makedonikanea.gr logo
makedonikanea.gr logo

Ο Κυριακος Συφιλτζογλου στα «Ακατοικητα» της Δραμας

«Αναζητώ την αθέατη γραφή των απόντων»

Ακούστε το άρθρο 8'
10.08.2025 | 08:00
O φωτογράφος Κυριάκος Συφιλτζόγλου επιστρέφει με τη μηχανή στο χέρι sε απομακρυσμένα χωριά της Δράμας
Σε απομακρυσμένα χωριά της Δράμας, που έχουν εγκαταλειφθεί εδώ και δεκαετίες, ο ποιητής και φωτογράφος Κυριάκος Συφιλτζόγλου επιστρέφει με τη μηχανή στο χέρι και ανοίγει πόρτες που δεν άνοιξαν εδώ και χρόνια για να μπει σε σπίτια που άφησαν πίσω τους οι απόντες.

Το αποτέλεσμα είναι το βιβλίο «Ακατοίκητα» (εκδ. Ποταμός), μία υβριδική έκδοση -ούτε φωτογραφικό λεύκωμα ούτε ποιητική συλλογή- που ξεδιπλώνει ένα πολύχρωμο αλλά σιωπηλό οδοιπορικό μνήμης.  

Για πάνω από δώδεκα χρόνια, ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου επιδόθηκε σε μια δουλειά πεδίου· ένα εγχείρημα που ξεκίνησε χωρίς προκαθορισμένο στόχο και εξελίχθηκε σε ενιαίο έργο. Περιπλανήθηκε σε ερειπωμένα σπίτια -κτίρια της οθωμανικής περιόδου, κατοικημένα από πρόσφυγες μετά την Ανταλλαγή του 1922- που άδειασαν τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, όταν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού μετανάστευσαν στο εξωτερικό, κυρίως στη Γερμανία. Άλλα χωριά ερήμωσαν από την αστυφιλία, άλλα απλώς γιατί δεν έμεινε κανείς πίσω να τα κρατήσει ζωντανά. Κάτω από τη σκόνη της εγκατάλειψης, ανάμεσα σε γράμματα από τη Γερμανία, ξεχασμένα στέφανα, οικογενειακές φωτογραφίες, σαπισμένες σκάλες και ρολόγια σταματημένα, ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου συλλαμβάνει την αθέατη γραφή των απόντων — για να μιλήσει για τα κτίρια που χάθηκαν, τις ζωές που έφυγαν μαζί τους, αλλά και για ό,τι απέμεινε εντός τους.

Ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου, ο οποίος από το 2007 έχει χαράξει μια διακριτή τροχιά στην ελληνική λογοτεχνία και από το 2013 ασχολείται συστηματικά με τη φωτογραφία, αποδεικνύεται εδώ ένας στοχαστικός εικαστικός δημιουργός. Στο βιβλίο οι φωτογραφίες συνομιλούν με σύντομα ποιητικά κείμενα που λειτουργούν ως σχόλια, ενίοτε ως τεκμήρια. Δεν πρόκειται για λαογραφική ή ιστορική μελέτη· είναι μια σπουδή στην εγκατάλειψη και τη φθορά, τη μνήμη και την απουσία.

Κυριάκος Συφιλτζόγλου

Στη συνομιλία που ακολουθεί, ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου μιλά για τις μνήμες της παιδικής ηλικίας, το τελετουργικό της φωτογράφισης, τις σιωπές των κλειστών σπιτιών, τη συγκίνηση των ευρημάτων και την ανομολόγητη ελπίδα ότι κάποιοι χώροι –αν και ακατοίκητοι– μπορεί να κατοικούνται από τις ψυχές εκείνων που έφυγαν.

Συνέντευξη στη Χρύσα Νάνου

-Ποια ήταν η αρχική αφορμή για το οδοιπορικό στα «ακατοίκητα»; Πότε και πώς γεννήθηκε η ιδέα;

Στο χωριό που μεγάλωσα, την Πλατανιά Δράμας, είχε πολλά τέτοια παλιά σπίτια, κλειστά, ακατοίκητα. Σαν παιδιά μπαίναμε μέσα, σαν εξερεύνηση, παίζαμε τότε, μας μάγευε όλο αυτό κι ας μην καταλαβαίναμε πολλά. Αυτή η μαγεία, το μυστήριο συνέχισαν να υπάρχουν μέσα μου, και όταν επέστρεψα από τις σπουδές στη Δράμα, άρχισα να τα «επισκέπτομαι». Αυτή τη φορά όμως συστηματικά, με γνώση και με τη φωτογραφική μηχανή ανά χείρας. Ένα οδοιπορικό που κράτησε 12-13 χρόνια, σχεδόν σε όλα τα χωριά του νομού της Δράμας, κατοικημένα κι ακατοίκητα. Από τη μια αναζητούσα την αίσθηση του σταματημένου χρόνου, λες και ήταν η νεκρή ζώνη του Ταρκόφσκι. Από την άλλη, η έκπληξη τι θα βρω, τι θα συναντήσω σε αυτά τα σπίτια, οι χαμένες ζωές, οι ιστορίες, τα «κτερίσματα» των απόντων και βέβαια τα κλικ.

