makedonikanea.gr logo
makedonikanea.gr logo

Ο παραγωγικός δυναμισμός του Ν. Σερρών με βάση τους παραγωγικούς συντελεστές

Ακούστε το άρθρο 8'
23.09.2025 | 08:00
Σέρρες/ φωτογραφία αρχείου
/Shutterstock

Ο παραγωγικός δυναμισμός ενός τόπου εκφράζει την ευρύτερη οικονομική του δυναμική –δηλαδή, τη δομή και τη ζωτικότητα της τοπικής οικονομίας– καθώς και τον βαθμό αξιοποίησης των παραγωγικών συντελεστών, όπως η εργασία και το κεφάλαιο. Με άλλα λόγια, πρόκειται για το πόσο ικανή είναι η οικονομία μιας περιοχής να αναπτύσσεται και να παράγει πλούτο αξιοποιώντας πλήρως τις επιχειρήσεις, το ανθρώπινο δυναμικό και τους λοιπούς πόρους της.

Στην περίπτωση του Νομού Σερρών, ο παραγωγικός δυναμισμός μπορεί να εξετασθεί μέσω βασικών δεικτών που αντιστοιχούν στους κύριους παραγωγικούς συντελεστές: το επιχειρηματικό κεφάλαιο (μέσω του αριθμού και του μεγέθους των επιχειρήσεων), η εργασία (μέσω της απασχόλησης) και η παραγωγή/απόδοση (μέσω οικονομικών μεγεθών όπως το κατά κεφαλήν ΑΕΠ). Σκοπός της παρούσας ανάλυσης είναι να αξιολογηθεί η θέση και η εξέλιξη του Ν. Σερρών ως προς αυτούς τους παράγοντες κατά τα τελευταία έτη, σε σύγκριση με το γενικότερο πλαίσιο (Ελλάδα, Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας και όμοροι νομοί), ώστε να εξαχθούν τεκμηριωμένα συμπεράσματα για τις αναπτυξιακές δυνατότητες και τις υστερήσεις της περιοχής. Η μελέτη βασίζεται σε πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία (2020–2024) από το πληροφοριακό σύστημα «ΕΡΓΑΝΗ» για τις επιχειρήσεις και την μισθωτή απασχόληση, καθώς και σε δεδομένα της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για το κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ).

                    


Επιχειρήσεις στον Νομό Σερρών

 

Η επιχειρηματική βάση του Ν. Σερρών χαρακτηρίζεται από συγκριτικά μικρό αριθμό επιχειρήσεων και χαμηλή δυναμική αύξησής τους. Εξετάζοντας τον συνολικό αριθμό επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται με μισθωτούς στον ιδιωτικό τομέα, διαπιστώνεται ότι το 2024 λειτουργούσαν στον Νομό περίπου 3.713 επιχειρήσεις, αριθμός σχεδόν αμετάβλητος σε σχέση με το 2020 (3.661 επιχειρήσεις). Η αύξηση ήταν μόλις ~1,4% σε βάθος πενταετίας, γεγονός που υποδηλώνει στασιμότητα στην ίδρυση νέων επιχειρήσεων ή/και υψηλό ποσοστό κλεισίματος επιχειρήσεων στην περιοχή. Σε επίπεδο χώρας, αντίθετα, το ίδιο διάστημα παρατηρήθηκε αξιόλογη αύξηση ~7% στον αριθμό των ενεργών επιχειρήσεων (από ~327.765 το 2020 σε ~351.552 το 2024), ενώ και στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας καταγράφηκε άνοδος ~5% (από 55.238 σε 58.079 επιχειρήσεις). Ο Νομός Σερρών συνεισφέρει έτσι μόλις περίπου 1% στο σύνολο των επιχειρήσεων της χώρας και περίπου 6–7% στο σύνολο της Κεντρικής Μακεδονίας, ποσοστά χαμηλά συγκριτικά με το ~10% του πληθυσμού της περιφέρειας που αντιπροσωπεύει.

