Από το FSRU της Αλεξανδρούπολης μέχρι τη μετάβαση της Πτολεμαΐδας και τις νέες επενδύσεις σε φωτοβολταϊκά και δίκτυα, η περιοχή μετατρέπεται σε ενεργειακό κόμβο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Η τελευταία μελέτη του Ινστιτούτου Ενέργειας ΝΑ Ευρώπης (ΙΕΝΕ) αποτυπώνει μια χώρα που αφήνει πίσω την κρίση και χαράζει πιο ρεαλιστική πορεία προς την πράσινη μετάβαση, με έμφαση στην ασφάλεια εφοδιασμού, τις εξαγωγές ηλεκτρισμού και τη γεωστρατηγική της αναβάθμιση.
Ανάκαμψη της ενεργειακής ισορροπίας και νέες γεωπολιτικές δυναμικές
Το 2025 σηματοδοτεί, σύμφωνα με το ΙΕΝΕ, μια μεταβατική χρονιά: οι διεθνείς τιμές ενέργειας υποχωρούν μετά τα ακραία επίπεδα της περιόδου 2022–2023, ενώ η παγκόσμια αγορά κινείται προς σταθεροποίηση, με μέση τιμή αργού στα 72,8 δολάρια/βαρέλι και φυσικού αερίου στα 39,4 €/MWh. Ωστόσο, η Ευρώπη εξακολουθεί να διατηρεί υψηλότερο ενεργειακό κόστος από τις ΗΠΑ, γεγονός που επηρεάζει άμεσα την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών οικονομιών.
Η Ελλάδα, με στρατηγικά έργα όπως το FSRU Αλεξανδρούπολης, τον αγωγό TAP και τις νέες ηλεκτρικές διασυνδέσεις, ενισχύει τον ρόλο της ως πύλη εισόδου ενέργειας στα Βαλκάνια. Οι εισαγωγές LNG αυξήθηκαν κατά 44% το πρώτο εννιάμηνο του 2025, με κύρια πηγή τις ΗΠΑ, γεγονός που σηματοδοτεί την απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο.
Η Βόρεια Ελλάδα στο επίκεντρο της ενεργειακής στρατηγικής
Η γεωγραφική θέση και οι ενεργειακές υποδομές της Βόρειας Ελλάδας καθιστούν την περιοχή καθοριστικό παράγοντα για την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας και της ΝΑ Ευρώπης.
Το νέο FSRU «Αμφιτρίτη» στην Αλεξανδρούπολη, που λειτουργεί ως σημείο εισόδου για το υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG), ενίσχυσε τις εισαγωγές κατά 1 TWh το 2025, αναβαθμίζοντας την πόλη σε διεθνές ενεργειακό σταυροδρόμι. Το έργο, σε συνδυασμό με τις εγκαταστάσεις του ΔΕΣΦΑ και τον TAP, δημιουργεί ένα ισχυρό δίκτυο διαμετακόμισης ενέργειας που συνδέει την Ελλάδα με τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και τη Σερβία.
Η απολιγνιτοποίηση στη Δυτική Μακεδονία και ειδικότερα στην Πτολεμαΐδα προχωρά με σταδιακή απόσυρση της Πτολεμαΐδας 5 το 2026, προκαλώντας ωστόσο αντιδράσεις για τον κίνδυνο απώλειας ενεργειακής επάρκειας. Οι περιοχές αυτές αποτελούν πεδίο δοκιμής για το νέο ενεργειακό μοντέλο της χώρας, με επενδύσεις σε ΑΠΕ, αποθήκευση ενέργειας και βιομηχανικά πάρκα καθαρών τεχνολογιών.
Η Θεσσαλονίκη και η Καβάλα από την άλλη εξελίσσονται σε επιχειρηματικά κέντρα πράσινων επενδύσεων, με νέα φωτοβολταϊκά πάρκα, συστήματα net-metering και αναβαθμισμένες υποδομές φυσικού αερίου. Η Νέα Μεσημβρία, μέσω TAP, καλύπτει σταθερά το 15–20% των εθνικών αναγκών, ενώ η Καβάλα προετοιμάζεται για υπόγεια αποθήκευση φυσικού αερίου.
Η Βόρεια Ελλάδα, συνεπώς, αναδεικνύεται σε ενεργειακή «πύλη» της χώρας, συνδυάζοντας υποδομές φυσικού αερίου, ΑΠΕ και στρατηγικές εξαγωγές ηλεκτρισμού προς τα Βαλκάνια.
ΑΠΕ: Δυναμική ανάπτυξη αλλά και περιορισμοί δικτύου
Το 2025, η συνολική εγκατεστημένη ισχύς ΑΠΕ έφτασε τα 12,1 GW, αυξημένη κατά 9,7% σε σχέση με το 2024. Η ισχύς των φωτοβολταϊκών ανήλθε στα 3,8 GW στο διασυνδεδεμένο σύστημα και ξεπερνά τα 5 GW αν συνυπολογιστούν τα έργα net-metering και ενεργειακών κοινοτήτων.
