Ειδικότερα, συνεχίζει, «συμβολίζει και θυμίζει όσα μας ενώνουν και πρέπει να μας ενώνουν την ύστατη στιγμή. Όταν βρισκόμαστε μπροστά σε υπαρξιακούς για την πατρίδα μας εξωγενείς κινδύνους και απειλές. Τότε που υποχρεωτικά όλες οι επιμέρους ταυτότητες, θέσεις και αντιθέσεις, εντάσεις και διαφωνίες μπαίνουν στην άκρη. Τότε που καλούμαστε να ενωθούμε ως Έλληνες και Ελληνίδες πέρα και πάνω από ιδεολογίες, θρησκείες, κόμματα, ομάδες. Για να πολεμήσουμε, πλάι ο ένας στον άλλον, και να προστατεύσουμε την κοινή μας πατρίδα και κοιτίδα.
Τέτοιοι κίνδυνοι δεν ανήκουν μόνο στα ιστορικά βιβλία. Εξακολουθούν να είναι παρόντες σήμερα. Και ίσως ακόμη πιο απειλητικοί, σε ένα πρωτοφανές, ιστορικά ρευστό, γεωπολιτικό περιβάλλον που κλονίζει όλη τη μεταπολεμική διεθνή αρχιτεκτονική ασφάλειας», υπογραμμίζει και προσθέτει:
«Το Μνημείο οφείλει να συμβολίζει και να θυμίζει, επομένως, σε όλους και όλες ότι πέρα από τις τριβές και τις διαφωνίες της καθημερινότητας, που κάθε ευρύχωρη δημοκρατία επιτρέπει και ενθαρρύνει, έχουμε χρέος να διατηρήσουμε ταυτόχρονα αλώβητο το κοινό μας βλέμμα. Στραμμένο και προς τον μακρύ ιστορικό χρόνο. Που προηγείται αλλά και έπεται ημών.
Έχουμε χρέος να προασπίσουμε το Μνημείο ως έναν ελάχιστο κοινό τόπο εθνικής και δημοκρατικής συνεννόησης, σεβασμού των καταστατικών αρχών της πατρίδας μας αλλά και αποδοχής του διαφορετικού. Χωρίς να επιτρέψουμε να εισβάλει και να επιβληθεί σε αυτό η πολιτική μονομέρεια και η εγωιστική οικειοποίηση της συγκυρίας. Από κανέναν και για κανέναν λόγο.
Συγκρούονται, συνεπώς, εδώ υπό το φως της συγκυρίας δύο δικαιώματα: αυτό της μνήμης με εκείνο της αγωνιστικής διεκδίκησης με τα οποία είναι συνυφασμένη ιστορικά η πλατεία Συντάγματος. Είναι νομοτελειακά συγκρουσιακή η σχέση των δύο; Ή μπορούν και να συνυπάρξουν;», είναι τα ερωτήματα τα οποία θέτει ο υπουργός Επικρατείας, στα οποία και απαντά ως εξής:
«Η απάντησή μας είναι ότι και μπορούν και πρέπει να συνυπάρξουν. Αυτό επιβάλλει η δημοκρατική μας συνείδηση και η ιστορική μας μνήμη. Αρκεί να κάνουμε μια νηφάλια δημόσια συζήτηση που επιμερίζει δίκαια σκοπούς, δικαιώματα και χρήσεις επί του μνημείου και επί της πλατείας. Χωρίς το ένα να επικυριαρχεί στο άλλο.
Η πρόταση της κυβέρνησης σε αυτόν ακριβώς το σκοπό συντείνει: μια νέα οριοθέτηση του μνημείου που περιλαμβάνει και τον χώρο μπροστά από αυτό, όπου χωρίς ¨σαλαμοποίηση¨ αρμοδιοτήτων που οδηγούν σε κενό αποφάσεων, το ΜΑΣ προστατεύεται ως χώρος απόλυτου σεβασμού και μνήμης. Με τη δέουσα θεσμική σοβαρότητα, αυστηρότητα και ακεραιότητα που επιβάλλει η αποστολή του συγκεκριμένου μνημείου.
Παρακωλύεται το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα στην ειρηνική διαμαρτυρία; Σε καμία περίπτωση. Συνυπάρχει με το μνημείο στην - πενταπλάσιας έκτασης από αυτό - πλατεία Συντάγματος».
Όμως, «και η μνήμη του τραγικού δυστυχήματος των Τεμπών πώς διαφυλάσσεται; Τα Τέμπη δεν πρέπει ποτέ να ξεχαστούν από κανέναν μας. Το οφείλουμε σε όσους χάθηκαν, στις οικογένειες που πενθούν, και σε όλη την ελληνική κοινωνία. Διότι αν ξεχαστούν, νομοτελειακά θα επαναληφθούν.
Πλάι στους νεκρούς των Τεμπών υπάρχουν και οι νεκροί της Μάνδρας και του Ματιού. Κανείς τους δεν πρέπει να ξεχαστεί. Δεν υπάρχουν "δικοί μας" και "δικοί σας" νεκροί. Είναι όλοι τους παιδιά μας, γονείς και αδέρφια μας.
Η μνήμη τους δεν ικανοποιείται με διχασμούς και αντισυστημική αμφισβήτηση των θεσμών. Τιμούμε τη μνήμη τους αφήνοντας τη Δικαιοσύνη, όπως μόνο εκείνη μπορεί με βάση το Σύνταγμα και το πολίτευμά μας, να αναζητήσει και να αποδώσει τις ευθύνες στους πραγματικούς ενόχους. Τιμούμε τη μνήμη τους φτιάχνοντας επιτέλους ασφαλείς σιδηροδρόμους, καλύτερους δρόμους, αναβαθμισμένη πολιτική προστασία και 112.
Διότι, τελικά, η μνήμη αλλά και η ενότητα είναι ο καθημερινός αγώνας που πρέπει να δίνει κάθε δημοκρατία για να παραμείνει δημοκρατία. Αλλά και για να έχουμε, εκτός από παρελθόν, παρόν και μέλλον», καταλήγει ο κ. Σκέρτσος.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