Οι δυο κατηγορούμενοι πέρασαν το κατώφλι του δικαστικού μεγάρου και οδηγήθηκαν ενώπιον της 2ης Ειδικής Ανακρίτριας που χειρίζεται την υπόθεση προκειμένου να απολογηθούν.
Με σύμφωνη γνώμη ανακριτή και εισαγγελέα αφέθηκαν ελεύθεροι χωρίς περιοριστικούς όρους. Σε βάρος όλων των κατηγορουμένων έχει ασκηθεί ποινική δίωξη σε βαθμό πλημμελήματος μεταξύ άλλων για παράβαση καθήκοντος και ψευδή βεβαίωση, ενώ μια εκ των κατηγορουμένων φέρεται να βαρύνεται με κακουργηματικού βαθμού δίωξη.
Η υπόθεση αποκαλύφθηκε ύστερα από ένα γεγονός που προκάλεσε σοκ στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Θεσσαλονίκης.
Ένας αστυνομικός, ο οποίος είχε καθοριστικό ρόλο στη διαχείριση θεμάτων ασφάλειας, έβαλε τέλος στη ζωή του χρησιμοποιώντας το υπηρεσιακό του όπλο, μέσα στο όχημά του στο χώρο στάθμευσης του Μεγάρου.
Μαρτυρίες από τον δεύτερο όροφο του κτιρίου, που θεωρείται ένας από τους πιο καλά φυλασσόμενους χώρους, τον φέρουν να εισέρχεται στο γραφείο ανώτερου αξιωματικού και να αποχωρεί λίγα λεπτά αργότερα εμφανώς καταβεβλημένος, κατευθυνόμενος βιαστικά προς το αυτοκίνητό του.
Η εικόνα αυτή, όπως περιγράφεται, λειτούργησε σαν σιωπηρή ένδειξη ότι το απόρρητο της υπόθεσης άρχιζε να καταρρέει. Κατά τις ίδιες πηγές, ο αστυνομικός είχε ήδη αντιληφθεί ότι η συμμετοχή του σε υπεξαίρεση μεγάλων χρηματικών ποσών δεν ήταν πλέον δυνατό να παραμείνει αθέατη· η πλήρης αποκάλυψη της υπόθεσης θεωρούνταν θέμα χρόνου.
Ο συνήγορος υπεράσπισης των δυο κατηγορουμένων, Θοδωρής Καραγιαννης, σε δηλώσεις του είπε πως ήδη στην δικογραφία υπάρχει διάταξη από τη μεριάς της εισαγγελέως πλημμελειοδικών που λέει να μην κινηθεί δίωξη, καθώς όπως αναφέρει «οι διευθύνοντες υπηρεσίες έπεσαν θύματα του αυτόχειρα, που παρουσίαζε ότι υπήρχαν ανάγκες υπηρεσιακές και έπαιρνε τα χρήματα.