H πανελλαδική έρευνα του Συνδέσμου Βιομηχανιών Ελλάδος (ΣΒΕ), που πραγματοποιήθηκε σε δείγμα 603 μεταποιητικών επιχειρήσεων από τις οποίες οι 100 έχουν έδρα στη Θεσσαλονίκη και το 60% μικρές μεταποιητικές, καταγράφει μια εικόνα που, αν και αναδεικνύει την έντονη επενδυτική κινητικότητα, φανερώνει παράλληλα βαθιές παθογένειες, κυρίως ως προς το θεσμικό και χρηματοπιστωτικό περιβάλλον.
Ο νομός Θεσσαλονίκης φιλοξενεί ένα σημαντικό μέρος του μεταποιητικού δυναμικού της χώρας, με πολυάριθμες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε κλάδους από τα τρόφιμα και ποτά μέχρι τα προϊόντα μετάλλου και την πλαστική βιομηχανία. Ενδεικτικό είναι πως η πλειονότητα των επενδυτικών σχεδίων που υλοποιούνται ή προγραμματίζονται στην Ελλάδα περνά σε μεγάλο βαθμό μέσα από τη Βόρεια Ελλάδα, με τη Θεσσαλονίκη να λειτουργεί ως κόμβος και για τις εξαγωγές, δεδομένου ότι περίπου οι μισές μεταποιητικές επιχειρήσεις που συμμετείχαν στην έρευνα εμφανίζουν εξαγωγική δραστηριότητα.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, το 64% των μεταποιητικών επιχειρήσεων πανελλαδικά πραγματοποίησαν επενδύσεις την τελευταία διετία. Βλέποντας πιο αναλυτικά τα στοιχεία και μεμονωμένα τις γεωγραφικές περιοχές, παρατηρούμε ότι ο μεταποιητικός κλάδος της Θεσσαλονίκης ηγείται των επενδύσεων καθώς το 76% πραγματοποίησε επενδύσεις την τελευταία διετία έναντι 60% της Αττικής και 65% της υπόλοιπης Ελλάδας. Το ποσοστό ανεβαίνει εντυπωσιακά στο 79% όταν εξετάζουμε μόνο τις εξαγωγικές επιχειρήσεις, που σε πολύ μεγάλο βαθμό εδρεύουν στη Βόρεια Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένης της Θεσσαλονίκης.
Ωστόσο, μόλις το 21% χαρακτηρίζει το υφιστάμενο περιβάλλον υλοποίησης επενδύσεων ως φιλικό, ενώ πάνω από το 54% το κρίνει μέτριο ή αρνητικό. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι επιχειρήσεις στη Θεσσαλονίκη και ιδίως οι μικρομεσαίες επανειλημμένα θέτουν ζητήματα μιλώντας στα Μακεδονικά Νέα όπως η γραφειοκρατία, η καθυστέρηση εγκρίσεων και οι δυσκολίες πρόσβασης σε χρηματοδότηση.
Η Θεσσαλονίκη, ως έδρα μεγάλου αριθμού μεταποιητικών μονάδων που εξάγουν, εμφανίζει υψηλότερη ένταση επενδύσεων, όμως και μεγαλύτερη ευαισθησία στα θεσμικά εμπόδια, αφού οι εξαγωγείς έχουν αυξημένες απαιτήσεις σε ταχύτητα διαδικασιών και ανταγωνιστικό κόστος.
Όπως αναφέρει στα Μακεδονικά Νέα και ο πρόεδρος του Συνδέσμου Εξαγωγέων -ΣΕΒΕ, Συμεών Διαμαντίδης, η σημασία των εξαγωγών για την ελληνική οικονομία είναι αδιαμφισβήτητη. Κατά τον ίδιο, αν και η εξωστρέφεια παραμένει υπόθεση μεγάλων επιχειρήσεων, καθοριστικός για την επίτευξη του φιλόδοξου στόχου που έχει θέσει ο ΣΕΒΕ για εξαγωγές 120 δισ. ευρώ μέχρι το 2028 είναι ο ρόλος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜμΕ) και ιδίως της Βόρειας Ελλάδας όπου η Κεντρική Μακεδονία έχει ηγετική θέση στις εξαγωγές τροφίμων. «Αν και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις έχουν δυναμική παρουσία στην παραγωγή, συναντούν σημαντικά εμπόδια στην εξωστρέφεια και τις εξαγωγές τους. Το κυριότερο είναι η έλλειψη ρευστότητας, καθώς δυσκολεύονται να εξασφαλίσουν την απαραίτητη χρηματοδότηση για την κάλυψη του κόστους παραγωγής και την αγορά πρώτων υλών πριν την τιμολόγηση και πληρωμή από τους πελάτες του εξωτερικού», δήλωσε στα Μακεδονικά Νέα ο κ. Διαμαντίδης.