-Πώς διαλέγατε τα σπίτια που φωτογραφίζατε; Σας οδηγούσε κάτι συγκεκριμένο ή αφήνατε τη διαδρομή να σας κατευθύνει;

Τα πρώτα χρόνια πήγαινα σε εντελώς έρημα χωριά, να μην υπάρχει άνθρωπος, να μην αρχίσει τις ερωτήσεις και μου χαλάσει τη μαγεία, να μην χρειαστεί να εξηγούμαι. Μπαινόβγαινα ελεύθερος στα ερειπωμένα και μόνο ο ήχος από τα πουλιά συνόδευε όλο αυτό. Αργότερα και σε χωριά με λιγοστούς κατοίκους, με προσοχή και διακριτικά, άρχισα να μπαίνω σε αυλές, να σκαρφαλώνω, να πηδώ από παράθυρα, δίχως να με πιάσει κάποιο μάτι. Πολύ αργότερα, άνοιγα και καμιά κουβέντα σε καφενείο. Θέλω να πω δεν υπήρχε κάποιο συγκεκριμένο κριτήριο, αφηνόμουν αρκεί να μην είχε το χωριό πολλούς κατοίκους και το σπίτι να ήταν στα τελευταία του.

-Το βιβλίο συνδυάζει εικόνα και ποίηση. Ποιο από τα δύο προηγήθηκε — οι φωτογραφίες ή τα ποιητικά θραύσματα;

Χρειάστηκαν δυο καλοκαίρια για να τακτοποιηθεί το φωτογραφικό υλικό και να γίνει βήμα-βήμα μια αυστηρή επιλογή για να καταλήξω στις 60 φωτογραφίες του βιβλίου. Έπειτα γράφτηκαν τα ποιήματα, αφού είχα πλέον μια καθαρή εικόνα, ποια είναι η κατεύθυνση, το ύφος του φωτογραφικού υλικού, Γενικότερα, πρώτα ξεκίνησα με την ποίηση το 2007 εκδίδοντας την πρώτη μου ποιητική συλλογή «Έκαστος εφ’ ω ετάφη» και το 2013 ξεκίνησα να φωτογραφίζω.

-Υπήρχαν στιγμές που νιώσατε δισταγμό να περάσετε την πόρτα ή που κάποιο σπίτι «αρνήθηκε» να φωτογραφηθεί;

Κανέναν δισταγμό. Το αντίθετο. Υπήρχε μια πώρωση εκείνες τις στιγμές, μια ένταση. Κι αν δεν ήταν εύκολο να μπω, πείσμωνα. Θυμάμαι ένα υπέροχο σπίτι με τριγωνική μετόπη που το είχε τυλίξει η φύση, σχεδόν το είχε θωρακίσει με κληματσίδες, ένα χάος πρασίνου και που και που ξεχώριζες τις πέτρες, τα παράθυρα, τις πόρτες…επέστρεψα με κλαδευτήρι, μαχαίρι, πριόνι –κατάφερα και μπήκα. Άλλο σπίτι τέρμα πάνω, προς τα σύνορα με Βουλγαρία, κλειδαμπαρωμένο από παντού, κάτι με φώναζε εκεί, κάτι πολύ μυστηριακό…επέστρεψα με κόφτη…ευτυχώς μπήκα και το «έζησα».Σε άλλο πάλι σπίτι έφυγε το πάτωμα από τα πόδια και κρεμιόμουν στο κενό, σκεφτόμουν πως ήρθε η ώρα μου…μα ήταν τόσο όμορφο το εσωτερικό του που ξαναβρήκα το κουράγιο και όλα κατευχήν.Κι αλλού σκαρφάλωσα, σκαρφάλωσα, μέχρι που άρχισε να πέφτει ο τοίχος και πάλι να σκέφτομαι πως ήρθε η ώρα μου… μα όλα καλά. Μόνο ένα σπίτι, προσπάθησα πολύ και με προσοχή να ανέβω τη σάπια σκάλα που σχεδόν αιωρούνταν και όταν είδα ότι όλα τα σανίδια στο χαγιάτι ήταν σάπια… εκεί παρέδωσα τα όπλα, οπισθοχώρησα… κι έμεινα με την απορία τι να υπήρχε άραγε πίσω από τις κλειστές πόρτες. Κι ένα τελευταίο, γιατί το παράκανα, είχα μπει κάπως ανορθόδοξα σ’ ένα αρχοντικό σπίτι, μπέικο, έκατσα κανα μισάωρο, το ‘φερα όλο βόλτα, αλλά κλικ κανένα, κάτι δεν… μου άρεσε εκεί μέσα, κάτι δεν μου κολλούσε στην ατμόσφαιρά του, ακόμη και οι μαξιλαροθήκες, το κοίλον τους, λες και κάποιος πριν λίγο ήταν εκεί, ζωντανός ή πεθαμένος -έφυγα.

