Όμως αυτό ακριβώς έκανε ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, διατάζοντας την αναδιάταξη δύο αμερικανικών πυρηνικών υποβρυχίων, επιτρέποντας έτσι να φανεί πως έχει ταραχθεί από τις κενές απειλές του Ντμίτρι Μεντβέντεφ – ενός φωνακλά, αλλά εδώ και καιρό περιθωριοποιημένου πρώην προέδρου της Ρωσίας.
Σε μια σειρά πομπωδών αναρτήσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ο Μεντβέντεφ, που τα τελευταία χρόνια έχει υιοθετήσει ένα έντονα αντιδυτικό προφίλ, επιτέθηκε στην προθεσμία που έχει θέσει ο Τραμπ στη Ρωσία για την επίτευξη ειρηνευτικής συμφωνίας στην Ουκρανία, η οποία πλησιάζει στη λήξη της. Δήλωσε ότι κάθε νέο τελεσίγραφο αποτελεί ένα «βήμα προς τον πόλεμο» – όχι μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, αλλά «με τη δική του χώρα».
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ θα πρέπει να θυμάται «πόσο επικίνδυνο μπορεί να είναι το θρυλικό “Νεκρό Χέρι”», έγραψε ο Μεντβέντεφ, κάνοντας μια προκλητική αναφορά στο σοβιετικής εποχής αυτόματο σύστημα πυρηνικής αντεπίθεσης της Ρωσίας, το οποίο μπορεί να εκκινήσει την εκτόξευση διηπειρωτικών βαλλιστικών πυραύλων αν ανιχνεύσει πυρηνική επίθεση.
Ο ίδιος ο υπουργός Εξωτερικών του Τραμπ, Μάρκο Ρούμπιο, υποβάθμισε τις πρόσφατες αναρτήσεις του Ρώσου, επισημαίνοντας ότι ο Μεντβέντεφ δεν είναι πλέον υπεύθυνος λήψης αποφάσεων στη Μόσχα. Αυτή είναι μια άποψη που συμμερίζονται πολλοί Ρώσοι, για τους οποίους ο Μεντβέντεφ θεωρείται πολιτικά ασήμαντος, χωρίς πραγματική επιρροή – πόσο μάλλον εξουσία για εκτόξευση πυρηνικών όπλων.
Αυτό θέτει το ερώτημα: γιατί ο Τραμπ θα επέλεγε καν να ασχοληθεί με δηλώσεις που ο ίδιος χαρακτήρισε «ανόητες» και να εκδώσει μια τόσο έντονη δημόσια απάντηση, ενισχύοντας τη ρητορική μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας;
Μία πιθανή απάντηση είναι ότι πρόκειται για έναν βολικό τρόπο για τον Τραμπ να εμφανιστεί «σκληρός» απέναντι στη Μόσχα, στοχοποιώντας μια δημόσια φιγούρα που στη Ρωσία συχνά αποκαλείται «ο μικρός Ντίμα» λόγω του μικρού του αναστήματος, χωρίς όμως να έρθει σε άμεση αντιπαράθεση με την πραγματική εξουσία στο Κρεμλίνο - τον πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν - ούτε και να επιφέρει κάποια ουσιαστική αλλαγή στη στρατηγική πυρηνικής πολιτικής των Η.Π.Α.
Ο Τραμπ δήλωσε ότι η εντολή του να «τοποθετηθούν δύο πυρηνικά υποβρύχια στις κατάλληλες περιοχές» δόθηκε σε περίπτωση που οι «ανόητες και προκλητικές δηλώσεις» του Μεντβέντεφ είναι κάτι περισσότερο από απλές δηλώσεις.
Ωστόσο, υπάρχουν πολλαπλά αμερικανικά πυρηνικά υποβρύχια, οπλισμένα με εκατοντάδες πυρηνικές κεφαλές, που περιπολούν καθημερινά στους ωκεανούς του κόσμου. Λόγω της τεράστιας εμβέλειας των πυραύλων που φέρουν - χιλιάδων μιλίων - καθώς και του μεγέθους της Ρωσίας, είναι απίθανο οποιαδήποτε αναδιάταξη να επηρεάσει σημαντικά την ικανότητά τους να πλήξουν ρωσικούς στόχους.
Όμως, όπως πάντα, το ζήτημα του χρόνου είναι καθοριστικό.
Ο ειδικός απεσταλμένος του Τραμπ για τη Μέση Ανατολή, Στιβ Γουίτκοφ, που ταυτόχρονα λειτουργεί και ως προσωρινός διαμεσολαβητής με τη Ρωσία, αναμένεται να έχει περισσότερες συζητήσεις με τη ρωσική ηγεσία τις επόμενες μέρες. Πιθανότατα θα πιέσει ξανά για εκεχειρία, καθώς πλησιάζει η λήξη της προθεσμίας που έθεσε ο Τραμπ, για το Κρεμλίνο να συμφωνήσει σε ειρήνη στην Ουκρανία ή να αντιμετωπίσει αυστηρούς δασμούς.
Λίγοι περιμένουν ρεαλιστικά ότι το Κρεμλίνο, το οποίο επιμένει πεισματικά να επιτύχει τους καθορισμένους στρατιωτικούς στόχους πριν τερματίσει τη σύγκρουση στην Ουκρανία, θα υποχωρήσει. Η πρόσφατη όξυνση της πυρηνικής ρητορικής είναι απίθανο να αλλάξει αυτή τη σκληρή θέση.
Ωστόσο, καθώς ο Τραμπ ζυγίζει - και πιθανόν απομακρύνεται - από τον πιθανώς αυτοκαταστροφικό αντίκτυπο της επιβολής δευτερογενών κυρώσεων σε χώρες όπως η Ινδία και η Κίνα που αγοράζουν ρωσικό πετρέλαιο, όπως έχει απειλήσει να κάνει, το φάντασμα αυξημένης πυρηνικής ετοιμότητας μπορεί να αποδειχτεί ένας χρήσιμος αντιπερισπασμός.
Στην πραγματικότητα, η δημιουργία ενός αντιπερισπασμού από τα αυξανόμενα πολιτικά προβλήματα στο εσωτερικό της χώρας μπορεί να είναι ένα ευπρόσδεκτο παράπλευρο αποτέλεσμα της όξυνσης της πυρηνικής ρητορικής.
Οι συζητήσεις για την αυξανόμενη πυρηνική ετοιμότητα απέναντι στη Ρωσία, που διαθέτει περισσότερα ατομικά όπλα από οποιαδήποτε άλλη χώρα στον κόσμο, μπορεί να επισκιάσουν πιο ασήμαντα εσωτερικά ζητήματα, όπως, για παράδειγμα, το σκάνδαλο Έπσταϊν.
Φυσικά, κάθε αναφορά σε πυρηνική κλιμάκωση μεταξύ των μεγαλύτερων πυρηνικών υπερδυνάμεων του κόσμου δικαίως προκαλεί σοβαρή προσοχή. Ωστόσο, η ευρύτερη σχέση μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας, αν και υπό ανανεωμένη πίεση, δεν βρίσκεται σε σημείο πυρηνικής σύγκρουσης.
Και παρόλο που η φαινομενικά ελαφρότητα στη χρήση πυρηνικών απειλών και από τις δύο πλευρές μπορεί να ανησυχεί, δεν σηματοδοτεί ότι μια πυρηνική σύγκρουση είναι κοντά.