Η εικόνα αυτή καταδεικνύει ότι η επιχειρηματική δραστηριότητα στο νομό υπολείπεται της αναλογούσας κλίμακας, γεγονός που αποτελεί ένδειξη περιορισμένου επενδυτικού ενδιαφέροντος και δυσκολιών στην ανάπτυξη νέων επιχειρηματικών εγχειρημάτων σε τοπικό επίπεδο. Επιπλέον, συγκρίνοντας με όμορους νομούς, παρατηρούμε ότι το 2024 ο Ν. Καβάλας διέθετε ελαφρώς περισσότερες επιχειρήσεις (3.920) από τον Ν. Σερρών, παρότι ο πληθυσμός του είναι μικρότερος, ενώ και ο Ν. Δράμας είχε συγκρίσιμο αριθμό (2.511 επιχειρήσεις) παρά το αισθητά μικρότερο μέγεθός του. Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνουν ότι ο νομός Σερρών εμφανίζει υστέρηση στην επιχειρηματική πυκνότητα, δηλαδή στον αριθμό επιχειρήσεων ανά κάτοικο, η οποία είναι από τις χαμηλότερες στην ευρύτερη περιοχή.

 

Απασχόληση και Ανθρώπινο Δυναμικό

 

Ο δεύτερος κρίσιμος παραγωγικός συντελεστής είναι η εργασία, και ειδικότερα το μέγεθος και η εξέλιξη της απασχόλησης. Στον Νομό Σερρών, η μισθωτή απασχόληση (όπως καταγράφεται από το σύστημα Εργάνη για τον ιδιωτικό τομέα) παρουσίασε αυξητική τάση την περίοδο 2020–2024, αντανακλώντας μια βαθμιαία ανάκαμψη μετά τα πρώτα χρόνια της πανδημίας. Συνολικά, ο αριθμός των δηλωμένων εργαζομένων σε επιχειρήσεις του νομού αυξήθηκε από περίπου 16.400 άτομα το 2020 σε 18.360 άτομα το 2024, δηλαδή κατά περίπου +12%. Η αύξηση αυτή, αν και σημαντική, υπολείπεται του πανελλαδικού ρυθμού μεταβολής: στο σύνολο της χώρας οι μισθωτοί ιδιωτικού τομέα αυξήθηκαν κατά ~17% την ίδια περίοδο (από ~2,10 εκατομμύρια σε ~2,45 εκατομμύρια), καθώς και του περιφερειακού μέσου όρου της Κ. Μακεδονίας (~16% αύξηση). Με άλλα λόγια, η αγορά εργασίας του Ν. Σερρών ανέκαμψε μεν, αλλά βραδύτερα από ό,τι στο γενικό πληθυσμό. Η υστέρηση αυτή μπορεί να αποδοθεί εν μέρει στη διάρθρωση της τοπικής οικονομίας: οι μικρές επιχειρήσεις τείνουν να προσλαμβάνουν προσωπικό με πιο αργούς ρυθμούς ή/και να απασχολούν λιγότερους μισθωτούς, συχνά υποκαθιστώντας το μόνιμο προσωπικό με άτυπες μορφές οικογενειακής εργασίας. Επιπλέον, κλάδοι που είναι έντασης εργασίας και παρουσίασαν άνθηση αλλού (π.χ. τουρισμός, logistics) είναι σχετικά υπανάπτυκτοι στην Π.Ε. Σερρών, περιορίζοντας τις δυνατότητες δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας.

