Στον κόσμο της οικονομίας και του επιχειρείν απαραίτητη προϋπόθεση για να πετύχει ένα επιχειρηματικό εγχείρημα είναι το καλό και ποιοτικό προϊόν ή η καλή και ποιοτική υπηρεσία που θα παρέχει. Αρκεί όμως αυτό; Σίγουρα όχι. Υπάρχει ένας συνδυασμός παραγόντων που πρέπει να συνυπάρχουν ώστε το εγχείρημα να αποδώσει. Αυτοί οι παράγοντες είναι τόσο σημαντικοί και όσο και μεταβαλλόμενοι.
Σε αυτό το πλαίσιο λειτουργεί και το τουριστικό προϊόν της χώρας μας. Είναι ποιοτικό, διαθέτει σειρά πλεονεκτημάτων, αλλά δεν φτάνει. Πρέπει -και σίγουρα μπορούμε- και καλύτερα.
Με έσοδα που έφτασαν τα 21 δισεκατομμύρια ευρώ το 2024, απόδοση σημαντική, ο τουρισμός παραμένει ένα από τα δυνατά «χαρτιά» της ελληνικής οικονομίας και επιβεβαιώνει τον χαρακτηρισμό του ως βαριά βιομηχανία της χώρας.
Ποιο είναι όμως το «προϊόν» και το μοντέλο που υπηρετούμε ως χώρα; Αν είναι το «ήλιος και θάλασσα», τότε μιλάμε για ένα παρωχημένο μοντέλο που εγκλωβίζει την τουριστική εμπειρία που προσφέρουμε σε μια εποχικότητα που δεν συμφέρει κανέναν, ούτε οικονομικά, ούτε κοινωνικο – πολιτιστικά.
Φυσικά και η χώρα μας έχει στον υπερθετικό βαθμό και ήλιο και θάλασσα και είναι εδώ και χρόνια στους πρώτους καλοκαιρινούς προορισμούς παγκοσμίως. Η Ελλάδα όμως είναι και ιστορία, είναι πολιτισμός, είναι Δύση και Ανατολή ταυτόχρονα και φυσικά είναι και μια σύγχρονη χώρα που συμβαδίζει με την εποχή που διανύουμε και πρέπει να μπορεί να καλύψει τις ανάγκες και τις υψηλότερες απαιτήσεις και σε αυτό το επίπεδο.
Πιο συγκεκριμένα και πιο αναλυτικά.
Το δίπτυχο που προσφέρουμε, «θάλασσα και ήλιος». Έχουμε τις παραλίες έχουμε τον καιρό και το κλίμα, όμως δεν είμαστε οι μόνοι που έχουμε αυτά τα πλεονεκτήματα. Για να αυξήσουμε την αποδοτικότητά τους πρέπει να δούμε τι προσφέρει ο ανταγωνισμός, να ανέβουμε επίπεδο σε υποδομές και να εκπαιδευτούν οι επαγγελματίες του τουριστικού κλάδου με τέτοιο τρόπο που και να εκσυγχρονίσουν τις επιχειρήσεις τους και να συμπεριφέρονται στον τουρίστα ως έναν τακτικό πελάτη που τον φιλοξενούν και θα τον υποδεχτούν και πάλι και όχι σαν μια «αρπαχτή».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι υποδομές υποδοχής τουριστών υψηλού βαλαντίου. Δεν νοείται σε μια χώρα με τη μεγαλύτερη ακτογραμμή στην Ευρώπη, να υστερούμε σε μαρίνες. Παράλληλα, η διαφοροποποίηση της εμπειρίας θα λειτουργήσει με τέτοιο τρόπο ώστε να μην συγκεντρώνεται το μεγαλύτερο ποσοστό τουριστών σε συγκεκριμένους προορισμούς, μη επιτρέποντας την ισορροπη τουριστική ανάπτυξη και άλλων περιοχών της χώρας που επίσης έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά. Πρέπει όμως ο επισκέπτης να μπορεί να βρει σε αυτές τις περιοχές διαφορετικά στοιχεία για να απολαύσει τις διακοπές του και να γεμίσει ποιοτικά το χρόνο του.
