Κάθε νέο επεισόδιο έρχεται να μονοπωλήσει το ενδιαφέρον των ΜΜΕ και του κοινού που παρακολουθεί νούμερα και στατιστικές για ένα φαινόμενο που εξελίσσεται πια σε κομμάτι της καθημερινότητάς μας. Πίσω από κάθε έναν αριθμό που συνθέτει το παζλ αυτού του πολυπαραγοντικού ζητήματος βρίσκονται παιδιά, άλλοτε σε σύγκρουση με συνομήλικους τους και άλλοτε με όρια που δεν τέθηκαν ποτέ.
Κι έπειτα οι συζητήσεις επί συζητήσεων στις γειτονιές, στα σχολεία, στις οικογένειες για τα πώς και τα γιατί, για τους τρόπους με τους οποίους μπορούν να προφυλαχθούν σήμερα τα παιδιά, για το πώς δε θα γίνουν θύτες.
Το μέγεθος του φαινομένου αποτυπώνεται πλήρως μέσα από τα επίσημα στοιχεία της ΕΛ.ΑΣ., με τη Θεσσαλονίκη να καταγράφει μία μικρή υποχώρηση του φαινομένου συγκριτικά με το 2025. Την ίδια στιγμή, αστυνομικοί της Υποδιεύθυνσης Προστασίας Ανηλίκων της ΓΑΔΘ βρίσκονται καθημερινά σε πάρκα, πλατείες, σχολεία και γειτονιές, προσπαθώντας να δώσουν τη δική τους απάντηση στο φαινόμενο που μαστίζει την κοινωνία μέσα από την πρόληψη και την παρουσία.
Τι δείχνουν τα επίσημα στοιχεία της ΕΛ.ΑΣ.
Στο διάστημα από 1 Ιανουαρίου έως 30 Νοεμβρίου 2025, στη Θεσσαλονίκη η αρμόδια υπηρεσία της ΕΛΑΣ χειρίστηκε 709 υποθέσεις ανήλικης παραβατικότητας. Στις υποθέσεις αυτές εμπλέκονται 861 ανήλικοι δράστες, εκ των οποίων 176 ήταν ηλικίας 8 έως 14 ετών και 685 ηλικίας 15 έως 18 ετών. Στο ίδιο χρονικό διάστημα πραγματοποιήθηκαν 523 συλλήψεις.
Την αντίστοιχη περίοδο του 2024, οι υποθέσεις είχαν ανέλθει σε 844, με 1.022 ανήλικους δράστες (146 ηλικίας 8-14 ετών και 876 ηλικίας 15-18 ετών) και 601 συλλήψεις.
Τα αδικήματα που κυριαρχούν αναφέρονται σε σωματικές βλάβες, κλοπές, ληστείες, ναρκωτικά, παραβάσεις του ΚΟΚ και όπλα.
Παράλληλα, από την αρχή του 2025 έως τα τέλη Νοεμβρίου πραγματοποιήθηκαν 146 δράσεις ήπιας αστυνόμευσης, στο πλαίσιο των οποίων έγιναν 20.761 έλεγχοι, 20 προσαγωγές και 14 συλλήψεις. Ιδιαίτερη βαρύτητα δόθηκε και στην πρόληψη, με 109 ενημερωτικές διαλέξεις, τις οποίες παρακολούθησαν συνολικά 11.088 άτομα.
«Δεν είναι καθαρά αστυνομικό ζήτημα»
Για το φαινόμενο της ανήλικης παραβατικότητας μιλά στα «Μακεδονικά Νέα» ο Λάζαρος Γρηγοριάδης, Υπαστυνόμος Α΄, ο οποίος τα τελευταία τεσσεράμισι χρόνια υπηρετεί στην Υποδιεύθυνση Προστασίας Ανηλίκων Θεσσαλονίκης.
Όπως ξεκαθαρίζει, «η έκρηξη στο φαινόμενο της παραβατικότητας των ανηλίκων τα τελευταία χρόνια είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο που χρειάζεται μια πολύπλευρη αντιμετώπιση, δεν είναι ένα καθαρά αστυνομικής φύσεως ζήτημα».