Τι επενδύουν και γιατί
Οι επιχειρήσεις στη Θεσσαλονίκη εμφανίζουν ενδιαφέρουσες αποκλίσεις σε σύγκριση με τον μέσο όρο καθώς δίνουν έμφαση κυρίως σε επενδύσεις εκσυγχρονισμού μηχανολογικού εξοπλισμού (64%), αγορά λογισμικού (39%, μεγάλο ποσοστό σε σχέση με τον μέσο όρο 27%), εκπαίδευση και κατάρτιση προσωπικού (27%), έρευνα και ανάπτυξη για τη βελτίωση υπαρχόντων προϊόντων (27%, πολύ πιο πάνω με βάση τον μέσο όρο 16%). Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται σε γενικές γραμμές σε όλη τη χώρα, ωστόσο στη Βόρεια Ελλάδα οι επενδύσεις αυτές συνδέονται πιο άμεσα με την εξωστρέφεια, καθώς πάνω από το 77% των εξαγωγικών επιχειρήσεων σκοπεύουν να επενδύσουν και την επόμενη χρονιά.
Οι στόχοι που θέτουν οι επιχειρήσεις για τις επενδύσεις τους είναι κυρίως η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, έπειτα η αύξηση της παραγωγικής δυναμικότητας και ακολουθεί η συμμόρφωση με πρότυπα ποιότητας. Οι εταιρείες που συμμετείχαν από τη Θεσσαλονίκη υπογράμμισαν ιδιαίτερα την ανάγκη εκσυγχρονισμού για να αντεπεξέλθουν σε διεθνείς αγορές. Πιο αναλυτικά, οι μεταποιητικές επιχειρήσεις στοχεύουν στην αύξηση της δυναμικότητας παραγωγής (40%), στην αντικατάσταση του μηχανολογικού εξοπλισμού (32%), στη μείωση του λειτουργικού κόστους (21%), στην ανάπτυξη των εξαγωγών (21%), ποσοστό υψηλότερο από αυτό της Αττικής (16%) και της υπόλοιπης Ελλάδας (9%), στο να γίνουν πιο φιλικές προς το περιβάλλον (20%, διπλάσιο ποσοστό με βάση τον μέσο όρο).
Σημαντικό είναι ακόμη και το ποσοστό για την εκπαίδευση του προσωπικού (15%), καθώς διαφοροποιείται αρκετά σε σύγκριση με αυτό της Αττικής (2%), γεγονός που δείχνει ότι οι επιχειρήσεις δίνουν έμφαση στην κατάρτιση των εργαζομένων τους, ιδίως σε μια περίοδο που το ανθρώπινο δυναμικό είναι δυσεύρετο.
Χρηματοδότηση και Αναπτυξιακός Νόμος
Το 45% των επιχειρήσεων σε όλη την Ελλάδα δηλώνει ότι δυσκολεύεται στην πρόσβαση σε χρηματοδότηση. Πολλοί βιομήχανοι επισημαίνουν ότι οι σχέσεις με τις τράπεζες είναι συχνά προβληματικές, με βασικά ζητήματα την αυστηρότητα κριτηρίων, τις εξασφαλίσεις και το υψηλό κόστος δανεισμού. Παράλληλα, μόλις το 9% των επιχειρήσεων που επένδυσαν, πανελλαδικά, αξιοποίησαν τον Αναπτυξιακό Νόμο με τις επιχειρήσεις να ζητούν απλοποίηση διαδικασιών και ταχύτερες εγκρίσεις, ώστε να μην χάνεται το επενδυτικό «μομέντουμ». Στον ψηφιακό και πράσινο μετασχηματισμό, φαίνεται ότι οι επιχειρήσεις μεταποίησης προχωρούν με πιο αργά βήματα αφού μόνο το 42% των επιχειρήσεων που επένδυσαν δήλωσαν ότι έκαναν κινήσεις στον ψηφιακό μετασχηματισμό ή στη μείωση εκπομπών CO₂. Η έρευνα δείχνει ότι υπάρχει σημαντικό περιθώριο ενίσχυσης τόσο στις πράσινες όσο και στις ψηφιακές επενδύσεις, πεδίο στο οποίο η Κεντρική Μακεδονία μπορεί να ηγηθεί εάν στηριχθεί με κατάλληλα εργαλεία.
