Αντιμέτωπη με μια σειρά σημαντικών προκλήσεων και προβλημάτων βρίσκεται η λεγόμενη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, η οποία περιλαμβάνει επιχειρήσεις που απασχολούν έως 10 υπαλλήλους, επιχειρήσεις οι οποίες είναι οικογενειακές, αλλά και εκείνες οι οποίες είναι ατομικές, απασχολώντας μόνο τον ιδιοκτήτη τους.
Η ελληνική αγορά αποτελεί ένα οικονομικό περιβάλλον που κυριαρχείται από τις μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες -όπως συχνά λέμε- αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας μας. Το γεγονός αυτό το πιστοποιούν και οι αριθμοί: Το ποσοστό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων ξεπερνά το 95% και δραστηριοποιούνται, κυρίως, στους κλάδους του εμπορίου (μικρά καταστήματα ένδυσης -υπόδησης, παντοπωλεία, μίνι μάρκετ), της εστίασης (ταβέρνες, ουζερί, καφέ γειτονιάς κλπ), αλλά και των υπηρεσιών (πχ λογιστικές υπηρεσίες, ασφαλιστική διαμεσολάβησηκλπ)..
Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες δίνουν συχνά ζωή στις γειτονιές, τονώνουν την τοπική οικονομία και γενικότερα προσφέρουν θέσεις εργασίας σε χιλιάδες ανθρώπους, αποτελώντας τον μεγαλύτερο εργοδότη στη χώρα μας. Πάνω από το 80% της απασχόλησης σήμερα στη εθνικό επίπεδο καλύπτεται από τις πολύ μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες συμβάλουν στη δημιουργία πλούτου για την οικονομία. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1/3 του ΑΕΠ στον τομέα του εμπορίου προέρχεται από τη μικροεπιχειρηματικότητα και πάνω από το 1/3 -σχεδόν 40%- των υπηρεσιών επίσης προέρχεται από τις πολύ μικρές επιχειρηματικές οντότητες.
Χωρίς τη μικρή και μεσαία επιχειρηματικότητα, η ελληνική οικονομία σίγουρα δεν θα μπορούσε να σταθεί και δεν θα είχε ένα ευοίωνο μέλλον. Γι’ αυτό θεωρείται απολύτως αναγκαία η στήριξή της και η άρση των προβλημάτων που δυσχεραίνουν το επιχειρηματικό περιβάλλον στο οποίο δραστηριοποιούνται οι ΜμΕ, δίνοντας καθημερινό αγώνα επιβίωσης. Οι προκλήσεις και τα εμπόδια εντοπίζονται κυρίως στο φορολογικό πεδίο το οποίο συνθέτουν οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές αλλά και ο τεκμαρτός τρόπος φορολόγησης των ατομικών επιχειρήσεων, ο οποίος έχει οδηγήσει σε αυξημένα φορολογικά βάρη.
Προφανώς, το εν λόγω μέτρο υπαγορεύτηκε από τα υψηλά ποσοστά φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής όπου η Ελλάδα δυστυχώς «πρωταγωνιστεί». Όμως, δεδομένων των ανισοτήτων που «συνοδεύουν» το συγκεκριμένο σύστημα, είναι αναγκαία η κατάργησή του με παράλληλη αυστηροποίηση των ελέγχων και περαιτέρω αύξηση της χρήσης των ηλεκτρονικών μέσων πληρωμών. Τα τελευταία χρόνια έχει εφαρμοστεί μια σειρά πρωτοβουλιών προς αυτή την κατεύθυνση όπως, η υποχρεωτική χρήση των POS στις επιχειρήσεις, η διασύνδεση των ταμειακών μηχανών με τα POS και η ψηφιακή κάρτα εργασίας. Πρόκειται για εργαλεία τα οποία έχουν ως στόχο τη μείωση της φοροδιαφυγής και είναι αποδεκτά από την επιχειρηματική κοινότητα.
