«Συνολικά θα διατεθούν σχεδόν 200 εκατ. ευρώ, για την ακρίβεια 199,5 εκατ. ευρώ, που θα στηρίξουν όσους έχουν πραγματική ανάγκη και το μέτρο αυτό επιδιώκει να απαντήσει σε ένα από τα πιο πιεστικά ζητήματα της εποχής μας, μαζί με πολλά άλλα μέτρα, προφανώς: το στεγαστικό», είπε ο κ. Πιερρακάκης.
«Παράλληλα, 1,4 εκατομμύρια συνταξιούχοι λαμβάνουν από την περασμένη Δευτέρα την ετήσια ενίσχυση των 250 ευρώ. Μια μόνιμη πολιτική επιλογή, ένα μόνιμο μέτρο. Μια σταθερή απόφαση να στηρίξουμε εκείνους που έχουν σηκώσει δυσανάλογα βάρη στην κρίση, εκείνους που είδαν το εισόδημά τους να μειώνεται, που βίωσαν σκληρές περικοπές. Είναι μια ενίσχυση που νομίζω είναι δίκαιη και απολύτως αναγκαία», ανέφερε για τη μόνιμη ενίσχυση των 250 ευρώ.
Αναλυτικά η τοποθέτησή του:
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω από κάτι πολύ ουσιαστικό. Από κάτι που συμβαίνει σήμερα και αφορά χιλιάδες σπίτια, χιλιάδες νοικοκυριά, που συχνά δεν έχουν την πολυτέλεια να παρακολουθούν μακροοικονομικούς δείκτες, αλλά αξιολογούν την πολιτική μέσα από την καθημερινότητά τους.
Σήμερα 886.883 ενοικιαστές, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ, βλέπουν στους λογαριασμούς τους την επιστροφή ενός μηνιαίου ενοικίου. Συνολικά θα διατεθούν σχεδόν 200 εκατ. ευρώ, για την ακρίβεια 199,5 εκατ. ευρώ, που θα στηρίξουν όσους έχουν πραγματική ανάγκη και το μέτρο αυτό επιδιώκει να απαντήσει σε ένα από τα πιο πιεστικά ζητήματα της εποχής μας, μαζί με πολλά άλλα μέτρα, προφανώς: το στεγαστικό. Είναι μια πολιτική που αποδεικνύει ότι το κράτος μπορεί να σταθεί στο πλευρό των πολιτών με τρόπο απτό, συγκεκριμένο και δίκαιο.
Παράλληλα, 1,4 εκατομμύρια συνταξιούχοι λαμβάνουν από την περασμένη Δευτέρα την ετήσια ενίσχυση των 250 ευρώ. Μια μόνιμη πολιτική επιλογή, ένα μόνιμο μέτρο. Μια σταθερή απόφαση να στηρίξουμε εκείνους που έχουν σηκώσει δυσανάλογα βάρη στην κρίση, εκείνους που είδαν το εισόδημά τους να μειώνεται, που βίωσαν σκληρές περικοπές. Είναι μια ενίσχυση που νομίζω είναι δίκαιη και απολύτως αναγκαία.
Αυτά τα δύο μέτρα τα οποία είχαμε ανακοινώσει μαζί με τον κύριο Πετραλιά καθώς και με την αύξηση του προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων την Τρίτη του Πάσχα έρχονται τώρα να εφαρμοστούν και δείχνουν ότι η Ελλάδα έχει περάσει σε μια νέα οικονομική πραγματικότητα. Ότι μπορούμε πλέον να στηρίζουμε τους πολίτες με πρόγραμμα, με συνέπεια, με μόνιμο τρόπο. Ότι το κράτος μπορεί πια να επιστρέφει στην κοινωνία αυτό που της αναλογεί επειδή έχει δημοσιονομική σταθερότητα, προβλεψιμότητα και πειθαρχία.