Η αποφυγή της εποχικότητας όμως, πρέπει να στρέψει την προσοχή της πολιτείας και των επιχειρηματιών του κλάδου σε εναλλακτικές μορφές. Για να καταφέρει να κλείσει η ψαλίδα ανάμεσα στην επισκεψιμότητα κατά τους θερινούς μήνες, με τις υπόλοιπες εποχές του χρόνου, πρέπει να μπορέσουμε να αναπτύξουμε μορφές τουρισμού που να υποστηρίζουν ακριβώς αυτό τον σκοπό. Ο αθλητικός τουρισμός. Χωρίς την ανάληψη διοργάνωσης μεγάλων αθλητικών γεγονότων δεν μπορεί να γίνει πραγματικότητα, όμως χρειάζεται σχέδιο, υποδομές και διεκδίκηση αυτών των μεγάλων διοργανώσεων. Ο συνεδριακός τουρισμός, επίσης δεν μπορεί να έχει την έκταση που θα επιθυμούσαμε ως χώρα, εάν δεν καταστεί η Ελλάδα διοργανώτρια μεγάλων συνεδρίων, εξασφαλίζοντας τη συμμετοχή προσωπικοτήτων παγκόσμιας εμβέλειας, ανάλογα με το αντικείμενο του εκάστοτε συνεδρίου. Και σε αυτή την περίπτωση οι υποδομές παίζουν σημαντικό ρόλο και όχι μόνο οι συνεδριακές. Ο θρησκευτικός τουρισμός, μια εναλλακτική μορφή που η χώρα μας έχει την «πρώτη ύλη» να την υποστηρίξει. Ωστόσο, χρειάζεται προβολή σε παγκόσμιο επίπεδο όσων έχουμε να επιδείξουμε σε αυτό το επίπεδο, μια καλά οργανωμένη προσπάθεια διάδοσης της ιστορίας και της θρησκευτικής σημασίας και φυσικά επιχειρηματίες που θα αναλάβουν υπεύθυνα τη διοργάνωση εκδρομικών πακέτων καθ΄όλη τη διάρκεια του έτους. Ο κατάλογος των εναλλακτικών μορφών τουρισμού είναι πολύ μεγάλος με την χώρα μας πραγματικά να μπορεί να υποστηρίξει την πλειονότητα αυτών. Χρειάζεται υπομονή, επιμονή, στήριξη από την πολιτεία και προσαρμογή στις ταχύτητες με τις οποίες συντελούνται οι αλλαγές στις ημέρες μας.
Η ανάπτυξή τους αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για αυξημένη τουριστική επισκεψιμότηταστην Ελλάδα, 365 ημέρες το χρόνο.
Απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί επίσης, η αύξηση των αγορών στις οποίες απευθυνόμαστε. Με τον χαρακτηρισμό του τουρισμού ως προϊόν, άμεσα εμπίπτει στον πιο διαδεδομένο κανόνα της αγοράς, αυτόν της προσφοράς και ζήτησης. Για να μπορέσουμε λοιπόν να αποκτήσουμε ακόμη μεγαλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης στην τουριστική μας βιομηχανία πρέπει να αυξήσουμε τη «ζήτηση». Αυτό μπορεί να συμβεί με μεγαλύτερη διείσδυση στις υφιστάμενες μεγάλες αγορές που μας προσφέρουν χιλιάδες επισκέπτες κάθε χρόνο, ωστόσο είναι απαραίτητο να αναζητηθούν νέες αναδυόμενες χώρες - αγορές και να διεκδικηθούν ποιοτικότερες ροές τουριστών και από αυτές, αλλά και από τις υφιστάμενες. Για να γίνει αυτό χρειάζεται μια πολύ καλή έρευνα της κουλτούρας, του πολιτισμού και των συνηθειών των κατοίκων των χωρών αυτών, όπως και του προφίλ τους ως τουρίστες σε άλλες χώρες που επισκέπτονται. Με αυτό τον τρόπο θα κατανοηθεί η ζήτηση ώστε να διαμορφωθεί και το κατάλληλο προσφερόμενο τουριστικό προϊόν.
Κλείνοντας, θέλω να κάνω ιδιαίτερη αναφορά στην χρήση της νέας τεχνολογίας και των σύγχρονων ψηφιακών εργαλείων στον κλάδο του τουρισμού. Η χρήση αυτή δεν αποτελεί επιλογή, αλλά αναγκαιότητα. Στην εποχή μας ο ψηφιακός κόσμος και όλα όσα προσφέρει μπορούν πραγματικά να κάνουν την διαφορά σε πολλά επίπεδα. Όσοι αργήσουν να το καταλάβουν αυτό, απλά θα μείνουν πίσω και θα βλέπουν την εποχή και τους υπόλοιπους που προσαρμόστηκαν στα «θέλω» της, απλά να τους προσπερνάνε.
*Ο Απόστολος Σπαθάς είναι Σύμβουλος Επιχειρήσεων / Οικονομολόγος