Όπως εξηγεί, η ανάγκη επίδειξης και επιβεβαίωσης, καθώς και ο πειραματισμός της εφηβείας, υπήρχαν και παλαιότερα, αλλά αυτό το οποίο -κατά την εκτίμησή του- έχει εντείνει την παραβατικότητα τα τελευταία χρόνια είναι η αποδυνάμωση της σχέσης του παιδιού με την οικογένεια είτε μέσα από τεταμένες γονεϊκές σχέσεις είτε μέσα από την απουσία ουσιαστικής επικοινωνίας.
«Τα παιδιά που πλέον στη σύγχρονη εποχή έχουν μεγάλη ανάγκη από μία ψυχοσυναισθηματική καθοδήγηση, δεν την έχουν από τους γονείς. Δεν έχουν τον χρόνο να συζητήσουν και να μοιραστούν τους προβληματισμούς τους. Και αυτό, ίσως, πολλές φορές τους οδηγεί σε λάθη που μπορεί να κάνουν στην καθημερινότητά τους είτε στο σχολείο, είτε όταν είναι έξω στη γειτονιά. Σίγουρα παίζει ρόλο και η σύγχρονη μορφή ζωής και σε πολύ μεγάλο βαθμό το διαδίκτυο και τα πρότυπα που δίνει», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Κατά τον ίδιο, καθοριστικός παράγοντας είναι οι ελλιπείς γονεϊκές δεξιότητες και η απουσία ξεκάθαρων ορίων.
«Οι γονείς είναι εκείνοι που πρέπει να βάζουν τα όρια. Αυτό είναι που λείπει στα σύγχρονα παιδιά: ξεκάθαρα και ευδιάκριτα όρια που τους έχουμε θέσει για να μπορούν να προστατευτούν και τα ίδια και να προστατεύσουν και τους συνομήλικούς τους. Δηλαδή, ανορίωτα παιδιά στο σπίτι, σίγουρα θα είναι ανορίωτα και στο σχολείο και έξω στις πλατείες και στα πάρκα που θα βρίσκονται», συνεχίζει.
Γιατί μειώθηκαν τα περιστατικά
Κληθείς να σχολιάσει τη μείωση των περιστατικών το 2025, ο Υπαστυνόμος μιλά για ένα πολύ ευχάριστο γεγονός και εκτιμά ότι δεν οφείλεται αποκλειστικά στην αστυνομική παρουσία.
«Και εμείς έχουμε διαπιστώσει ότι υπάρχει μείωση σε σχέση με το 2024 και το 2023 που ήταν πολύ άσχημες χρονιές από άποψη περιστατικών. Τουλάχιστον στην πόλη μας δεν οφείλεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι η αστυνομία έχει πέσει πολύ πιο έντονα πάνω σε αυτό το φαινόμενο. Τα σχολεία κάνουν πολλές δράσεις, συνεχόμενες εκπαιδεύσεις των παιδιών με ομιλίες, βιωματικά σεμινάρια, παρακολούθηση θεατρικών παραστάσεων για να τονώσουν την ενσυναίσθηση των παιδιών. Ένα παιδί το οποίο έχει ενσυναίσθηση δεν θα μπει στη διαδικασία να εκφοβίσει, να χτυπήσει κάποιον συμμαθητή του. Οπότε ίσως και οι οικογένειες, επειδή ενημερώνονται πάρα πολύ πλέον και από τα ΜΜΕ, θέλουν να παρακολουθούν συναντήσεις, πηγαίνουν σε σχολές γονέων. Γι’ αυτό και έχουμε αυτό το αποτέλεσμα και ελπίζουμε την επόμενη χρονιά τα πράγματα να είναι ακόμα καλύτερα», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Πρόληψη, παρουσία και επαφή με τα παιδιά
Αναφερόμενος στις δράσεις πρόληψης, ο κ. Γρηγοριάδης σημειώνει ότι η Υποδιεύθυνση Προστασίας Ανηλίκων της ΓΑΔΘ τα τελευταία χρόνια έχει εντείνει σημαντικά την παρουσία της σε σχολεία, συλλόγους γονέων και φορείς, πριν ακόμη αυτό ζητηθεί από το Αρχηγείο.