Και αυτό, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, είναι το σημείο στο οποίο συνδέεται άμεσα ο Προϋπολογισμός του 2026. Είναι η επιβεβαίωση ότι η χώρα έχει αφήσει πίσω της τη λογική της κρίσης και έχει μπει στη τροχιά της ανάπτυξης. Ότι δεν διαχειριζόμαστε πια ελλείμματα και κινδύνους, αλλά δυνατότητες και προοπτικές. Ύστερα από μια τρομακτικά σκληρή δεκαετία η οικονομική πολιτική πλέον για την Ελλάδα είναι μια άσκηση δημιουργίας στο πλαίσιο προβλημάτων, στο πλαίσιο προκλήσεων αλλά με μία αναπτυξιακή και δημιουργική λογική παρόλα αυτά.
Ήταν πολλά χρόνια πριν, πριν από το 2019, όπου οι προϋπολογισμοί προσπαθούσαν να αποφύγουν το χειρότερο, όχι να πετύχουν το καλύτερο. Ήταν η καταγραφή μιας οικονομίας που λειτουργούσε υπό πίεση, υπό στενότητα, υπό επιτήρηση. Σήμερα βρισκόμαστε σε μια νέα πραγματικότητα. Ο Προϋπολογισμός του 2026 σηματοδοτεί ένα ακόμη βήμα σε μια μετάβαση: από μια δημοσιονομική πολιτική που προσπαθεί να «κρατήσει τη χώρα όρθια» τότε, σε μια πολιτική που προσπαθεί να χτίσει μια καλύτερη Ελλάδα για όλες και όλους.
Τι άλλαξε; Ποιο είναι το θεμέλιο αυτής της νέας δυναμικής; Πολλά, είναι η απάντηση, μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια: εξυγιάνθηκε το τραπεζικό σύστημα, ισορροπήσαμε δημοσιονομικά τη χώρα, τον προϋπολογισμό, έγιναν πάρα πολλές μεταρρυθμίσεις. Ένα πακέτο μεταρρυθμίσεων σε κάθε πτυχή, σε κάθε τομέα πολιτικής, πράγματα τα οποία τα βλέπουμε σήμερα να τα συζητάνε σε άλλες χώρες της Ευρώπης ως απολύτως απαραίτητα για να ξεφύγουν πολλές ευρωπαϊκές χώρες από προβλήματα τα οποία συναντούν, στην Ελλάδα ήταν διλήμματα και προκλήσεις που απαντήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια. Να αναφέρω την ψηφιακή μετάβαση η οποία ήταν ένας καταλύτης για όλες τις άλλες μεταρρυθμίσεις. Κατέστησε εφικτή τη μάχη κατά της φοροδιαφυγής σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό, πέρα από την ανεξαρτησία της ΑΑΔΕ. Έκανε ευρύτερα και περισσότερο δυνατή τη δημιουργία δημοσιονομικού χώρου. Επέτρεψε να υλοποιηθεί η μεγαλύτερη φορολογική μείωση των τελευταίων δεκαετών. Τα μέτρα τα οποία ανακοίνωσε ο Πρωθυπουργός στη ΔΕΘ και που ψηφίσαμε πρόσφατα σε νόμο, είναι η μεγαλύτερη φοροαπαλλαγή της Μεταπολίτευσης και όλο αυτό έγινε χωρίς να απειληθεί η δημοσιονομική σταθερότητα. Αλλά και πολλά άλλα μέτρα είχαν αυτή την υφή, την πτυχή σε ό,τι αφορά τη φορολογική διοίκηση.
