Ο Δρ Ρόναλντ Μαϊνάρντους, κύριος ερευνητής στο ΕΛΙΑΜΕΠ, μιλά στο Liberal και την Ευαγγελία Μπίφη εν όψει της κρίσιμης ψηφοφορίας στη γαλλική Εθνοσυνέλευση που θα σημάνει ως όλα δείχνουν τους τίτλους τέλους της κυβέρνησης Μπαϊρού, αποτυπώνοντας πώς μία Γαλλία σε πολιτική και οικονομική παράλυση μπορεί να κλονίσει ολόκληρο το ευρωπαϊκό εγχείρημα.
Κύριε Μαϊνάρντους, τι θα σημάνει πολιτικά και οικονομικά για τη Γαλλία μια ενδεχόμενη κατάρρευση της κυβέρνησης Μπαϊρού;
Η πιθανή πτώση του Φρανσουά Μπαϊρού θα αποτελούσε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ακόμη επεισόδιο στην αλληλουχία ασταθών κυβερνήσεων. Θα επιδείνωνε ακόμη περισσότερο -και μάλιστα δραματικά- την ήδη εύθραυστη πολιτική κατάσταση στη Γαλλία. Ήδη ο προκάτοχός του, Μισέλ Μπαρνιέ, είχε αποτύχει· τότε επίσης το ζήτημα αφορούσε διαφορές γύρω από τον προϋπολογισμό. Με τον Μπαϊρού θα ήταν ο δεύτερος πρωθυπουργός που θα αναγκαζόταν να παραιτηθεί μέσα σε έναν χρόνο. Αυτό αποδυναμώνει την εμπιστοσύνη στην ικανότητα δράσης της Πέμπτης Δημοκρατίας. Παράλληλα αναδεικνύει την παράλυση του πολιτικού συστήματος σε μια διεθνή συγκυρία όπου οι προκλήσεις πληθαίνουν σε πολλά μέτωπα.
Σε οικονομικό επίπεδο, η κατάσταση είναι εξαιρετικά ανησυχητική: οι χρηματαγορές παρακολουθούν με αγχωμένο βλέμμα το πολιτικό χάος και ο κίνδυνος μιας κρίσης χρέους αυξάνεται. Ήδη Γάλλοι πολιτικοί προβαίνουν σε συγκρίσεις με την ελληνική κρίση πριν από δέκα και πλέον χρόνια. Ο Μπαϊρού επεδίωκε με τα σχέδια λιτότητας να ανακτήσει αξιοπιστία. Αν αποτύχει -κάτι που θεωρείται σχεδόν βέβαιο- θα αφήσει πίσω του μια χώρα εσωτερικά μπλοκαρισμένη και εξωτερικά αποδυναμωμένη. Η Γαλλία κινδυνεύει να χάσει όχι μόνο τον πρωθυπουργό της, αλλά και τον ρόλο της ως άγκυρα σταθερότητας της Ευρώπης.
Τι αποκαλύπτει η απόφαση του Μπαϊρού να θέσει ζήτημα εμπιστοσύνης για τη στρατηγική του;
Η κίνηση του Φρανσουά Μπαϊρού είναι πράξη απελπισίας - και ταυτόχρονα ένα μήνυμα. Γνωρίζει ότι τα σχέδια λιτότητας που προωθεί δεν έχουν καμία τύχη να περάσουν από το Κοινοβούλιο. Παρ’ όλα αυτά, επιλέγει συνειδητά την οδό της ψήφου εμπιστοσύνης. Δεν πρόκειται τόσο για τακτική όσο για ζήτημα αρχής: θέλει να δείξει ότι η δημοσιονομική πειθαρχία και οι δυσάρεστες μεταρρυθμίσεις είναι αναπόφευκτες. Με αυτή την πολιτική σκηνοθεσία προσπαθεί να προκαλέσει σοκ και να επαναπλαισιώσει τη συζήτηση γύρω από την ανάγκη σκληρών περικοπών.
Ωστόσο, το μήνυμα χάνεται, γιατί διαλέγει τα λάθος σύμβολα - όπως η κατάργηση δύο αργιών. Το μέτρο δεν αποφέρει ουσιαστική εξοικονόμηση, αλλά προκαλεί τη μέγιστη δυνατή αντίδραση. Στην πραγματικότητα, ο Μπαϊρού διαλέγει συνειδητά το βήμα ώστε, αν αποτύχει, να αποχωρήσει με το κεφάλι ψηλά. Πρόκειται ίσως για πολιτική αυτοκτονία, αλλά τουλάχιστον του εξασφαλίζει προφίλ ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2027. Ο Μπαϊρού είναι σήμερα 74 ετών και ουδέποτε εκρυβε τις φιλοδοξίες του για το ανώτατο αξίωμα. Είχε θέσει τρεις φορές υποψηφιότητα χωρίς επιτυχία. Για εκείνον, το «εδώ και τώρα» ειναι η τελευταία του ευκαιρία.