«Το 2024 κάναμε πάνω από 125 επισκέψεις σε σχολεία, διπλάσιες από το 2023», λέει, προσθέτοντας ότι το 2025 «φαίνεται να πηγαίνει πολύ καλά» και αναμένεται να κινηθεί στα ίδια ή ακόμη και υψηλότερα επίπεδα.
Παράλληλα, μιλά για το μέτρο της προληπτικής αστυνόμευσης, με αστυνομικούς να βρίσκονται σε πλατείες και χώρους όπου συγκεντρώνονται νέοι. Όπως εξηγεί ο υπαστυνόμος, στόχος δεν είναι η πρόκληση φόβου, αλλά το «χτίσιμο» μίας σχέσης σεβασμού και εμπιστοσύνης.
«Εδώ και περίπου δύο χρόνια αστυνομικοί της υπηρεσίας μας, μαζί με άλλους αστυνομικούς της πόλης, συνεργαζόμαστε και βρισκόμαστε σε πλατείες, σε χώρους που υπάρχουν οι νέοι, για να προστατεύσουμε και να περιορίσουμε φαινόμενα βίας και παραβατικότητας. Το πιο σημαντικό -όμως- είναι ότι κοιτάμε να είμαστε δίπλα στα παιδιά, να νιώθουν ότι είναι ασφαλή και ότι οι αστυνομικοί δεν είναι κάτι το τιμωρητικό ή πως πρέπει να τους φοβούνται. Ότι είμαστε εκεί δίπλα τους και στεκόμαστε πάντα δίπλα τους να τους βοηθήσουμε αν χρειαστεί. Οπότε είναι ένα μέτρο που έχει δώσει πάρα πολλά ευχάριστα μηνύματα και σε εμάς και πιστεύω και στα παιδιά. Και έχει ακόμα να δώσει γιατί συνεχίζεται», σχολιάζει ο κ. Γρηγοριάδης.
Όπως παραδέχεται και ο ίδιος, όμως, συχνά έξω στο ζωντανό περιβάλλον προκύπτουν και περιστατικά βίας, χρήσης αλκοόλ και τσιγάρου κ.α. οπότε ξεκινά η κατασταλτική δράση των οργάνων ασφαλείας.
Ερωτηθείς για την αντίδραση των παιδιών στην όψη αστυνομικών που τους πλησιάζουν όσο εκείνα και η παρέα τους κάθονται σε μία πλατεία ή σε κάποιο πάρκο, ο ίδιος σχολιάζει πως αρχικά υπήρχε καχυποψία όχι μόνο από τους ανήλικους, αλλά και από τους γονείς.
«Σίγουρα το πρώτο διάστημα που ξεκίνησε αυτό ήταν λίγο πιο φοβισμένα, μαγκωμένα. Δεν πίστευαν ποτέ ότι η αστυνομία ασχολείται με τα παιδιά. Ούτε οι γονείς το πίστευαν. Πολλές φορές κάναμε δράσεις και παρόλο που λέγαμε την ιδιότητά μας, είχαμε και ένστολο προσωπικό, υπήρχαν γονείς που τηλεφωνούσαν στα αστυνομικά τμήματα και ζητούσαν να μάθουν αν όντως είναι υπαρκτή αυτή η δράση ή είναι κάποιο φαινόμενο εξαπάτησης. Αυτό πλέον έχει εκλείψει, σχεδόν δεν υπάρχει. Έχουν μπει αρκετές φορές στη διαδικασία να τεθούν ελεγχόμενοι. Πρόκειται για ένα ήπιο μέτρο, απλά μια φιλική κουβέντα για το αν είναι καλά, αν υπάρχει κάτι που θέλουν να μας αναφέρουν στη γειτονιά που είναι καθημερινά αυτοί περισσότερο από εμάς. Είναι πλέον πιο εκπαιδευμένα, πολλά από αυτά που στην αρχή δεν κουβαλούσαν ταυτότητα, πλέον, μπορεί να την κουβαλάνε είτε στο ψηφιακό τους πορτοφόλι είτε ως μια φωτογραφία έστω στο κινητό τους για να έχουν ένα αποδεικτικό μέσο για το ποιοι είναι σε περίπτωση ελέγχου», σημειώνει μεταξύ άλλων ο υπαστυνόμος, τονίζοντας πως «είναι πολύ σημαντικό να νιώσουν τα παιδιά ότι δεν πρέπει να το φοβούνται, γιατί αύριο μπορεί να οδηγούν το πρώτο τους όχημα και να τους σταματήσει η αστυνομία να φορτιστούν σε τόσο μεγάλο βαθμό από όσα έχουν ακούσει και να θέλουν να φύγουν από τον έλεγχο ή να αντιδράσουν περίεργα. Αυτό θέλουμε να προλάβουμε. Να νιώσουν ότι δεν είναι κάτι περίεργο. Είναι κάτι συνηθισμένο και οφείλουν όπως τους συμπεριφερόμαστε ευγενικά να συμπεριφερθούν και αυτοί ευγενικά στον έλεγχο και ο καθένας να κάνει τη δουλειά του».
Κάποιες φορές βέβαια, όπως αναφέρει ο ίδιος, οι εξορμήσεις των αστυνομικών στα πάρκα και τις πλατείες αποκτά πιο προσωπικό χρώμα, καθώς τα παιδιά συχνά αναγνωρίζουν στα πρόσωπα των ένστολων ανθρώπους που επισκέφθηκαν τα σχολεία τους και μίλησαν μαζί τους για τη βία και πώς αυτή μπορεί να αντιμετωπιστεί, «κι αυτό είναι κάτι πολύ ευχάριστο», όπως παραδέχεται.
Ανήλικοι παραβάτες του νόμου
Η στιγμή της σύλληψης, όταν πια κάποιος που έχει παραβεί τον νόμο βρίσκεται στα χέρια των αρμόδιων αρχών είναι κάτι που σίγουρα δεν ξεχνιέται. Τι συμβαίνει, όμως, όταν αυτός που συλλαμβάνεται είναι ανήλικος;
«Εννοείται πως όταν πρόκειται για παιδιά ακόμα και αν χρειαστεί να προχωρήσουμε σε μια διαδικασία σύλληψης είμαστε πολύ προσεκτικοί. Όχι μόνο εμείς ως τμήμα ανηλίκων, αλλά όλοι οι συνάδελφοι», απαντά ο κ. Γρηγοριάδης, εξηγώντας πως τα παιδιά-παραβάτες οδηγούνται διακριτικά από τους αστυνομικούς στο εκάστοτε όχημα και, αν δεν συντρέχει λόγος διαφυγής ή περαιτέρω κλιμάκωσης του περιστατικού, δεν τοποθετούνται χειροπέδες.
«Στην αρχή ίσως δεν μπορούν να διαισθανθούν το τι έχει γίνει. Ίσως και νιώθουν ότι αυτό που τους συμβαίνει δεν είναι πραγματικότητα. Ότι είναι σε ένα παράλληλο σύμπαν. Στην πορεία όμως αντιλαμβάνονται ότι η πράξη τους έχει κάποιο αποτέλεσμα. Και αυτό το αποτέλεσμα τους έχει οδηγήσει εδώ. Γιατί πολλοί στην πραγματικότητα δεν φτάνουν απευθείας στην εγκληματική συμπεριφορά, στην παθογένεια. Από σφάλμα ένα παιδί, επειδή μπορεί να μην έχει αντιληφθεί ακριβώς το όριο μεταξύ του παιχνιδιού, του πειράγματος με την κακοποίηση και τον εκφοβισμό, μπορεί να λέει και να κάνει πράγματα εκτός ορίων», συνεχίζει.
Όπως εξηγεί ο κ. Γρηγοριάδης, στις περιπτώσεις που τα παιδιά έρχονται για πρώτη φορά αντιμέτωπα με τον νόμο, οι αστυνομικοί είναι όσο το δυνατόν πιο ήπιοι, τηρώντας πάντα ό,τι πρέπει να τηρηθεί προκειμένου να προστατευθούν τα δικαιώματα του θύματος.