Τα ηλεκτρονικά βιβλία, οι διασταυρώσεις σε πραγματικό χρόνο, η διασύνδεση των ταμειακών μηχανών, η ψηφιακή τιμολόγηση, η άμεση παρακολούθηση συναλλαγών, η σταδιακή εξάλειψη σκοτεινών διαδρομών. Εργαλεία που μας έδωσαν για πρώτη φορά τη δυνατότητα να περιορίσουμε πολύ ουσιαστικά τη φοροδιαφυγή. Μια χώρα δεν μπορεί να έχει κοινωνική πολιτική αν δεν έχει φορολογική δικαιοσύνη. Δεν μπορεί να έχει μείωση φόρων αν δεν έχει φορολογική διαφάνεια. Δεν μπορεί να στηρίξει τους αδύναμους αν δεν έχει σταθερά δημόσια οικονομικά. Και βέβαια το σύνολο των μεταρρυθμίσεων ήταν απολύτως απαραίτητο για να τα πετύχουμε όλα αυτά.
Και επιτρέψτε μου εδώ μία κρίσιμη παρατήρηση για το μέτρο της επιστροφής ενοικίου με το οποίο ξεκίνησα την ομιλία μου. Από του χρόνου, η ίδια η λειτουργία του μέτρου εκτιμούμε ότι θα οδηγήσει σε πολύ μεγαλύτερη διαφάνεια στη στεγαστική αγορά. Γιατί πλέον ο ενοικιαστής θα έχει άμεσο οικονομικό κίνητρο να δηλώνει το πραγματικό ύψος του ενοικίου, όχι μικρότερο απ’ ότι φαίνεται από τα στοιχεία τα οποία είδαμε φέτος και που μας έδωσε και η ΑΑΔΕ, υπάρχει μια αντανάκλαση την οποία όλοι νομίζω συναινούμε ότι είναι χαμηλότερη. Το μέσο ενοίκιο στην Ελλάδα, νομίζω ότι μπορούμε να συμφωνήσουμε, ότι υποεκπροσωπείται εάν πούμε ότι είναι στα 255 ευρώ το μήνα. Άρα, πρέπει να δημιουργήσουμε το σύνολο των συνθηκών για να εμφανιστούν οι πραγματικές οικονομικές συναλλαγές με κίνητρα και με εργαλεία διαφάνειας. Και υπό αυτή την έννοια εδώ δημιουργούμε ένα τέτοιου τύπου κίνητρο.
Μειώνεται ο φόρος για τους ιδιοκτήτες με την ενδιάμεση κλίμακα του 25%. Και οι ιδιοκτήτες έχουν πλέον κάθε λόγο να δηλώνουν τα πραγματικά ποσά, χωρίς τον φόβο ότι θα επιβαρυνθούν υπέρμετρα. Με άλλα λόγια, το σύνολο των μέτρων που υλοποιούμε έρχεται να δημιουργήσει μια νέα ισορροπία, όπου και οι δύο πλευρές –και ο ενοικιαστής και ο ιδιοκτήτης– ευνοούνται από αυτή τη διαφάνεια. Και αυτή η λειτουργία είναι που θα οδηγήσει σταδιακά σε μια πιο υγιή και λειτουργική αγορά ενοικίων.
Η συστηματική καταπολέμηση της φοροδιαφυγής είναι ο λόγος που σήμερα υπάρχουν 1,76 δισ. ευρώ, τα οποία μπορούν να επιστρέψουν στην κοινωνία με τη μορφή των φορολογικών ελαφρύνσεων.
Η κίνηση αυτή γίνεται μέσα από μία ευρύτερη μεταρρύθμιση, όπως έχουμε πει: μειώνουμε τους φόρους για μισθωτούς, συνταξιούχους, αγρότες, ελεύθερους επαγγελματίες. Αυξάνουμε σταθερά τις συντάξεις. Καταργούμε τη προσωπική διαφορά. Ενισχύουμε τους χαμηλοσυνταξιούχους μόνιμα. Όλα αυτά είναι πολιτικές που ενισχύουν το διαθέσιμο εισόδημα. Και όταν ενισχύεται το διαθέσιμο εισόδημα με σταθερό τρόπο και όχι ad hoc, όχι με επιδόματα «μιας χρήσης», τότε ενισχύεται συνολικά η οικονομική ευρωστία του τόπου, η κοινωνική συνοχή και η οικονομική δραστηριότητα.