-Μιλάτε για «τη γραφή των απόντων». Πώς προσπαθήσατε να τους «ακούσετε»;

Αυτή η «γραφή των απόντων» μπορεί να φαίνεται περίεργη, οξύμωρη, μα την έβλεπα, την άκουγα σε κάθε γωνιά. Σε κρεμασμένα σακάκια πλεγμένα με ιστούς αράχνης, σε παιδικές ζακέτες, σε σταματημένα ρολόγια. Σε φθαρμένες οικογενειακές φωτογραφίες, όπου το κίτρινο της φθοράς αναμειγνυόταν με το πράσινο της μούχλας. Σε εικονοστάσια με σκουριασμένα τάματα και τους αγίους κατάκοπους από την απουσία του Ανθρώπου. Στα σκονισμένα γράμματα από τη Γερμανία, όπου η κόρη περιέγραφε στη μητέρα της τον πρώτο χρόνο της μετανάστευσης. Στα δημόσια έγγραφα της περιόδου του Εμφυλίου. Στα σχολικά τετράδια της δεκαετίας του ’60 με το πολυτονικό. Σε σημειώματα κατηχητικού. Σε κοινοτικά έγγραφα. Σε καρτ ποστάλ εποχής. Σε εκλογικά βιβλιάρια. Σε ερωτικές επιστολές. Σε στέφανα γάμου. Σε κατάδεσμους. Σε πιστοποιητικά θανάτων. Ήταν όλα τόσο εύγλωττα μέσα σε κείνη τη μακάρια σιωπή, τόσο ευγενικά που αρκετά φεύγοντας τα πήρα μαζί μου, να τα σώσω από εκείνη την μοιραία στιγμή που η στέγη μ’ ένα κρακ πέφτει κι εκεί τελειώνουν όλα.

-Μπορούμε να διαβάσουμε τα «Ακατοίκητα» και ως σχόλιο για τη μνήμη, την απώλεια και την ερήμωση της υπαίθρου;

Πάνω απ’ όλα είχα δυο πράματα στο μυαλό μου. Το ένα είναι η μνημονική λειτουργία όλου αυτού, κάτι σαν μνημόσυνο, νεκρανάσταση, κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Το άλλο είναι πιο εικαστικό, η έννοια του κάδρου στην φωτογραφία, έτσι που να θυμίζουν και λίγο ή πολύ πίνακες ζωγραφικής. Ελπίζω κάτι να κατάφερα από αυτά. Δεν είχα κατά νου κάποια εθνολογική ή λαογραφική καταγραφή. Κάλλιστα, όμως, όλο αυτό μπορεί να λειτουργήσει και ως σχόλιο πολιτικό για την ερήμωση της υπαίθρου. Υπάρχει μια γενικευμένη εγκατάλειψη  σε μεγάλα κομμάτια της επαρχίας και ειδικά των παραμεθόριων περιοχών, σε βαθμό που ήδη μοιάζουν με αρχαιολογικούς χώρους. Ώρες-ώρες σκέφτομαι πως κάτι τέτοιες περιοχές θα αποκολληθούν όπως ένα κομμάτι παγόβουνου και κανείς δεν θα πάρει χαμπάρι, κανείς δεν θα ενδιαφερθεί.