Για την άρση των ανισοτήτων όμως, πρέπει να μπει τέλος στον τεκμαρτό τρόπο φορολόγησης, ο οποίος δεν εξετάζει τα πραγματικά κέρδη μιας επιχείρησης, δεν εξετάζει ποια είναι τα έσοδα και οι δαπάνες της, αλλά επιβάλει φόρο με έναν τρόπο οριζόντιο και με κριτήρια άλλες μεταβλητές οι οποίες δεν σχετίζονται με τα πραγματικά της κέρδη, όπως για παράδειγμα ο χρόνος ζωής μιας επιχείρησης.
Πρόκειται για ένα ξεπερασμένο εργαλείο φορολόγησης και δεν είναι τυχαίο που βλέπουμε ότι και η κυβέρνηση εξετάζει την αντικατάσταση του από ένα αναλογικότερο σύστημα. Η φορολόγηση πρέπει να γίνεται με βάση τα καθαρά κέρδη μιας επιχείρησης και όσον αφορά τη φοροδιαφυγή και τη φοροαποφυγή, καλοδεχούμενα όλα εκείνα τα ψηφιακά εργαλεία που την ανιχνεύουν και την εντοπίζουν, καθώς και η επιβολή κυρώσεων στους παραβάτες.
Πέραν του φορολογικού μοντέλου που πρέπει να αλλάξει, πρέπει παράλληλα να μειωθεί η γραφειοκρατία, τη στιγμή που είναι απαραίτητη και η εξεύρεση των εργαλείων εκείνων που θα τονώσουν την ρευστότητα, η οποία αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για τη βιωσιμότητα μιας μικρής επιχείρησης.
Ακόμη μία πρόκληση, αλλά και αναγκαιότητα με την οποία είναι αντιμέτωπες οι ΜμΕ είναι ο ψηφιακός μετασχηματισμός τους και η ανάγκη να υιοθετήσουν ψηφιακά εργαλεία που θα τις επιτρέψουν να αντεπεξέλθουν στον υψηλό ανταγωνισμό. Για να συμβεί αυτό όμως, θα πρέπει οι επαγγελματίες να εκπαιδευτούν και να αποκτήσουν γνώση για τη χρήση αυτών των εργαλείων, κάτι που σήμερα απουσιάζει από τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα.
Σε αυτό το κομμάτι τα Επιμελητήρια έχουν κάνει πολύ σημαντικά βήματα στην απλοποίηση διαδικασιών μέσω του ΓΕΜΗ (Γενικό Εμπορικό Μητρώο) και έχουν βελτιωθεί πολύ οι χρόνοι αδειοδότησης. Για παράδειγμα, μια επιχείρηση μπορεί να ανοίξει μέσα σε ένα 24ωρο, ενώ τα Επιμελητήρια θα μπορούσαν να κάνουν πολλά περισσότερα αν η κεντρική διοίκηση τα εμπιστευόταν και τους ανέθετε περισσότερες αρμοδιότητες.
Στο πλαίσιο αυτό το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης (ΕΕΘ) είναι αρωγός στην προσπάθεια ψηφιακού μετασχηματισμού των μελών του αναλαμβάνοντας δράσεις για την επιμόρφωσή τους με διοργάνωση σεμιναρίων σε τακτά χρονικά διαστήματα.
Παράλληλα, το ΕΕΘ σχεδιάζει μια ηλεκτρονική πλατφόρμα marketplace όπου οι επιχειρήσεις- μέλη του θα μπορούν να αναρτούν τα προϊόντα τους με μηδενικές χρεώσεις. Θα είναι μια δωρεάν «βιτρίνα» των προϊόντων τους στο διαδίκτυο, σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο, μέσω του οποίου γίνεται μεγάλος όγκος πωλήσεων.
Η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα αποτελεί την καρδιά της αγοράς και η στήριξη και ενίσχυσή της, θα αποδώσει σημαντικά οφέλη στους επιχειρηματίες, αλλά γενικότερα στην εθνική οικονομία.
*Ο κ. Λάζαρος Πίτκας είναι μέλος της Διοικητικής Επιτροπής του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης (ΕΕΘ) και Υπεύθυνος Συμβουλευτικής Υποστήριξης Επιχειρήσεων του ΕΕΘ