Αυτός είναι και ο λόγος που ανάμεσα σε άλλα μαζί με την συνεχή αλλαγή στο παραγωγικό μας μοντέλο, στην αύξηση των επενδύσεων, στην αύξηση των εξαγωγών η ανάπτυξη αναμένεται να είναι 2,4% το 2026. Θυμίζω ότι ο μέσος όρος της ευρωζώνης είναι πολύ μικρότερος από αυτό. Αυτός είναι και ο λόγος που οι επενδύσεις αυξάνονται από τη μία χρονιά στην άλλη με βάση τα στοιχεία του προϋπολογισμού του 2026 κατά 10,2%, όταν η αύξηση των επενδύσεων στην Ευρώπη είναι 2,5%. Βέβαια εδώ να πω ότι αυτή ήταν μία από τις κυρίαρχες παραμέτρους για να αξιολογήσει κανείς εάν η Ελλάδα αλλάζει το παραγωγικό της μοντέλο ή όχι. Όταν ξεκινήσαμε το 2019 οι επενδύσεις προς ΑΕΠ ήταν κάπου στο 11% με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο να είναι στο 21%. Με βάση τα στοιχεία του προϋπολογισμού του 2026 θα πάμε στο 17,7%. Άρα, είμαστε σε μία πολύ καλή και υγιή διαδρομή. Αλλά είμαστε σε διαδρομή. Δεν έχει κατακτηθεί ο στόχος ακόμη και εκεί που μπορούμε και πρέπει να φτάσουμε. Παρόλα αυτά τα στοιχεία δείχνουν ότι έχουμε τη μεγαλύτερη αυξητική καμπύλη. Τη μεγαλύτερη αύξηση πανευρωπαϊκά, με αυτό το 10,2% το οποίο μόλις ανέφερα.
Η ανεργία πέφτει στο 8,6%, το χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων δεκαετιών. Είναι το χαμηλότερο σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα. Διότι όταν δημιουργείται πραγματικός πλούτος, όχι λογιστικός, τότε η οικονομία όλη κινείται. Τότε αυξάνονται οι μισθοί. Αυξάνονται οι ευκαιρίες και η χώρα αποκτά ρυθμό, ορμή, προοπτική.
Και αυτή η προοπτική αποτυπώνεται και στην παραγωγική διάρθρωση της χώρας. Η Ελλάδα έχει αρχίσει να αλλάζει μοντέλο. Για πολλά χρόνια το μοντέλο το οποίο απέτυχε το 2008-2009 ήταν ένα εσωστρεφές μοντέλο, η εξάρτησή του από την κατανάλωση και τα δανεικά ήταν υπερβολική. Σήμερα βλέπουμε μια νέα πραγματικότητα στην Ελλάδα. Βλέπουμε νέους κλάδους να αναπτύσσονται: στην τεχνολογία, στην ενέργεια, στα logistics, στη μεταποίηση, σε στοχευμένα είδη τουρισμού. Νέες επιχειρήσεις να δημιουργούνται. Νέους επιστήμονες να επιστρέφουν. Νέους επενδυτές να εμπιστεύονται τη χώρα.
Να αναφέρω ενδεικτικά ότι την περασμένη εβδομάδα είχαμε την ανακοίνωση της εξαγοράς του Χρηματιστηρίου Αθηνών από την Euronext, η οποία είναι μια στρατηγική αναβάθμιση της χώρας. Αυξάνεται η ρευστότητα για τις ελληνικές επιχειρήσεις. Η διασύνδεση με τις διεθνείς κεφαλαιαγορές ενισχύεται. Οι ελληνικές επιχειρήσεις αποκτούν πρόσβαση σε μεγαλύτερη και περισσότερη χρηματοδότηση. Η αγορά γίνεται πιο βαθιά, πιο ώριμη, πιο ανταγωνιστική. Και είναι μια εξέλιξη που δείχνει ότι η Ελλάδα δεν είναι πια ένα περιφερειακό χρηματοοικονομικό σύστημα, είναι μέρος ενός ισχυρού ευρωπαϊκού δικτύου.