Παρά τη βελτίωση στο επίπεδο της απασχόλησης, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Νομός Σερρών εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από χαμηλή συμμετοχή του πληθυσμού στην επίσημη αγορά εργασίας. Ακόμη και μετά την αύξηση, οι ~18,4 χιλιάδες μισθωτοί το 2024 αντιστοιχούν περίπου στο 10–11% του συνολικού πληθυσμού του νομού, ποσοστό σαφώς χαμηλότερο από τον εθνικό μέσο όρο ιδιωτικής μισθωτής απασχόλησης ως προς τον πληθυσμό. Για παράδειγμα, στον Νομό Θεσσαλονίκης οι ~281 χιλιάδες μισθωτοί αντιπροσωπεύουν άνω του 25% του πληθυσμού, ενώ ακόμη και ο μικρότερος σε πληθυσμό Ν. Καβάλας έχει περίπου 16–17% του πληθυσμού του σε ιδιωτικές θέσεις εργασίας. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι στον νομό Σερρών υπάρχει σημαντικό έλλειμμα εργασιακών ευκαιριών και υψηλότερη ανεργία ή υποαπασχόληση σε σχέση με άλλες περιοχές. Πράγματι, ο νομός συγκαταλέγεται μεταξύ αυτών με τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας, ειδικά στους νέους, σε πανελλαδικό επίπεδο –μια κατάσταση που τροφοδοτεί τον φαύλο κύκλο της μετανάστευσης εργατικού δυναμικού προς πιο ανεπτυγμένες οικονομίες. Το ποιοτικό προφίλ της απασχόλησης επίσης παρουσιάζει προκλήσεις: μεγάλο μέρος των νέων θέσεων εργασίας αφορά χαμηλής εξειδίκευσης και χαμηλών αποδοχών εργασία (συχνά με ευέλικτες μορφές, όπως μερική απασχόληση), αντανακλώντας το παραγωγικό προφίλ της περιοχής. Σύμφωνα με το τοπικό Εργατικό Κέντρο, η ελαστική εργασία έχει εδραιωθεί έντονα στον νομό, ενώ οι αποδοχές παραμένουν σχετικά χαμηλές, ενισχύοντας την εικόνα μιας οικονομίας που δυσκολεύεται να προσελκύσει και να διατηρήσει υψηλής εξειδίκευσης ανθρώπινο δυναμικό.

Σε σύγκριση με όμορους νομούς, ο Ν. Σερρών είχε μέτρια επίδοση ως προς την αύξηση της απασχόλησης: υπερέβη τη Δράμα (όπου η αύξηση ήταν μόλις ~7%) και οριακά και τον Κιλκίς (~10%), ενώ υπολειπόταν σαφώς του Ν. Θεσσαλονίκης (σχεδόν +19% την ίδια περίοδο). Ο Ν. Καβάλας σημείωσε άνοδο περίπου +10%, χαμηλότερη από τις Σέρρες, γεγονός που σημαίνει ότι ο νομός Σερρών δεν υστέρησε σε όλα τα συγκριτικά μεγέθη – το εργατικό δυναμικό του επέδειξε μια σχετική ανθεκτικότητα και μεγέθυνση με ρυθμό καλύτερο από ορισμένες γειτονικές οικονομίες. Ωστόσο, σε απόλυτους αριθμούς, τόσο η Καβάλα όσο και η Δράμα απασχολούσαν το 2024 περισσότερους μισθωτούς από τις Σέρρες (περίπου 20,5 χιλ. και 14,4 χιλ. αντίστοιχα, έναντι 18,4 χιλ.), παρά το μικρότερο πληθυσμό τους. Αυτό σημαίνει ότι, αναλογικά, οι γειτονικοί νομοί καταφέρνουν να αξιοποιούν καλύτερα το εργατικό τους δυναμικό σε θέσεις εργασίας, ενώ ο Ν. Σερρών εμφανίζει ένα κενό απασχόλησης που συνδέεται με τις δομικές αδυναμίες της οικονομίας του. Συνολικά, όσον αφορά τον συντελεστή της εργασίας, ο παραγωγικός δυναμισμός του Ν. Σερρών μπορεί να χαρακτηριστεί ανεπαρκής σε σύγκριση με τον εθνικό και περιφερειακό μέσο όρο: παρά τη βελτίωση από το 2020, η περιοχή δεν έχει ακόμη καλύψει το χαμένο έδαφος στην αγορά εργασίας και συνεχίζει να αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις υψηλής ανεργίας και διαρροής ανθρώπινου κεφαλαίου.

