Αντί γι’ αυτό, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής καλείται τώρα να βρει τρόπο ώστε να διασώσει τη συμφωνία με την Mercosur, συσπειρώνοντας την ύστατη στιγμή στήριξη από χώρες, ανάμεσά τους την Ιταλία, η οποία συνέβαλε στη νέα καθυστέρηση που προέκυψε κυρίως λόγω των ανησυχιών για τη ζημιά που θα επέλθει στους εγχώριους αγροτικούς τομείς.
Οι διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία με την Αργεντινή, τη Βραζιλία, την Ουρουγουάη και την Παραγουάη έχουν τραβήξει αισίως επί 25 χρόνια, προκαλώντας εκνευρισμό στις χώρες της Νότιας Αμερικής.
Η συνεχιζόμενη αποτυχία επικύρωσης αποτελεί πλήγμα για την ΕΕ, η οποία θέλει να χρησιμοποιήσει τη διατλαντική συμφωνία ως τεκμήριο ότι μπορεί να λειτουργήσει ως παγκόσμια δύναμη και ειδικά ότι μπορεί να κινηθεί πέρα από την επιρροή της Κίνας και των ΗΠΑ, με τις οποίες οι εμπορικές σχέσεις έχουν γίνει όλο και πιο εχθρικές.
Η ΕΕ αντιμετωπίζει την Κίνα ταυτόχρονα ως οικονομικό ανταγωνιστή και ως συστημικό αντίπαλο και προσπαθεί να ισορροπήσει σε μια κλιμακούμενη αντιπαράθεση με αμοιβαίους δασμούς. Η Κίνα έχει ανακοινώσει πιο αυστηρούς ελέγχους στις εξαγωγές σπάνιων γαιών και άλλων κρίσιμων υλικών, δείχνοντας τις ευρωπαϊκές αδυναμίες.
Το καλοκαίρι, η ΕΕ δέχθηκε αυτό που θεώρησε ως αναγκαστικό «άνισο» εμπορικό συμβιβασμό με τις ΗΠΑ, αποδεχόμενη δασμό 15% για τα περισσότερα ευρωπαϊκά προϊόντα προς την αμερικανική αγορά, ενώ δεσμεύθηκε να καταργήσει όλους τους δασμούς για τα αμερικανικά βιομηχανικά αγαθά.
Οικονομικοί αναλυτές σημειώνουν ότι η αποτυχία εξουσιοδότησης της συμφωνίας θα έπληττε περισσότερο οικονομικά τα κράτη της Mercosur, αλλά θα ήταν γεωπολιτικό χτύπημα και για τις Βρυξέλλες σε μια περίοδο αυξανόμενης πίεσης από ΗΠΑ και Κίνα.
Η συμφωνία ΕΕ–Mercosur θα μπορούσε να βοηθήσει την Ευρώπη να ξεφύγει από τις τεταμένες δυναμικές με Ουάσιγκτον και Πεκίνο. Θα δημιουργούσε μια ολοκληρωμένη αγορά 780 εκατομμυρίων καταναλωτών, θα εξάλειφε σταδιακά δασμούς σε προϊόντα όπως τα αυτοκίνητα και θα παρείχε ευκολότερη πρόσβαση στον τεράστιο αγροτικό τομέα και τους πόρους της Mercosur.
Κρίσιμης δε, σημασίας είναι ότι θα εξασφάλιζε στην ΕΕ εναλλακτικές αλυσίδες εφοδιασμού πέρα από τις δύο υπερδυνάμεις, ενώ θα έδειχνε ότι η Ευρώπη μπορεί να προσφέρει μια αξιόπιστη οικονομική εναλλακτική.
Η αποτυχία θα αποτελούσε «επική γκάφα για τις φιλοδοξίες της Ευρώπης να τοποθετηθεί ως παίκτης με σημασία στη διεθνή οικονομική σκηνή», σύμφωνα με αναλυτές ευρωπαϊκών think tanks.





