Η ματαίωση ελλείψει πλειοδοτών στην πλατφόρμο e-auction έρχεται να προστεθεί σε μια μακρά αλυσίδα αποτυχημένων προσπαθειών αξιοποίησης της άλλοτε κορυφαίας ελληνικής καπνοβιομηχανίας, η οποία σημάδεψε για περισσότερο από έναν αιώνα την οικονομική και κοινωνική ζωή της Βόρειας Ελλάδας.
Η πορεία μιας ιστορικής εταιρείας
Η Καπνική Μιχαηλίδης ιδρύθηκε το 1886 στη Δράμα και το 1927 απέκτησε τη μορφή οργανωμένης βιομηχανίας από τον Βασίλειο Μιχαηλίδη. Την εποχή εκείνη, ο ελληνικός καπνός αποτελούσε στρατηγικό εξαγωγικό προϊόν, με ισχυρή παρουσία στις διεθνείς αγορές.
Η εταιρεία εξελίχθηκε σε παγκόσμιο παίκτη στον τομέα της επεξεργασίας και εμπορίας ανατολικών καπνών. Διατηρούσε μονάδες στην Ελλάδα και θυγατρικές σε Βουλγαρία, Ιταλία, Τουρκία και Αίγυπτο, ενώ εξήγαγε σε περισσότερες από 30 χώρες. Στη δεκαετία του 1980 και του 1990 βρέθηκε στο απόγειο της ανάπτυξης, με σύγχρονες εγκαταστάσεις στη Σιταριά Κιλκίς, την Ξάνθη και τη Βιομηχανική Περιοχή Σίνδου. Συνεργάστηκε με πολυεθνικούς κολοσσούς όπως η Philip Morris και η Japan Tobacco, απασχολώντας εκατοντάδες εργαζομένους και συνεργαζόμενη με χιλιάδες καπνοπαραγωγούς στη Μακεδονία και τη Θράκη. Η παρουσία της στήριζε έμμεσα ολόκληρες τοπικές κοινωνίες.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 η εταιρεία βρέθηκε αντιμέτωπη με τις ριζικές αλλαγές στη διεθνή αγορά καπνού. Οι αντικαπνιστικές πολιτικές, η πτώση της ζήτησης για ανατολικά καπνά και η συγκέντρωση της παραγωγής σε λίγες πολυεθνικές συρρίκνωσαν τα περιθώρια κέρδους.
Το 2012, παρά τον κύκλο εργασιών που ξεπερνούσε τα 160 εκατ. ευρώ, οι συνολικές υποχρεώσεις ανήλθαν σε 380 εκατ., εκ των οποίων 200 εκατ. τραπεζικά δάνεια. Η προσφυγή στο άρθρο 99 για προστασία από τους πιστωτές δεν κατάφερε να αναστρέψει την πορεία. Το 2016, το σκάνδαλο με την έλλειψη καπνών στην αποθήκη της θυγατρικής ΠΑΕΓΑΕ (Προνομιούχο Α.Ε. Γενικών Αποθηκών Ελλάδος) επιτάχυνε την κατάρρευση, οδηγώντας σε κατασχέσεις και αδυναμία εξυπηρέτησης των δανειακών υποχρεώσεων. Το 2018 η εταιρεία κηρύχθηκε σε πτώχευση, αφήνοντας πίσω της εγκαταλειμμένες εγκαταστάσεις και ένα μεγάλο οικονομικό κενό στη Βόρεια Ελλάδα.
Ο πλειστηριασμός της Σίνδου
Ο τελευταίος πλειστηριασμός που κατέληξε στα αζήτητα αφορούσε το βιομηχανικό συγκρότημα της εταιρείας στη ΒΙΠΕ Σίνδου, με τιμή εκκίνησης τα 5,08 εκατ. ευρώ και επισπεύδουσα την Deutsche Bank. Το ακίνητο περιλαμβάνει αποθηκευτικό συγκρότημα με συνολική δόμηση 32.555 τ.μ. και κάλυψη 20.428 τ.μ. σε βιομηχανικό οικόπεδο 34.150 τ.μ. Η έκθεση του εκτιμητή καταγράφει μονάδες επεξεργασίας, αποθήκες και βοηθητικά κτίρια, σε στρατηγική τοποθεσία στη μεγαλύτερη οργανωμένη βιομηχανική περιοχή της Βόρειας Ελλάδας.
Η Σίνδος, επί δεκαετίες, λειτουργεί ως κόμβος βιομηχανικής και βιοτεχνικής δραστηριότητας και τα τελευταία χρόνια αναδεικνύεται σε κέντρο logistics. Ωστόσο, η φύση των εγκαταστάσεων –εξειδικευμένες για επεξεργασία καπνού– σε συνδυασμό με το υψηλό κόστος επανεκκίνησης και τη συνολική παρακμή της καπνοβιομηχανίας στην Ελλάδα φαίνεται να περιορίζουν σημαντικά το ενδιαφέρον των επενδυτών.
Δεν είναι η πρώτη φορά άλλωστε που το συγκεκριμένο συγκρότημα εμφανίζεται στις λίστες των πλειστηριασμών. Προηγούμενες προσπάθειες διάθεσης ακινήτων της Καπνικής Μιχαηλίδης δεν απέδωσαν αποτέλεσμα. Ωστόσο, εκτιμάται ότι το ακίνητο θα βρεθεί ξανά στη λίστα των πλειστηριασμών με μειωμένη ενδεχομένως τιμή εκκίνησης.
Ένα κενό στη βιομηχανική ιστορία
Η άγονη έκβαση του πλειστηριασμού σηματοδοτεί το οριστικό τέλος μιας βιομηχανίας που άλλοτε συνδέθηκε με την ανάπτυξη της Δράμας, της Ξάνθης και της Θεσσαλονίκης. Η Καπνική Μιχαηλίδης υπήρξε για δεκαετίες συνώνυμο του ελληνικού καπνού στις διεθνείς αγορές και δημιούργησε υπεραξία για χιλιάδες καλλιεργητές, εργαζόμενους και συνεργάτες.
Σήμερα, οι εγκαταστάσεις της παραμένουν ανεκμετάλλευτες, ενώ οι τοπικές κοινωνίες συνεχίζουν να βιώνουν το κενό που άφησε πίσω της. Ο άγονος πλειστηριασμός δείχνει ότι η επιστροφή της βιομηχανίας σε λειτουργία φαντάζει απίθανη και ότι ο χώρος ίσως βρει μέλλον μόνο μέσω αλλαγής χρήσης και προσαρμογής στις νέες ανάγκες της αγοράς.