-Πώς συνδέεται η καταγωγή σας, από την Πλατανιά της Δράμας, με το όλο εγχείρημα; Ήταν και μια επιστροφή για εσάς;

Στην Πλατανιά μεγάλωσα μέχρι τα δέκα. Το χωριό ήταν χαμηλά σε μια πλαγιά, πιο κάτω περνούσε το τρένο, το σχολείο ήταν διθέσιο, οι κάτοικοι περίπου 350. Η μητέρα μου τότε δούλευε εκεί, στο Σπίτι Παιδιού της Πρόνοιας. Όλοι είχαμε ξυλόσομπες, καλοριφέρ δεν υπήρχαν ακόμα, όπως και φροντιστήρια Αγγλικών. Ρολόγια δεν φορούσαμε στα χέρια, άγχος δεν υπήρχε, μόνο παιχνίδι. Τόσο παιδιά ήμασταν. Το χωριό πριν το ’22 κατοικούνταν αποκλειστικά από μουσουλμάνους οθωμανούς, λεγόταν Κουζλούκιοϊ, δηλαδή ανήλιαγο, επειδή αργούσε να φανεί ο ήλιος λόγω του βουνού. Γεμάτο ήταν παλιά σπίτια πέτρινα με τσατμάδες και χαγάτια, με ψηλές μάντρες και μεγάλες ξύλινες πόρτες. Ξέραμε κάθε εποχή σε ποια αυλή, ποια φρούτα γίνονταν και έτσι περνούσαμε αρκετές ώρες πάνω στα δέντρα, σε έρημες αυλές, όλο γλύκα και τιτιβίσματα –μακαριότητα. Με λίγα λόγια, η ζωή εκεί ήταν ένας παράδεισος και η επίμονη επιστροφή σε αυτά τα μέρη ως ενήλικας ίσως ήταν η αναζήτηση ενός χαμένου παραδείσου.

-Ανάμεσα στα αντικείμενα που φωτογραφίζετε -κρεβάτια, παπούτσια, καθρέφτες- ποια σας συγκίνησαν πιο πολύ και γιατί;

Πραγματικά κάθε σπίτι κι ένα μικρό ολόκληρο σύμπαν, όλα εκεί έτοιμα για μια μνημονική απασφάλιση. Ένα μεγάλο μυστήριο ήταν τα κλειστά μπαούλα, τι έκρυβαν κάθε φορά μέσα τους. Συνήθως ρούχα, κεντήματα, κιλίμια, όλα του αργαλειού. Μα η μεγάλη συγκίνηση ήταν οι επιστολές, τα έγγραφα μέσα σε συρτάρια, τσάντες, φακέλους ή στο πάτωμα. Σε αυτά παίρναν τον λόγο κατευθείαν οι απόντες, σε πρώτο πρόσωπο και στόχευαν -σε ευθεία βολή- στην ψυχή. Με την ανάγνωσή τους αυτομάτως από ψυχές γίνονταν ψυχούλες. Οι διαφορετικοί γραφικοί χαρακτήρες, τα ορθογραφικά λάθη, όλα βγάζαν μια γλυκιά αγωνία, βαθιά ανθρώπινη. Ακόμη και τα πιο δημόσια έγγραφα με εκείνη την κάπως ψυχρή «ξυλόγλυπτη» καθαρεύουσα, την υπηρεσιακή γλώσσα, αποκάλυπταν μια ολόκληρη εποχή, γεμάτη σκληρότητα.

-Τι σημαίνει για εσάς ο όρος «ακατοίκητο»;

Πέρα από όλα όσα περιέγραψα παραπάνω, «ακατοίκητο» είναι πρωτίστως για μένα το πέρασμα από το κατώφλι, κάτι ιερό, σαν μια τελετή μύησης. Έχει πολλή ευλάβεια, σιωπή. Άλλος μπαίνεις, άλλος βγαίνεις. Μια διαδικασία μεταμόρφωσης εσωτερικής, μια ετεροτοπία που αφήνει σημάδια. Μετά έρχεται η φωτογραφία σαν συλλείτουργο.

-Το πρότζεκτ θα μπορούσε να συνεχιστεί; Υπάρχει σκέψη για άλλα «ακατοίκητα»;

Υπάρχουν και οι φωτογραφίες από τα εσωτερικά πιο δημόσιων κτηρίων που κι αυτά έχουν εγκαταλειφθεί. Σχολεία, εκκλησίες, τζαμιά, εργοστάσια, μπακάλικα, καφενεία. Ίσως αυτή η θεματική να είναι κάτι επόμενο. Πάντως όλα αυτά τα χρόνια η φωτογραφική μηχανή είχε γίνει κάπως σαν προέκταση του χεριού μου, μια κόρη οφθαλμού σε διαρκή εγρήγορση. Θέλω να πω, παράλληλα με τα ακατοίκητα, είχα «ανοίξει» κι άλλες 5-6 θεματικές που κι αυτές περιμένουν το φως. Σιγά-σιγά θα φανεί. Να είμαστε καλά και όλα θα πάρουν τον δρόμο τους. Αρκεί να μην χαθεί η πίστη σε αυτό που κάνουμε.

Χρύσα Νάνου

Tελευταίες Ειδήσεις