Οι επενδυτικές προοπτικές και οι προκλήσεις
Το 61% των μεταποιητικών επιχειρήσεων δηλώνει ότι σκοπεύει να επενδύσει το επόμενο δωδεκάμηνο, με το ποσοστό αυτό να αυξάνεται στο 71% για τον μεταποιητικό κλάδο της Θεσσαλονίκης, με τις επιχειρήσεις του νομού να έχουν πιο έντονη διάθεση να επενδύσουν από αυτές της Αττικής (59%), παρά τα εμπόδια και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν.
Ειδικότερα, ανά γεωγραφική περιοχή, οι επενδυτικές προτεραιότητες στη Θεσσαλονίκη είναι πρώτα η μείωση του λειτουργικού κόστους (32%) και ακολουθούν η αύξηση των εξαγωγών (28%), η οποία βέβαια φτάνει να είναι ο κυρίαρχος στόχος με βάση τη γενική εικόνα της χώρας που είναι στο 18% και η παραγωγή νέων προϊόντων (20%). Αξίζει δε να σημειωθεί ότι για το επόμενο δωδεκάμηνο ένα ποσοστό του κλάδου δεν σκοπεύει να προχωρήσει σε κάποια επένδυση (29%), γεγονός που σημαίνει ότι το επενδυτικό τοπίο εξακολουθεί να «βαραίνει» από την αβεβαιότητα για το κόστος ενέργειας, το οικονομικό της χώρας, το ρυθμιστικό περιβάλλον και την ανεπαρκή στήριξη για τη βιομηχανία.
Για την επόμενη τριετία μάλιστα, οι βασικοί λόγοι που δυσχεραίνουν την απόφαση του μεταποιητικού κλάδου στη Θεσσαλονίκη για την υλοποίηση των επενδυτικών του σχεδίων είναι κυρίως η αδυναμία εξεύρεσης προσωπικού (54%, αρκετά ισχυρό ποσοστό σε σύγκριση με την υπόλοιπη χώρα), η αστάθεια στο διεθνές περιβάλλον κυρίως για τις επιχειρήσεις με εξαγωγικό χαρακτήρα (42%), τα υψηλά επιτόκια δανεισμού (30%), ο πληθωρισμός (29%), η μείωση της εσωτερικής κατανάλωσης (27%), η κυβερνητική αστάθεια (21%) και λιγότερο η λειτουργία του τραπεζικού συστήματος στη χώρα (18%).
Οι επιχειρηματίες της μεταποίησης τονίζουν συνεπώς στα Μακεδονικά Νέα ότι χρειάζεται ένα ολοκληρωμένο πλάνο υποδομών, χρηματοδότησης και θεσμικής σταθερότητας για να μπορέσει η βιομηχανία να μετατραπεί σε σταθερό μοχλό ανάπτυξης. Για τη Θεσσαλονίκη ειδικότερα, η ενίσχυση των υποδομών, η προώθηση της τεχνολογίας και η επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης μπορούν να αποδειχθούν καθοριστικοί καταλύτες.
Σε κάθε περίπτωση, η Θεσσαλονίκη συνεχίζει να αποτελεί τον βασικό δείκτη των δυνατοτήτων και των αδυναμιών της ελληνικής μεταποίησης: μια περιοχή με ισχυρή βάση, εξαιρετικές προοπτικές εξωστρέφειας, αλλά και σημαντικά θεσμικά βαρίδια που χρειάζονται τολμηρές πολιτικές αποφάσεις για να αρθούν.