Ο Καγκελάριος της Γερμανίας, ο κύριος Μέρτς, πριν από λίγες εβδομάδες ανέφερε ότι ιδανικά η Ευρώπη χρειάζεται να έχει ένα πανευρωπαϊκό χρηματιστήριο. Η Έκθεση Ντράγκι αναφέρει ότι πρέπει να έχουμε πολλές διασυνοριακές συγχωνεύσεις και εξαγορές. Nα δημιουργήσουμε ευρωπαίους πρωταθλητές. Με τη στάση μας ως χώρα εμείς ηγούμαστε αυτής της προσπάθειας με τελευταία πράξη αυτή που ανέφερα πριν σε σχέση με το Χρηματιστήριο Αθηνών. Ταυτόχρονα, αξίζει κανείς να υπογραμμίσει κάτι εξίσου σημαντικό, αν θέλετε το επιστέγασμα της πολιτικής για μια ολόκληρη γενιά. Είναι η σταθερή μείωση του δημοσίου χρέους. Από 154,2% το 2024, στο 145,9% το 2025, στο 138,2% το 2026 και με πρόβλεψη να περάσουμε κάτω από το 120% το 2029, να πάμε δηλαδή στο 119%. Σκεφτείτε ότι μετά τον Covid-19 είχαμε φτάσει λίγο κάτω από το 210% του ΑΕΠ. Άρα, αυτή είναι η πιο ταχεία αποκλιμάκωση χρέους σε όλη την Ευρώπη. Αυτή η πορεία δείχνει ότι είμαστε μία χώρα αξιόπιστη. Δείχνει ότι μπορούμε να στηριχθούμε στις δυνάμεις μας. Δείχνει ότι μπορούμε να σχεδιάσουμε μακροπρόθεσμα. Κάθε ποσοστιαία μονάδα μείωσης του χρέους μειώνει το κόστος δανεισμού, μειώνει το ρίσκο, ενισχύει την εμπιστοσύνη. Οι πρόωρες αποπληρωμές έχουν μειώσει το κόστος εξυπηρέτησης κατά 800 εκατ. ευρώ τον χρόνο. Αυτά τα χρήματα δεν πάνε πια σε τόκους.
Και εδώ θέλω να αναφερθώ σε κάτι θεμελιώδες και βαθύτερο. Αυτό το οποίο βρίσκει την αντανάκλασή του διεθνώς από αυτήν την πολιτική είναι ότι είμαστε μια χώρα με πολιτική και οικονομική ωριμότητα. Δεν υπάρχουν θιασώτες της δραχμής. Μπορεί να υπάρχουν πειρασμοί για ρητορικές παροχές που δεν είναι εφικτό να τεκμηριωθούν από τα δημοσιονομικά και μακροοικονομικά στοιχεία, αλλά έχουν περάσει πάρα πολλά χρόνια από τότε που η χώρα βρισκόταν σε παλινδρόμηση για την ευρωπαϊκή της πορεία. Η ωριμότητα όλων μας έχει αυξηθεί κατακόρυφα, έχει αυξηθεί κυρίως μέσα στην κοινωνία, έχοντας πάρει πολύ δύσκολες επιλογές. Και αυτός είναι ένας θησαυρός για τη χώρα. Ένα από τα μεγαλύτερα κεφάλαιά της. Και αυτή η πολιτική σταθερότητα είναι που επιτρέπει στην οικονομία να αναπνέει, στις επιχειρήσεις να επενδύουν, στους νέους να σχεδιάζουν, στις οικογένειες να δημιουργούν. Αυτή η σταθερότητα είναι που μας επιτρέπει σήμερα να συζητάμε έναν προϋπολογισμό με θετικό πρόσημο, αναπτυξιακό, όχι φοβικό ή περιοριστικό. Έναν προϋπολογισμό επεκτατικό. Δεν ήταν αυτονόητο ότι φτάσαμε έως εδώ, δεν ήταν αυτονόητο το πώς φτάσαμε έως εδώ. Χρειάστηκαν δύσκολες αποφάσεις, δουλειά, μεταρρυθμίσεις, αλλαγή