Ποιες θα ήταν οι συνέπειες μιας περαιτέρω διολίσθησης της Γαλλίας για την Ευρώπη;
Μια ασταθής Γαλλία θα αποτελούσε σοκ για την Ευρώπη. Ως η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία και συν-αρχιτέκτονας του ευρώ, το Παρίσι είναι αναντικατάστατο για τη σταθερότητα της Ένωσης. Ήδη και μόνο η συζήτηση για ενδεχόμενη παρέμβαση του ΔΝΤ δείχνει πόσο σοβαρά εκτιμάται η κατάσταση. Αν η Γαλλία βυθιστεί σε κρίση χρέους, οι συνέπειες θα είναι απείρως βαρύτερες από το ελληνικό δράμα του 2010. Δεν θα πρόκειται πλέον για τον κίνδυνο ντόμινο, αλλά για ένα συστημικό σοκ, ικανό να θέσει υπό αμφισβήτηση ολόκληρο το ευρωπαϊκό εγχείρημα.
Σε πολιτικό επίπεδο, ελλοχεύει ο κίνδυνος ένα παραλυμένο Παρίσι να χάσει τον ρόλο του ως εταίρος του Βερολίνου στον ευρωπαϊκό «κινητήρα» - και μάλιστα σε μια περίοδο όπου ο πόλεμος, ένας απρόβλεπτος Αμερικανός πρόεδρος και οι γεωπολιτικές εντάσεις σε πολλά σημεία δοκιμάζουν την Ευρώπη. Το μήνυμα είναι σαφές: η Γαλλία δεν πρέπει να διολισθήσει, ώστε η Ευρωπαϊκή Ένωση να μην βρεθεί η ίδια σε υπαρξιακή κρίση.
Πόσο βαριά είναι η ευθύνη που σηκώνει ο Φρίντριχ Μερτς;
Οι προσδοκίες από τον Φρίντριχ Μερτς είναι τεράστιες. Πολλοί ήλπιζαν ότι η Γερμανία, ύστερα από χρόνια δισταγμών, θα μπορούσε να επαναφέρει τη «λοκομοτίβα» της Ευρώπης στις ράγες. Πράγματι, οι σχέσεις ανάμεσα στο Παρίσι και το Βερολίνο γνωρίζουν μετά από χρόνια στασιμότητας μια νέα δυναμική. Ο νέος καγκελάριος είναι ένθερμος υποστηρικτής της στρατηγικής συνεργασίας με τους Γάλλους. Γι’ αυτό και η πολιτική τάξη στο Βερολίνο παρακολουθεί με ιδιαίτερη ανησυχία τις εξελίξεις στο Παρίσι. Γιατί με έναν πολιτικά αποδυναμωμένο Μακρόν αυξάνεται η πίεση προς τη Γερμανία να αναλάβει μόνη της την ευθύνη της ηγεσίας.
Ωστόσο, ο Φρίντριχ Μερτς έχει τα δικά του προβλήματα. Στην εσωτερική πολιτική η νεοσύστατη ακόμη συμμαχία με τους Σοσιαλδημοκράτες δείχνει τα πρώτα σημάδια κόπωσης. Ο Μερτς πρέπει όχι μόνο να διαχειριστεί τις εσωτερικές συγκρούσεις μιας κυβερνητικής συμμαχίας, αλλά ταυτόχρονα να στείλει στην Ευρώπη το μήνυμα ότι η Γερμανία είναι ικανή και πρόθυμη να καλύψει το κενό. Πρόκειται για ηράκλειο άθλο, καθώς η γαλλογερμανική αρμονία δεν μπορεί εύκολα να αντικατασταθεί. Αν αυτό δεν επιτευχθεί, άλλοι παίκτες -όπως η Τζόρτζια Μελόνι ή ο Ντόναλντ Τουσκ- θα επιχειρήσουν να αναλάβουν τον ρόλο του ρυθμιστή. Το ερώτημα δεν είναι τόσο αν ο Μερτς θέλει να σηκώσει αυτό το βάρος, αλλά αν η Ευρώπη είναι πράγματι έτοιμη να ακολουθήσει έναν γερμανικό ηγετικό ρόλο.
