Για μια μέτρια χρονιά που είναι παραπλήσια με την περσινή, όσον αφορά τη μέχρι τώρα παραγωγή ελαιολάδου, κάνει λόγο ο πρόεδρος της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Ελαιολάδου (ΕΔΟΕ), Μανώλης Γιαννούλης.
Όπως αναφέρει ο κ. Γιαννούλης μιλώντας στα Μακεδονικά Νέα, οι καιρικές συνθήκες ήταν ευνοϊκές, με αρκετές βροχές και καλή άνθηση των ελαιόδεντρων, γεγονός που βοήθησε στην απόδοση. Οι τιμές, ωστόσο, σύμφωνα με τον ίδιο, δεν κινήθηκαν στα ίδια επίπεδα με πέρυσι, αλλά κάπως χαμηλότερα και σίγουρα πιο χαμηλά από ότι ήλπιζαν οι παραγωγοί.
«Οι τιμές, αυτή τη στιγμή βρίσκονται στην περιοχή των 5 ευρώ – ίσως και λίγο χαμηλότερα. Φανταζόμαστε ότι θα κινηθούν σε αυτό το εύρος, από 4 έως 5 ευρώ το κιλό, για το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο» λέει χαρακτηριστικά, εκτιμώντας πως δεν αναμένονται μεγάλες διακυμάνσεις, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον. Ωστόσο υπογραμμίζει πως είναι ακόμη νωρίς για ασφαλή συμπεράσματα, καθώς η συγκομιδή μόλις ξεκίνησε σε πολλές περιοχές.
Παράλληλα, ο πρόεδρος της ΕΔΟΕ αναφέρεται στα αυξημένα κόστη παραγωγής που πιέζουν αφόρητα τον Έλληνα ελαιοπαραγωγό, με πρώτο και βασικότερο τα εργατικά χέρια.
«Ο μεγαλύτερος συντελεστής κόστους είναι το εργατικό. Στην Ελλάδα η εργασία είναι ακριβή. Πριν τον κορωνοϊό, τα μεροκάματα ήταν 30 ευρώ και σήμερα έφτασαν τα 60 και τα 70. Και μετά την ενεργειακή κρίση και την αύξηση στα λιπάσματα, το κόστος έχει σχεδόν διπλασιαστεί. Όμως ο παραγωγός δεν μπορεί να πουλήσει ακριβότερα, γιατί η διεθνής τιμή καθορίζεται κυρίως από την Ισπανία και την Πορτογαλία και αν ο ίδιος ζητήσει περισσότερα, τότε αυτόματα δεν θα έχει που να πουλήσει», τονίζει, προσθέτοντας πως τελικά όλες οι αυξήσεις απορροφώνται από τον ίδιο τον παραγωγό.
Η νοθεία και ο ρόλος το τενεκέ
Ο κ. Γιαννούλης αναφέρει στα Μακεδονικά Νέα πως σήμερα, η μεγαλύτερη πληγή του κλάδου είναι ο «τενεκές», η πώληση χύμα ελαιόλαδου που αποτελεί μια πραγματικότητα που όλοι γνωρίζουν αλλά ελάχιστοι παραδέχονται. «Παρά το γεγονός ότι η χύμα διάθεση ελαιολάδου έχει απαγορευτεί εδώ και 23 χρόνια, η πρακτική του “τενεκέ” όχι μόνο δεν έχει εκλείψει, αλλά συνεχίζει να κυριαρχεί στην ελληνική αγορά» αναφέρει.
Εξηγεί πως οι περισσότεροι καταναλωτές εξακολουθούν να προτιμούν το χύμα λάδι «από γνωστούς και συγγενείς» - από τον «ξάδελφο, τον κουμπάρο ή τον φίλο». Όπως τονίζει, η πολιτεία δεν μπορεί να ελέγξει το φαινόμενο, γιατί στην ουσία το πρόβλημα το συντηρούν οι ίδιοι οι καταναλωτές: «Όταν όλοι επιδιώκουμε να αγοράζουμε από γνωστούς και χύμα, η πολιτεία δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Δεν μπορεί να σε προστατεύσει από την ίδια σου την επιλογή».
Ο πρόεδρος της ΕΔΟΕ κάνει ιδιαίτερη αναφορά και στην ποιότητα των «ελαιολάδων» που πωλούνται χύμα και επικαλούμενος στοιχεία από δειγματοληψίες του ΕΦΕΤ αναφέρει:
· Το 70% των δειγμάτων από ανώνυμα ελαιόλαδα που πωλούνται ως «εξαιρετικά παρθένα» είναι στην καλύτερη περίπτωση “μη κανονικά”.
· «Μη κανονικό» σημαίνει λάδι που δεν πληροί τα φυσικοχημικά ή οργανοληπτικά χαρακτηριστικά του εξαιρετικού παρθένου.
· Ένα μεγάλο μέρος από αυτά τα λάδια είναι νοθευμένα, δηλαδή «ελαιόλαδα αναμεμειγμένα, χρωματισμένα με τεχνητά αρώματα και χρωστικές».
Τέλος αναφορικά με τις ποσότητες που πωλούνται χύμα, ο κ. Γιαννούλης είναι αποκαλυπτικός. Όπως τονίζει, η επίσημα τυποποιημένη παραγωγή δεν ξεπερνά τους 20.000 τόνους ετησίως, ενώ το ανώνυμο λάδι που διακινείται στην εσωτερική αγορά φτάνει τους 70.000 έως 80.000 τόνους. Αυτό σημαίνει ότι το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού ελαιολάδου διακινείται εκτός ελέγχου, χωρίς πιστοποίηση, χωρίς φορολόγηση και χωρίς διασφάλιση ποιότητας.
Η ανεπίσημη αυτή αγορά, σύμφωνα με τον ίδιο, στερεί από το οργανωμένο εμπόριο και τους νόμιμους παραγωγούς δεκάδες εκατομμύρια ευρώ ετησίως, ενώ τεράστια είναι και τα ποσά που χάνει το δημόσιο.
«Μιλάμε για 80.000 τόνους χύμα ελαιολάδου. Αν υπολογίσετε τις τιμές της αγοράς, μιλάμε για 300–600 εκατομμύρια το χρόνο. Αυτά είναι διαφυγόντα έσοδα – χαμένα για την οικονομία και για τον κλάδο».
Σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΕΔΟΕ, η διαφορά δεν έγκειται μόνο στα φορολογικά έσοδα: «Συζητάμε για μια παράνομη πρακτική που στερεί εισόδημα από τον παραγωγό, τον τυποποιητή και το κράτος. Και την ίδια στιγμή, απαξιώνει το ελληνικό ελαιόλαδο στη συνείδηση του καταναλωτή» καταλήγει.