νοοτροπίας σε μια δημόσια διοίκηση που για δεκαετίες ήταν κλειστή, αργή, γραφειοκρατική. Όμως η αλλαγή ήρθε και βρίσκεται σε μία πορεία διαρκούς βελτίωσης. Οφείλουμε αυτό να το αξιοποιήσουμε. Είναι μία κοινή εθνικής μας προίκα. Γιατί, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η σταθερότητα από μόνη της δεν αρκεί. Είναι η βάση πάνω στην οποία χτίζεις και πρέπει να χτίσουμε μία οικονομία, ανταγωνιστική, δίκαιη και ανθεκτική. Μια οικονομία που αξιοποιεί το ανθρώπινο κεφάλαιο της χώρας, που δεν αφήνει τον νέο να αισθάνεται ότι πρέπει να φύγει για να διαπρέψει κάπου αλλού. Και αυτό μας φέρνει σε ένα ακόμη κομβικό στοιχείο του προϋπολογισμού: την ενίσχυση της μισθωτής εργασίας. Γιατί ας είμαστε ειλικρινείς: για πάρα πολλά χρόνια στη χώρα μας η μισθωτή εργασία αντιμετωπιζόταν ως ένα δεδομένο, ως κάτι που δεν χρειαζόταν έντονα στήριξη. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια οι συνθήκες στην αγορά εργασίας έχουν αλλάξει. Οι επιχειρήσεις αναπτύσσονται, οι επενδύσεις αυξάνονται, οι θέσεις εργασίας δημιουργούνται με ταχύτερο ρυθμό. Αυτό είναι αποτέλεσμα σταθερότητας και μεταρρυθμίσεων. Εξίσου σημαντική, όμως, είναι και η στήριξη των ακριτικών περιοχών. Μπορεί πολλά από αυτά τα ζητήματα να φαίνονται τεχνικά, όπως αποτυπώνονται στους κωδικούς του προϋπολογισμού ή στα άρθρα που ψηφίζουμε στη Βουλή, έχουν όμως έντονα την αναπτυξιακή, την περιφερειακή και την οικονομική παράμετρο. Γιατί όταν στηρίζεις έναν οικισμό 1.700 κατοίκων σε μια ακριτική περιοχή, δεν κάνεις απλώς μια οικονομική πολιτική. Κάνεις μια πολιτική εθνικής συνοχής. Στηρίζεις ανθρώπους που κρατούν ζωντανά τα σύνορα. Που κρατούν ζωντανές κοινότητες που αλλιώς θα μαράζωναν. Και γι’ αυτό ακριβώς ο προϋπολογισμός προβλέπει ειδικά μέτρα στήριξης αυτών των περιοχών, γιατί εκεί κρίνεται ένα κομμάτι της εθνικής μας συνοχής, της εθνικής μας εξίσωσης.
Σε αυτό το σημείο θέλω να σταθώ και στο δημόσιο επενδυτικό πρόγραμμα. Τα 16,7 δισ. ευρώ. που επενδύονται σε υποδομές είναι πραγματικότητα που τη βλέπουμε σε σχολεία, σε νοσοκομεία, σε δρόμους, σε λιμάνια, σε δίκτυα. Είναι έργα που αλλάζουν την καθημερινότητα των πολιτών, έργα που κάνουν πιο λειτουργικές τις πόλεις και τις περιφέρειες, έργα που βελτιώνουν την ποιότητα ζωής. Και το σημαντικότερο έργο είναι ότι ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Γιατί δεν υπάρχει ανάπτυξη χωρίς υποδομές. Και δεν υπάρχει πραγματική περιφερειακή ανάπτυξη χωρίς ουσιαστικές και στοχευμένες δημόσιες επενδύσεις.