«Προστατεύουμε, όμως, και τα δικαιώματα του παιδιού παραβάτη γιατί όλοι πιστεύουμε ότι δεν φταίνε τα παραβατικά παιδιά τις περισσότερες φορές. Δεν γίνεται κάποιος παραβάτης. Βέβαια, στον αντίποδα σίγουρα επειδή υπάρχουν παιδιά έξω που είναι πολύ έντονα παραβατικά και αγγίζουν και τα όρια της εγκληματικής πλέον συμπεριφοράς, δηλαδή πια η καθημερινότητά τους είναι συνυφασμένη με την παραβατικότητα. Εκείνα είναι πάρα πολύ συνειδητοποιημένα, γνωρίζουν την αστυνομία και τις διαδικασίες οπότε ούτε αγχώνονται ούτε υπάρχει στρες, γιατί ξέρουν τις διαδικασίες που θα ακολουθήσουν», υπογραμμίζει ο υπαστυνόμος.
«Δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις»
Κληθείς -ως ένα άτομο με βαθιά και ουσιαστική σχέση με το ζήτημα- να απαντήσει για πιθανές λύσεις αντιμετώπισης της ανήλικης παραβατικότητας, ο ίδιος υπογραμμίζει πως δεν υπάρχει μία «συνταγή» η οποία θα δώσει τέλος στη μάστιγα και εκφράζει την προσωπική του άποψη ότι η διαμεσολάβηση και η κοινωφελής εργασία μπορούν να λειτουργήσουν ως ουσιαστικά εργαλεία, πριν ένα παιδί οδηγηθεί σε βαρύτερες διαδικασίες.
«Δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν ορίζουμε ζητήματα νομοθεσίας ή διαχείρισής τους σε δεύτερο χρόνο, εμείς απλά οφείλουμε όταν αντιλαμβανόμαστε ότι γίνεται κάτι ή όταν μας καλούν για ένα περιστατικό, να προασπίσουμε τα δικαιώματα αυτού που μας καλεί. Η προσωπική μου άποψη, κατόπιν εμπειρίας και συζήτησης με τα παιδιά, είναι ότι ως κοινωνία πρέπει να στραφούμε σε δύο πράγματα: Πρώτον, κάτι που μπορεί να εφαρμοστεί σε πολλές περιπτώσεις, είναι η διαμεσολάβηση μεταξύ των παιδιών. Δηλαδή, να προσπαθήσουμε τα ζητήματα τα οποία μας δημιουργούν προβλήματα στο σχολείο ή στις παρέες να τα λύνουμε πρώτα εντός του σχολείου με διάλογο με παρόντες τους καθηγητές και τους γονείς. Αυτό γίνεται κατά κόρον στο εξωτερικό, ακόμη κι αν γίνονται εκτός σχολικού περιβάλλοντος, ώστε να λυθούν τα ζητήματα και να μην οδηγηθούμε σε μηνύσεις», σημειώνει αρχικά.
Το έτερο μέτρο το οποίο προτείνει ο ίδιος έχει να κάνει με την επιβολή κοινωφελούς εργασίας σε παιδιά που έχουν προβεί σε παραβατικές πράξεις.
«Αν πάει ένα παιδί στη φυλακή, φταίμε όλοι ως κοινωνία που δεν προσπαθήσαμε να το επαναφέρουμε στην κανονικότητα. Γι' αυτό, το μέτρο της κοινωφελούς εργασίας που επιβάλλεται κάποιες φορές, νομίζω ότι είναι ένα πραγματικά πολύ χρήσιμο εργαλείο που θα έπρεπε ως κοινωνία να αξιοποιήσουμε διότι δημιουργεί στον ανήλικο την αίσθηση ότι η πράξη του είχε ένα αποτέλεσμα που πρέπει να το ξεπληρώσει. Επιπλέον, του δίνεται η δυνατότητα να δει και το πώς είναι η προσφορά εργασίας στο σύνολο. Ένα παιδί το οποίο δημιουργεί προβλήματα στο σχολείο ή σε έναν άλλον μαθητή ίσως αν προσφέρει ένα-δυο μήνες κοινωφελή εργασία (πχ να κάθεται παραπάνω στο σχολείο, να βοηθάει στην καθαριότητα ή τους καθηγητές), να βοηθηθεί να επανέλθει και να ηρεμήσει», εξηγεί, εκφράζοντας παράλληλα τις επιφυλάξεις του ως προς την ετοιμότητα των γονέων να δεχθούν κάτι τέτοιο για τα παιδιά τους.
«Πιστεύω ότι ίσως το θεωρούμε ως απαξιωτικό μέτρο που όμως στον υπόλοιπο πολιτισμένο ευρωπαϊκό και πέρα από τον Ατλαντικό, κόσμο χρησιμοποιείται όχι μόνο για παιδιά αλλά και για ενήλικες», σχολιάζει.
Ένα βίαιο περιστατικό που πήρε θετική τροπή
Ερωτηθείς για το εάν υπάρχει κάποιο περιστατικό που να τον έχει στιγματίσει όντας στην πρώτη γραμμή στην καταπολέμηση της ανήλικης παραβατικότητας, ο υπαστυνόμος θυμάται ένα περιστατικό βίαιου ξυλοδαρμού στο οποίο κλήθηκε να επέμβει μαζί με τους συναδέλφους του.
«Πέρυσι το φθινόπωρο στην πόλη μας υπήρξε ένα περιστατικό ξυλοδαρμού στο οποίο μια παρέα αγοριών πήγε να βρει ένα ζευγαράκι. Υπήρχε θέμα ερωτικής αντιζηλίας ενός από την παρέα. Ήταν ένα περιστατικό βίας αρκετά έντονο, στο οποίο ένα μέλος της παρέας είχε πάρει μια σκουριασμένη μεταλλική ράβδο και χτυπούσε επανειλημμένα τον ανήλικο στο κεφάλι», εξιστορεί ο υπαστυνόμος.
Έπειτα από την υποβολή καταγγελίας, το επόμενο πρωινό αστυνομικοί της υποδιεύθυνσης έφτασαν στο σχολείο για να συλλάβουν τα μέλη της παρέας.
«Ήταν ένα πολύ δύσκολο περιστατικό και για εμάς και τα παιδιά. Τους είπαμε τι έχει συμβεί και θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά ότι και οι πέντε παρόλο που έδειχναν ρωμαλέοι και σκληροί εμφανισιακά, ανά δέκα λεπτά ρωτούσαν αν το παιδί που νοσηλευόταν στο νοσοκομείο και έγιναν ράμματα στο κεφάλι του, ζει. Υπήρχε τρομερή ένταση μέχρι να μάθουν και αυτοί και συνάμα και οι γονείς τους που κατηγορούνταν μαζί τους, ότι το παιδί βρίσκεται εν ζωή. Και ενώ αρχικά κατηγορούνταν για επικίνδυνες σωματικές βλάβες από εμάς στην πορεία ο εισαγγελέας αναβάθμισε το αδίκημα και τους πήγε για απόπειρα ανθρωποκτονίας. Δεν ήταν αστείο αυτό το οποίο συνέβη», συνεχίζει.
Δίνοντας μία ευτυχή τροπή στο εν λόγω συμβάν, λίγο καιρό αργότερα μία τυχαία συνάντηση ανάμεσα στον υπαστυνόμο και ένα μέλος της συγκεκριμένης παρέας, δείχνει πως υπάρχει ελπίδα.
«Σε δεύτερο χρόνο συνάντησα ένα παιδί από την παρέα, το οποίο είχε αλλάξει σχολικό περιβάλλον και πλέον βρισκόταν εκτός της περιοχής που έγινε το περιστατικό. Ήταν άλλος άνθρωπος. Μου το επιβεβαίωσαν και οι καθηγητές του, λέγοντάς μου ότι έχει επιδείξει μια πολύ κόσμια συμπεριφορά. Είναι από τις καλές περιπτώσεις», καταλήγει.