 

Αριθμός και Διάρθρωση Επιχειρήσεων

 

Η στασιμότητα στον αριθμό των επιχειρήσεων συνοδεύεται και από χαρακτηριστικά διάρθρωσης που φανερώνουν περιορισμένο παραγωγικό δυναμισμό. Συγκεκριμένα, το επιχειρηματικό τοπίο κυριαρχείται από πολύ μικρές μονάδες. Η πλειονότητα των επιχειρήσεων απασχολεί μονοψήφιο αριθμό εργαζομένων, ευθυγραμμιζόμενη βέβαια με το γενικό εθνικό πρότυπο όπου ~88% των επιχειρήσεων έχουν 1–10 μισθωτούς. Στον Ν. Σερρών, η τάση αυτή είναι ακόμη πιο έντονη: ο μέσος όρος μεγέθους επιχείρησης (υπολογιζόμενος ως αριθμός μισθωτών ανά επιχείρηση) ήταν μόλις ~5 εργαζόμενοι ανά επιχείρηση το 2024, έναντι περίπου 7 εργαζομένων ανά επιχείρηση στον μέσο όρο της χώρας και της περιφέρειας.

Το μικρό μέγεθος των τοπικών επιχειρήσεων επιβεβαιώνει την έλλειψη μεσαίων και μεγάλων επιχειρηματικών μονάδων στην περιοχή. Μολονότι παρατηρήθηκε μια μικρή βελτίωση από το 2020 (όταν ο μέσος όρος στον νομό ήταν περίπου 4 εργαζόμενοι ανά επιχείρηση) σε ~5 το 2021 και σταθεροποίηση εκεί μετά, η δομή του επιχειρηματικού ιστού παραμένει κατακερματισμένη. Ενδεικτικά, σχεδόν όλες οι επιχειρήσεις του νομού κατατάσσονται στις μικρές ή πολύ μικρές, με ελάχιστες εξαιρέσεις μεγαλύτερων εργοδοτών. Σε σύγκριση, γειτονικοί νομοί όπως η Δράμα και η Καβάλα παρουσιάζουν ελαφρώς υψηλότερους μέσους όρους (5–6 εργαζόμενοι/επιχείρηση), ενώ ο Νομός Θεσσαλονίκης – οικονομικός πόλος της περιοχής – διατηρεί σταθερά μέσο μέγεθος ~7 εργαζομένους ανά επιχείρηση, αντανακλώντας την ύπαρξη περισσότερων μεσαίων ή μεγάλων επιχειρήσεων εκεί. Συμπερασματικά, η επιχειρηματική διάρθρωση του Ν. Σερρών παραμένει προσανατολισμένη σε πολύ μικρές επιχειρήσεις, κάτι που περιορίζει τις οικονομίες κλίμακας, την παραγωγικότητα και εν τέλει την ανταγωνιστικότητα της τοπικής οικονομίας. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι ο παραγωγικός δυναμισμός του νομού εμποδίζεται από τη χαμηλή κεφαλαιακή βάση και την περιορισμένη δυνατότητα των επιχειρήσεων να επεκταθούν ή να επενδύσουν σε εκσυγχρονισμό.