Δεν υπάρχει ανταγωνιστική χώρα, αν δεν είναι μια χώρα με σύγχρονη, καθαρή, αποτελεσματική δημόσια διοίκηση και δημόσια υπηρεσίες. Εδώ συνδέεται το άλλο μεγάλο ζήτημα, η παραγωγική ταυτότητα της χώρας. Η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου δεν έχει ολοκληρωθεί, όπως είπα πριν. Βρισκόμαστε σε μια διαδικασία υγειούς και ταχείας μετεξέλιξης.
Εξελίσσεται, όμως, σταθερά συστηματικά και συμβαδίζει με αυτή τη βαθιά αλλαγή νοοτροπίας την οποία επιδίωξα να περιγράψω πριν. Ολοένα και περισσότεροι επαγγελματίες, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, νέοι επιστήμονες, νέοι επιχειρηματίες αποκτούν εξωστρέφεια.
Να αναφέρω απλώς τα στοιχεία των εξαγωγών πριν την κρίση. Ήμασταν στο 20% του ΑΕΠ στις εξαγωγές. Τώρα είμαστε πάνω από το 40%, είμαστε στο 42%. Να πω, όμως, μόνος μου ότι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 51%. Άρα χρειάζεται να συνεχίσουμε αυτή τη διαδρομή, να συνεχίσουμε να επενδύουμε στην εξωστρέφεια της χώρας και της οικονομίας διεκδικώντας ένα υγειές και ισορροπημένο οικονομικό μοντέλο το οποίο περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία της εξίσωσης.
Αξίζει να διαμορφωθεί και διαμορφώνονται στο πεδίο. μια κουλτούρα η οποία πριν από την κρίση δεν υπήρχε στη χώρα. Η κουλτούρα της δημιουργίας, της επέκτασης, της καινοτομίας και της εξωστρέφειας. Αυτή η κουλτούρα και η εισαγωγή της στην ελληνική επιχειρηματικότητα είναι που ανάμεσα σε άλλα έχουν δημιουργήσει αυτόν τον θετικό, αυτόν τον ενάρετο κύκλο για την οικονομία.
Για χρόνια ζούσαμε με την αγωνία ότι η Ελλάδα δεν παράγει αρκετά. Σήμερα, όμως, είμαστε μια χώρα που παράγει και παράγει πολλά. Παράγει υπηρεσίες, παράγει προϊόντα, παράγει τεχνολογία, παράγει καινοτομία. Το βλέπουμε στις εξαγωγές, όπως είπα πριν, το βλέπουμε στη μεταποίηση που αναπτύσσεται με ρυθμούς που δεν είχαμε συνηθίσει. Το βλέπουμε στις άμεσες ξένες επενδύσεις που έρχονται στη χώρα και δημιουργούν νέες προοπτικές.
Και αυτή η δυναμική δεν είναι μόνο οικονομική, είναι και βαθιά κοινωνική. Μια χώρα που παράγει είναι μια χώρα που δημιουργεί ευκαιρίες, μια χώρα που σέβεται την εργασία, μια χώρα που δεν φοβάται τον ανταγωνισμό και που μπορεί να σταθεί ισότιμα στο ευρωπαϊκό περιβάλλον.
Δεν θα μπορούσα να παραλείψω να αναφερθώ και στον κρίσιμο τομέα της Ενέργειας, με δεδομένη την αποτύπωση την οποία είδαμε να συντελείται και πριν από λίγες εβδομάδες στο πεδίο, τη μοναδική δυνατότητα να γίνουμε κόμβος ενέργειας με δίκτυα που διασυνδέουν την Ευρώπη, την Ανατολική Μεσόγειο, τα Βαλκάνια. Η σταθερότητα των τελευταίων ετών μας επιτρέπει να προσελκύσουμε επενδύσεις και σε αυτό το τομέα. να ενισχύσουμε την ασφάλεια εφοδιασμού και να μειώσουμε το κόστος για τα νοικοκυριά και για τις επιχειρήσεις.
