιστορία τον καταδικάσει στη λήθη.
Το μαρμάρινο μνημείο, ύψους περίπου τεσσάρων μέτρων, ανεγέρθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα από τη σύζυγο του Μαυροκορδάτου, το γένος Μουρούζη, στον τόπο όπου εκείνος πέθανε το 1895, κατά τη διάρκεια των εργασιών για την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης - Αλεξανδρούπολης. Για δεκαετίες, ωστόσο, το εντυπωσιακό μνημείο είχε σχεδόν εξαφανιστεί από το οπτικό πεδίο (παραδόξως όπως ο και ίδιος ο τιμώμενος έμελλε να χαθεί από το πεδίο της ιστορικής μελέτης): καλυμμένο από πυκνή βλάστηση, χωρίς σήμανση, δύσβατο και άγνωστο ακόμη και στους κατοίκους της περιοχής, όπως γράφαμε σε δημοσίευμά μας προ μηνών στα Μακεδονικά Νέα.
Η ιστορία του Μαυροκορδάτου και η σημασία του έργου του στην πρώιμη φάση της ελληνικής χαρτογραφίας αναδείχθηκε μέσα από τη συστηματική έρευνα του ομότιμου καθηγητή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Ευάγγελου Λιβιεράτου. Τον περασμένο Μάιο ο κ. Λιβιεράτος ανακίνησε το ζήτημα σε ομιλία του στην Αδριανή Δράμας, με θέμα «Ο ξεχασμένος οβελίσκος – Μια σημαντική ελληνική ιστορία, μια μεγάλη τοπική ευκαιρία». Οι εκδηλώσεις εκείνες κινητοποίησαν την τοπική κοινωνία και αποτέλεσαν την αφετηρία για την πρόσφατη πρωτοβουλία ανάδειξης του μνημείου, με στόχο όχι μόνο την αποκατάσταση της μνήμης ενός λησμονημένου προσώπου αλλά και την ένταξη του σημείου σε μια θεματική πολιτιστική διαδρομή.
Οι εργασίες πραγματοποιήθηκαν εντός του καλοκαιριού. Από την πλευρά του, ο Δήμος Καβάλας, με πρωτοβουλία του δημάρχου Θόδωρου Μουριάδη, ανέλαβε το κόστος για την κατασκευή και τοποθέτηση νέας πινακίδας –ανθεκτικής στο φως και τις καιρικές συνθήκες– η οποία τοποθετήθηκε στη θέση της παλαιότερης, φθαρμένης σήμανσης. Ταυτόχρονα, συνεργεία του Δήμου Παρανεστίου ανέλαβαν τον καθαρισμό της περιοχής γύρω από τον οβελίσκο, την αποψίλωση της βλάστησης, τη διαμόρφωση ενός μονοπατιού με πλάκες, καθώς και την επιχωμάτωση του σημείου πρόσβασης από τον δρόμο, με την τοποθέτηση μικρού αγωγού για την απορροή των ομβρίων.
Η παρέμβαση αυτή είναι ένα βήμα μικρής κλίμακας, έχει όμως μεγάλη συμβολική αξία. Για πρώτη φορά, το ιστορικό αυτό σημείο, το οποίο επί χρόνια εντοπιζόταν μόνο μέσω γεωγραφικών συντεταγμένων και προφορικών περιγραφών, καθίσταται ορατό και αναγνώσιμο από τους διερχόμενους. Παράλληλα, δημιουργείται ένα πρώτο, έστω ανεπίσημο, πλαίσιο πρόσβασης, ενώ ανοίγει ο δημόσιος διάλογος για την αξιοποίησή του ως τόπου μνήμης και ιστορικής αναφοράς.
Ο Αλέξανδρος Ν. Μαυροκορδάτος (1862–1895), εγγονός του επώνυμου αγωνιστή της Επανάστασης του 1821 και γιος σημαντικού διπλωμάτη και πολιτικού της εποχής, υπήρξε από τους πρώτους Έλληνες στρατιωτικούς μηχανικούς με εκπαίδευση στη Γαλλία. Δίδαξε στρατιωτική τοπογραφία στην Κέρκυρα, όπου και συγκρότησε μικρή ομάδα αξιωματικών με την οποία εκπόνησε την πρώτη, πλήρως ελληνική, χαρτογράφηση μεταπολεμικής περιοχής: τον χάρτη του Φαρσάλου – Δομοκού (1888–1889), ο οποίος αποτέλεσε το μοναδικό αξιόπιστο χαρτογραφικό υλικό του Ελληνικού Στρατού κατά τον πόλεμο του 1897.