Η διείσδυση των ΑΠΕ είναι έντονη σε Μακεδονία και Θράκη, με έργα σε Κιλκίς, Σέρρες και Έβρο να τροφοδοτούν το εθνικό δίκτυο. Παρά τη θετική δυναμική, οι περικοπές παραγόμενης πράσινης ενέργειας αυξάνονται. Συγκεκριμένα, το α’ εννιάμηνο του 2025 απορρίφθηκαν 1.786 GWh, ποσότητα σχεδόν ίση με την παραγωγή όλων των λιγνιτικών μονάδων της χώρας.
Το ΙΕΝΕ προειδοποιεί ότι η αδυναμία των δικτύων να απορροφήσουν την παραγωγή ΑΠΕ συνιστά μια νέα πρόκληση, ιδιαίτερα για τις περιφέρειες με υψηλή συγκέντρωση έργων, όπως η Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία. Για να διατηρηθεί η ευστάθεια του συστήματος, απαιτούνται επενδύσεις ύψους 67 δισ. ευρώ ετησίως σε δίκτυα και αποθήκευση, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Eurelectric.
Ηλεκτρισμός και φυσικό αέριο: Αυξημένες εξαγωγές και νέα ισορροπία
Η Ελλάδα εμφανίζεται πλέον καθαρά εξαγωγική σε ηλεκτρική ενέργεια. Το α’ εννιάμηνο του 2025 οι εξαγωγές ανήλθαν σε 5,4 TWh, αυξημένες κατά 7,5% σε σχέση με το 2024, ενώ οι εισαγωγές μειώθηκαν κατά 37%. Οι καθαρές εισαγωγές μετατράπηκαν σε καθαρές εξαγωγές, αναδεικνύοντας τη βελτίωση της ενεργειακής αυτάρκειας.
Παράλληλα, οι εισαγωγές φυσικού αερίου αυξήθηκαν κατά 9,3% φτάνοντας τις 51,7 TWh, ενώ οι συνολικές εξαγωγές φυσικού αερίου ξεπέρασαν τις 5 TWh, καταγράφοντας άνοδο 660%. Ο συνδυασμός LNG και αγωγών (Αζερμπαϊτζάν, Τουρκία, FSRU) επιτρέπει στη χώρα να αναδειχθεί σε διαμετακομιστικό κόμβο ενέργειας στη ΝΑ Ευρώπη — με τη Θράκη στο επίκεντρο.
Απολιγνιτοποίηση και κοινωνικές προκλήσεις
Η ενεργειακή μετάβαση έχει και κοινωνική διάσταση. Οι λιγνιτικές περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας αντιμετωπίζουν απώλεια θέσεων εργασίας και ανάγκη επενδυτικής αναδιάρθρωσης. Το ΙΕΝΕ επισημαίνει ότι η πλήρης απολιγνιτοποίηση χωρίς ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας μπορεί να αποδειχθεί πρόωρη.
Οι ενεργειακές κοινότητες, οι επενδύσεις σε αποθήκευση και οι τοπικές πρωτοβουλίες (όπως στη Φλώρινα και στην Κοζάνη) δείχνουν τον δρόμο προς μια δίκαιη μετάβαση, που θα κρατήσει τις ενεργειακές επενδύσεις στην περιφέρεια.
Τιμές ενέργειας και προοπτικές 2026
Οι τιμές ηλεκτρισμού στην Ελλάδα ανήλθαν στα 102 €/MWh το α’ εννιάμηνο του 2025, αυξημένες κατά 7,8% σε σχέση με πέρυσι, ενώ το φυσικό αέριο σημείωσε μέση τιμή 39,5 €/MWh. Παρά τις διακυμάνσεις, το ΙΕΝΕ εκτιμά ότι η ελληνική αγορά εισέρχεται σε φάση σχετικής σταθερότητας, υπό την προϋπόθεση ότι θα ενισχυθούν οι διασυνδέσεις και η αποθήκευση.
Για το 2026, οι προβλέψεις του Ινστιτούτου δείχνουν συνέχιση της πτωτικής τάσης στο αργό πετρέλαιο και σταθεροποίηση στις τιμές ηλεκτρισμού, με τη Βόρεια Ελλάδα να διαδραματίζει κομβικό ρόλο στην ενεργειακή αυτάρκεια της χώρας.
Η Ελλάδα του 2025 κινείται προς μια πιο ρεαλιστική ενεργειακή μετάβαση, όπου οι ΑΠΕ, το φυσικό αέριο και η ενεργειακή αποδοτικότητα συνυπάρχουν. Η Βόρεια Ελλάδα εξελίσσεται στο «ενεργειακό εργαστήριο» της χώρας, φιλοξενεί κρίσιμες υποδομές, προσελκύει επενδύσεις και συνδέει την Ελλάδα με την ευρωπαϊκή ενεργειακή αγορά.
Η επόμενη διετία θα καθορίσει αν η χώρα θα μπορέσει να αξιοποιήσει αυτό το πλεονέκτημα, μετατρέποντας την πράσινη ανάπτυξη σε πυλώνα περιφερειακής ανάπτυξης και ενεργειακής ασφάλειας για ολόκληρη τη ΝΑ Ευρώπη.