Την ίδια στιγμή, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η κοινωνική πολιτική, παρότι πρέπει να είναι στοχευμένη και να στηρίζονται όλες εκείνες οι κοινωνικές ομάδες οι οποίες το έχουν ανάγκη, δεν μπορεί να εξαντλείται μόνο στα αμιγή μέτρα στήριξης, στα επιδόματα. Η κοινωνική πολιτική είναι πρώτα απ' όλα μια πολιτική ευκαιριών: Στήριξη της εργασίας, στήριξη των οικογενειών, στήριξη της στέγασης, στήριξη των νέων που θέλουν να δημιουργήσουν, στήριξη της Περιφέρειας.
Όλα αυτά είναι παρόντα σε αυτόν τον Προϋπολογισμό. Όλα αυτά συνθέτουν ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο όπου το κράτος δεν λειτουργεί μόνο πυροσβεστικά, αλλά δημιουργεί συνθήκες ευημερίας.
Και σε αυτό το πλαίσιο θα ήθελα να αναφερθώ και σε κάτι που συχνά νομίζω δεν αποτιμάται όσο πρέπει. Η πρόσφατη αναβάθμιση από τη Fitch αφορά κάθε πολίτη και η δημοσιονομική αξιοπιστία, γενικά από το σύνολο αυτών των αναβαθμίσεων, από τους οίκους αξιολόγησης της οικονομίας, αφορούν όλους μας. Γιατί; Γιατί αφορά το επιτόκιο για τα δάνεια μιας μικρής επιχείρησης, αφορά το επιτόκιο ενός στεγαστικού δανείου, αφορά το κόστος δανεισμού του κράτους και άρα, επικαθορίζει το σύνολο των επιλογών που το κράτος μπορεί να κάνει για να στήριξει την κοινωνία.
Αφορά την εμπιστοσύνη που δείχνουν οι αγορές στην ελληνική οικονομία. Είδαμε τι σημαίνει η εμπιστοσύνη αυτή να χάνεται. Και η εμπιστοσύνη αυτή δεν χαρίζεται. Κερδίζεται.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, έχουν γίνει πολλά. Αυτονοήτως υπάρχουν ακόμη πάρα πολλά τα οποία πρέπει και μπορούν να γίνουν. Ο Προϋπολογισμός του 2026 δεν είναι η κορύφωση. Είναι το επόμενο βήμα.
Και αυτό τι μας λέει; Είναι κάτι πάρα πολύ σημαντικό. Ότι για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, η εννοιολογία της κρίσης δεν είναι αυτή η οποία καθορίζει το μέλλον αυτής της χώρας. Το μέλλον το καθορίζουμε πλέον εμείς. Με σχέδιο, με σταθερότητα, με μεταρρυθμίσεις, με δικαιοσύνη, με φιλοδοξία.
Και αν κάτι οφείλουμε στους πολίτες είναι ακριβώς αυτό, ότι η Ελλάδα μπορεί να γίνει μια χώρα που δεν φοβάται το αύριο αλλά το διαμορφώνει, το συνδιαμορφώνει. Μία χώρα που δεν θα κυνηγά ευκαιρίες, θα δημιουργεί.
Μια χώρα που δεν θα εγκλωβίζεται στην αβεβαιότητα, θα πατάει σε σταθερά θεμέλια.
Αυτή είναι η Ελλάδα του Προϋπολογισμού του 2026, η Ελλάδα που σχεδιάζει, που δημιουργεί, που εξελίσσεται.
Η Ελλάδα προχωρά μπροστά.
Στο χέρι όλων μας είναι να αξιοποιήσουμε αυτή τη δυναμική και να την κάνουμε το κοινό θεμέλιο της νέας εποχής για την πατρίδα μας.
Σας ευχαριστώ πολύ.»