Πώς αλλάζει η ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική άμυνας, όταν η Γαλλία είναι πολιτικά μπλοκαρισμένη;
Η Γαλλία αποτελεί εδώ και δεκαετίες τον κινητήρα της ευρωπαϊκής αμυντικής πολιτικής. Αν το Παρίσι παραμένει εσωτερικά παράλυτο, αυτό έχει άμεσες συνέπειες. Παρότι υπάρχει συναίνεση στο πολιτικό φάσμα ότι οι αμυντικές δαπάνες πρέπει να αυξηθούν, η κρίση απειλεί να καθυστερήσει κρίσιμες αποφάσεις -ιδίως σε ό,τι αφορά τα εξοπλιστικά προγράμματα. Ο Μακρόν έχει δεσμεύσει δισεκατομμύρια για τις ένοπλες δυνάμεις, αλλά χωρίς σταθερή κυβέρνηση πολλά μένουν στα χαρτιά.
Η Γερμανία από μόνη της δεν μπορεί να καλύψει αυτό το κενό, ακόμη κι αν θέλει να ενισχύσει τον στρατιωτικό της ρόλο. Για μια ισχυρή Ευρώπη είναι απαραίτητος ο άξονας Βερολίνου-Παρισιού. Χωρίς τη Γαλλία ελλοχεύει ο κίνδυνος κατακερματισμού: εθνικοί εγωισμοί αντί για κοινή στρατηγική. Σε μια περίοδο όπου οι ΗΠΑ απομακρύνονται από την Ευρώπη και η Ρωσία ασκεί όλο και μεγαλύτερη πίεση, αυτό είναι ένας κίνδυνος που η Ευρώπη δύσκολα μπορεί να αντέξει. Η αμυντική αρχιτεκτονική θα γινόταν εύθραυστη - ακριβώς τη στιγμή που θα έπρεπε να είναι πιο σταθερή από ποτέ.
Σε ποιον βαθμό επηρεάζουν οι εξελίξεις στη Γαλλία την ισορροπία δυνάμεων στο γερμανικό κυβερνητικό στρατόπεδο; Και τι σημαίνει η άνοδος της AfD και της Λεπέν για τα επόμενα χρόνια στην Ευρώπη;
Με καμία άλλη χώρα η Γερμανία δεν έχει στενότερες σχέσεις απ’ ό,τι με τη Γαλλία. Και για τις δύο χώρες ισχύει ότι οι σχέσεις με τον εκάστοτε εταίρο είναι οι σημαντικότερες - κάτι που αφορά ιδιαίτερα την πολιτική ασφάλειας, η οποία έχει αποκτήσει βαρύνουσα σημασία μετά την επιθετικότητα του Πούτιν εναντίον της Ουκρανίας. Η γαλλογερμανική φιλία καλύπτει όλους τους τομείς της ζωής και ενισχύεται συστηματικά από τις δύο κυβερνήσεις.
Ανάμεσα στα γερμανικά κόμματα υπάρχει μεγάλη συναίνεση ότι η συμμαχία με το Παρίσι αποτελεί κεντρικό πυλώνα της γερμανικής πολιτικής. Υπό τον Φρίντριχ Μερτς αυτό γίνεται ακόμη πιο σαφές απ’ ό,τι επί του προκατόχου του, Όλαφ Σολτς, για τον οποίο λέγεται ότι δεν είχε καλή προσωπική σχέση με τον Γάλλο πρόεδρο. Τον Μακρόν και τον Μερτς τούς ενώνει το όραμα μιας ισχυρής Ευρώπης - και ταυτόχρονα η ανησυχία για την άνοδο ακραίων δεξιών δυνάμεων, οι οποίες πολεμούν αυτό το όραμα και θέλουν να καταστρέψουν την Ευρώπη στη σημερινή της μορφή.
Στη Γαλλία, η Λεπέν στοχεύει στην εξουσία, το αργότερο στις επόμενες προεδρικές εκλογές· στη Γερμανία, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η AfD είναι σε ορισμένα τμήματα της Ανατολής το ισχυρότερο κόμμα. Οι επιτυχίες των λαϊκιστών δεν πέφτουν από τον ουρανό: σε μεγάλο βαθμό αποτελούν και αποτέλεσμα της αδυναμίας του δημοκρατικού κέντρου να βρει λύσεις για τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα. Η τρέχουσα κυβερνητική κρίση στη Γαλλία είναι απλώς το τελευταίο παράδειγμα αυτής της αδυναμίας των δημοκρατικών δυνάμεων του κέντρου.
Ο Δρ Ρόναλντ Μαϊνάρντους είναι Κύριος Ερευνητής στο Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ)