Την ίδια στιγμή, ο θρησκευτικός και προσκυνηματικός τουρισμός δείχνει να εδραιώνεται καθώς ολοένα και περισσότεροι επισκέπτες κάνουν αυτού του είδους τις επιλογές για τα ταξίδια τους. Σε αυτά τα δύο είδη τουρισμού, τα μουσεία έρχονται να συμβάλλουν δυναμικά στην περαιτέρω εδραίωση και ενίσχυσή τους, μέσα από τον ουσιαστικό ρόλο που οφείλουν να διαδραματίζουν.
Η Θεσσαλονίκη είναι μία πόλη με μεγάλο ιστορικό πλούτο, ο οποίος την καθιστά πόλο έλξης επισκεπτών για θρησκευτικό και προσκυνηματικό τουρισμό. Ωστόσο, φαίνεται να έχει αρκετό δρόμο να διανύσει, ώστε να προσελκύσει ακόμη περισσότερους ταξιδευτές αυτής της κατηγορίας τουριστών.
«Η Θεσσαλονίκη είναι κατάφορτη από χριστιανικά μνημεία, βυζαντινές εκκλησίες, προσκυνήματα και μάλιστα όλων των θρησκειών, ειδικά των τριών μεγάλων Αβρααμικών όπως λέγονται θρησκειών, του Χριστιανισμού, του Ιουδαϊσμού και του Ισλαμισμού. Θα ήταν περίεργο αν δεν είχε ασχοληθεί κάποιος με την αξιοποίηση αυτού του πλούτου. Έχει να δείξει η πόλη μας σε πεδίο πολιτισμικής δραστηριότητας κάποιες δράσεις. Το περιορίζω διότι είναι ανεξάρτητος ο πλούτος, ότι οι δράσεις αυτές δεν μπορεί να θεωρηθούν ότι είναι επαρκείς, αλλά κυρίως για να εμφάνω το γεγονός ότι πρέπει να εντείνουμε την προσοχή μας σε αυτό το κομμάτι του πολιτισμού μας, του Βυζαντινού, του θρησκευτικού και κατεξοχήν βέβαια του χριστιανικού πολιτισμού, για τον οποίο υπάρχουν πάρα πολλές και πολύ αξιόλογες δράσεις από άποψη τέχνης, ιστορίας αλλά και θεολογίας», επισήμανε μιλώντας στα Μακεδονικά Νέα, η Ομότιμη Καθηγήτρια Καινής Διαθήκης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Κυριακούλα Παπαδημητρίου.
Ο διαχωρισμός θρησκευτικού τουρίστα και προσκυνητή
Η κ. Παπαδημητρίου επισήμανε τη σημασία της αποσαφήνισης των όρων θρησκευτικός και προσκυνηματικός τουρίστας.
Σύμφωνα με τα όσα είπε η ίδια, ο θρησκευτικός τουρίστας είναι ένας επισκέπτης «ο όποιος έρχεται με την επιθυμία να δει θρησκευτική τέχνη, όχι κατά ανάγκη με την πίστη είτε στην ορθόδοξη πίστη είτε σε οποιαδήποτε άλλη πίστη είτε σε καμία πίστη. Ένας επισκέπτης μπορεί να έχει την επιθυμία να δει τη θρησκευτική τέχνη. Ενώ, όταν λέμε προσκυνητή εννοούμε συγκεκριμένα κάποιον ο οποίος επιθυμεί βασικά να βιώσει, να αποκτήσει μια συμμετοχή στο θρησκευτικό γεγονός που συνδέεται με την πίστη του και έρχεται στο μουσείο για να ενισχύσει τις προοπτικές του να προσλάβει αυτό το βίωμα».
Άξονας οικονομικής ανάπτυξης του τόπου
Η θεμελίωση της σχέσης ανάμεσα στα μουσεία στον θρησκευτικό και προσκυνηματικό τουρισμό κρίνεται αναγκαία και εφόσον δημιουργηθούν οι κατάλληλες προδιαγραφές, τότε η σύνδεση αυτή μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργεί ενός άξονα οικονομικής ανάπτυξης σε κάθε τόπο.
«Υπάρχει το περιθώριο για αυτή τη θεμελίωση στη Θεσσαλονίκη, έχουν γίνει προσπάθειες. Η σπουδαιότερη είναι η παρουσία και η λειτουργία, με πολύ δυναμισμό οφείλω να πω, του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού, όπως ονομάζεται και είναι χαρακτηριστικός ο τίτλος, καθώς δείχνει ακριβώς πού επικεντρώνεται ο σκοπός του. Το Βυζαντινό Μουσείο εφόσον εμπλέκει και τον θρησκευτικό τουρισμό και εφόσον θελήσει να τον αξιοποιήσει ακόμη περισσότερο, πέραν του να εκθέτει τα εκθέματά του ή και να δημιουργεί ακόμη εκπαιδευτικές δράσεις στις οποίες έχει προβεί, θα μπορούσε όντως να γίνει και ένας άξονας οικονομικής ανάπτυξης του τόπου», σημείωσε η καθηγήτρια του ΑΠΘ.

Απαραίτητες οι υποδομές και η εκπαίδευση
Για την περαιτέρω ενίσχυση της θεμελίωσης της σχέσης ανάμεσα στα μουσεία και στον θρησκευτικό και προσκυνηματικό τουρισμό, υπάρχουν δύο προϋποθέσεις: η υποδομή και η εκπαίδευση.
Όπως ανέλυσε η κ. Παπαδημητρίου, η σύνδεση αυτή δεν είναι κάτι που επιτυγχάνεται εύκολα και χωρίς προσπάθεια. «Δεν ανακαλύπτουμε ξαφνικά έναν πόλο οικονομικής ανάπτυξης του τόπου και αμέσως προχωρούμε στην οικονομική του δράση. Για να έχει βάθος, για να έχει παραγωγή, για να έχει αξία, πρέπει να προηγηθεί μια σοβαρή δουλειά υποδομής και εννοώ μια δουλειά σύνθεσης, ουσιαστικής και συνειδητοποιημένης και εκπαιδευτικά υποστηριζόμενης, μια δουλειά τέτοιας υποδομής του θρησκευτικού τουρισμού με το μουσείο. Δεν είναι απλό δηλαδή, να πατήσουμε ένα κουμπί και να ξεκινήσει η οικονομική ανάπτυξη που ενδιαφέρει βασικά όλο τον κόσμο. Πρέπει να θεμελιωθεί αυτή η σχέση θρησκευτικού τουρισμού και μουσείου. Χρειάζεται εκπαίδευση, εκπαίδευση στελεχών, οι μεταπτυχιακοί μας απόφοιτοι είναι αυτά τα εκπαιδευμένα στελέχη που μπορούν να βοηθήσουν τον τομέα που αναφέραμε, τη διασύνδεση θρησκευτικού τουρισμού με τα μουσεία, από όπου θα προκύψει μια στέρεη βάση για την οικονομική ανάπτυξη και όχι ευκαιριακές οικονομικές κινήσεις», επισήμανε.
Η τάση προς βιωματικές εμπειρίες
Τα δεδομένα στον τουρισμό αλλάζουν γρήγορα και μαζί με αυτά αλλάζουν και οι επιθυμίες των τουριστών. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται έντονα η τάση που έχουν οι τουρίστες προς τις βιωματικές εμπειρίες. Οι περισσότεροι επισκέπτες δεν επιλέγουν απλώς έναν προορισμό και αρχίζουν να περιπλανούνται σε αυτόν, αλλά επιθυμούν να βιώσουν έντονες εμπειρίες, τις οποίες όχι μόνο θα θυμούνται αλλά και θα εξιστορούν συχνά.
«Αυτή η τάση παρατηρείται κυρίως μέσα από τη βιβλιογραφία και την ερευνητική δουλειά συναδέλφων που ασχολούνται επισταμένα με το φαινόμενο του τουρισμού, γιατί αυτό το φαινόμενο παρατηρείται γενικά στον τουρισμό, σε βαθμό πολύ μεγαλύτερο βέβαια στον θρησκευτικό τουρισμό, όπου εμπλέκεται το αίσθημα της πίστης. Αλλά γενικά οι σημερινοί τουρίστες αναζητούν και βιωματική συμμετοχή. Γι' αυτό βλέπουμε πάντοτε στα τουριστικά πακέτα να προστίθενται τελευταία και κάποιες βιωματικές δράσεις, συμμετοχές δηλαδή σε δρώμενα. Στον θρησκευτικό τουρισμό αυτό το πεδίο είναι πολύ γόνιμο, πολύ εύκολο, διότι όπως είπα υπάρχει έντονο το ενδιαφέρον της γνώσης, να γνωρίσει κάποιος εις βάθος τα θρησκευτικά στοιχεία ενός τόπου, μιας θρησκείας η οποία τον ελκύει και ως γνωστικό αντικείμενο. Ποιος θα μας βοηθήσει να προσφέρουμε ένα καθαρό προϊόν βιωματικό και να ικανοποιήσουμε τόσο τον θρησκευτικό τουρίστα όσο και τον προσκυνητή; Θα μας βοηθήσει μια κατάλληλη εκπαίδευση, μια κατάλληλη υποδομή όπως είπα προηγουμένως», ξεκαθάρισε η κ. Παπαδημητρίου.

«Η συμβολή των Μουσείων στον Θρησκευτικό και Προσκυνηματικό Τουρισμό» βρέθηκε στο επίκεντρο επιστημονικής ημερίδας από το Διϊδρυματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Θρησκευτικός και Προσκυνηματικός Τουρισμός» του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας και Χριστιανικού Πολιτισμού του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και του Τμήματος Διοίκησης Οργανισμών, Μάρκετινγκ & Τουρισμού του Διεθνούς Πανεπιστημίου της Ελλάδος.
Στην ημερίδα συμμετείχε η Καθηγήτρια Μουσειοδιδακτικής του ΕΚΠΑ Διοτίμα Λιαντίνη-Νικολακάκου και η Δρ Αρχαιολογίας και προϊσταμένη του Τμήματος Συλλογών Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης, Αντιγόνη Τζιτζιμπάση. Τη συζήτηση συντόνισε η Ομότιμη Καθηγήτρια Καινής Διαθήκης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Κυριακούλα Παπαδημητρίου.