Παρά την ποιότητα του έργου του, ο Μαυροκορδάτος εγκατέλειψε το στράτευμα το 1893. Η παραίτησή του, σε μια περίοδο έντονης πολιτικής αστάθειας, συνοδεύτηκε από την πλήρη σχεδόν εξαφάνιση του ονόματός του από τα στρατιωτικά και ιστορικά αρχεία. Η συμβολή του στη χαρτογραφία έμεινε εκτός αφήγησης – μια «σιωπή» που διήρκεσε περισσότερο από έναν αιώνα.
Το 1895, σε ηλικία μόλις 33 ετών, ενώ εργαζόταν ως επικεφαλής μηχανικός του τμήματος Παρανεστίου στη γαλλοβελγική κοινοπραξία Jonction Salonique-Constantinople, πέθανε αιφνίδια, πιθανόν από ασθένεια που σχετιζόταν με τις συνθήκες στα εργοτάξια της εποχής. Ο μαρμάρινος οβελίσκος ανεγέρθηκε στον τόπο του θανάτου του, με ορατότητα προς τη σιδηροδρομική γραμμή, στο σημείο όπου καταγράφεται και η μαρτυρία της εποχής: δημοσίευμα του Journal de Salonique (1898) κάνει λόγο για «μαυσωλείο» του νεαρού μηχανικού που «επιθυμούσε να ενταφιαστεί στα πεδία της τιμής». Ένας οικισμός κοντά στο σημείο πήρε το όνομα «Μαυροκορδάτος» το 1928, αλλά η ιστορία του χαρτογράφου παραμένει άγνωστη ακόμη και στον τοπικό πληθυσμό. Στην Καβάλα, όπου τάφηκε, σώζεται η επιτύμβια στήλη του στον Ιερό Ναό Τιμίου Προδρόμου.
Η ερευνητική εργασία του Ευάγγελου Λιβιεράτου ανέδειξε την ιστορική σημασία του προσώπου και του έργου του Μαυροκορδάτου. Η ταυτοποίηση του με τον συγγραφέα της «Στρατιωτικής Τοπογραφίας» (1888), η τεκμηρίωση της χαρτογράφησης της Θεσσαλίας, η ανίχνευση των στρατιωτικών και οικογενειακών του δεσμών και η ανακάλυψη της αναφοράς στον οβελίσκο αποτελούν σημεία-σταθμούς μιας επίμονης προσπάθειας ανασύνθεσης μιας σχεδόν σβησμένης βιογραφίας.
Η σημερινή προσβασιμότητα του μνημείου και η περιορισμένη μεν, ουσιαστική δε, ανάδειξή του, μπορεί να αποτελέσουν αφετηρία για ένα ευρύτερο σχέδιο ιστορικής μνήμης και πολιτιστικού τουρισμού. Όπως έχει επισημάνει και ο ίδιος ο κ. Λιβιεράτος, η δημιουργία μιας διαδρομής με επίκεντρο τα σημεία της ζωής και του θανάτου του Μαυροκορδάτου – το Παρανέστι, ο οικισμός που φέρει το όνομά του, ο οβελίσκος, ο τάφος του στην Καβάλα – θα μπορούσε να λειτουργήσει ως θεματικό δίκτυο που συνδέει το φυσικό τοπίο με την τοπική ιστορία και τη χαρτογραφική παράδοση, το παρελθόν με το σήμερα.
Η τρέχουσα πρωτοβουλία των δύο Δήμων φυσικά δεν εξαντλεί το ζήτημα, ωστόσο αποτελεί ένα πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση της ανάδειξης ενός μνημείου, η αξία του οποίου δεν είναι μόνο τοπική, αλλά εντάσσεται στην ευρύτερη ιστορία της τοπογραφίας και χαρτογραφίας, του στρατού και των υποδομών της χώρας.