 

Δυναμική Μεταβολής

 

Ο ρυθμός μεταβολής των επιχειρηματικών μεγεθών στο νομό την τελευταία πενταετία υπήρξε υποτονικός. Όπως προαναφέρθηκε, ο αριθμός επιχειρήσεων αυξήθηκε μόλις κατά ~1% (σε αντίθεση με τη σημαντικά εντονότερη αύξηση πανελλαδικά). Το στοιχείο αυτό μαρτυρά ότι δεν σημειώθηκε αξιοσημείωτη εισροή νέων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων στον νομό, ούτε υπήρξε ιδιαίτερη βελτίωση της επιβίωσης και ανάπτυξης των υφιστάμενων επιχειρήσεων. Αντίθετα, άλλοι νομοί παρουσίασαν υψηλότερη επιχειρηματική δυναμική: για παράδειγμα, στην Καβάλα οι επιχειρήσεις αυξήθηκαν συνολικά ~6,7% (2020–2024), γεγονός που πιθανώς συνδέεται με την ανάπτυξη συγκεκριμένων κλάδων (όπως τουρισμός ή μεταποίηση τροφίμων) εκεί.

Ακόμα και ο φθίνων πληθυσμιακά Ν. Δράμας σημείωσε παρόμοια οριακή αύξηση ~1,3%, κοντά στο Σερραϊκό επίπεδο, ενώ ο μικρός Ν. Κιλκίς πέτυχε μια άνοδο ~2,5%. Η χαμηλή επιχειρηματική κινητικότητα στο Ν. Σερρών αντανακλά διαρθρωτικές αδυναμίες: περιορισμένη καινοτομία, δυσκολίες χρηματοδότησης νέων επιχειρήσεων, απουσία μεγάλων επενδύσεων, καθώς και το γενικότερο αποθαρρυντικό περιβάλλον που δημιουργούν η πληθυσμιακή συρρίκνωση και η γήρανση του εργατικού δυναμικού.

Είναι αξιοσημείωτο ότι ο νομός έχει γνωρίσει σημαντική δημογραφική υποχώρηση μεταπολεμικά, με εκτεταμένη μετανάστευση των νεότερων ηλικιών προς αστικά κέντρα ή το εξωτερικό, στοιχείο που περιορίζει περαιτέρω τη δεξαμενή δυνητικών επιχειρηματιών και εργαζομένων με υψηλές δεξιότητες. Συνοψίζοντας, στον τομέα του επιχειρηματικού κεφαλαίου, ο παραγωγικός δυναμισμός του Ν. Σερρών φαίνεται ασθενής: λίγες νέες επιχειρήσεις εμφανίζονται και οι υπάρχουσες παραμένουν μικρού μεγέθους, υποδεικνύοντας μια οικονομία που βασίζεται σε μικρομεσαίες δραστηριότητες χαμηλής έντασης κεφαλαίου και αντιμετωπίζει προκλήσεις στο να μετεξελιχθεί προς ένα πιο ανταγωνιστικό παραγωγικό πρότυπο.

 

Οικονομική Απόδοση και Κατά Κεφαλήν ΑΕΠ

 

Η τελική διάσταση του παραγωγικού δυναμισμού αφορά το αποτέλεσμα της αξιοποίησης κεφαλαίου και εργασίας – δηλαδή το παραγόμενο προϊόν και την ευημερία. Ένας αντιπροσωπευτικός δείκτης είναι το κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ), που μετρά την οικονομική παραγωγή ανά κάτοικο και αποτελεί προσεγγιστικό μέτρο της παραγωγικότητας και του μέσου εισοδήματος. Ο Νομός Σερρών ιστορικά συγκαταλέγεται στους ουραγούς της χώρας ως προς τον δείκτη αυτόν. Σε μια συγκριτική ανάλυση βάθους περίπου εικοσαετίας (2000–2019), ο Ν. Σερρών κατατάχθηκε τελευταίος (51ος) μεταξύ όλων των νομών της Ελλάδας στον μέσο όρο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, με τον Ν. Αττικής αντιστοίχως στην πρώτη θέση. Αυτό αντικατοπτρίζει χρόνιες αναπτυξιακές υστερήσεις: η τοπική οικονομία παράγει πολύ λιγότερη αξία ανά κάτοικο σε σχέση με τα μεγάλα αστικά κέντρα ή ακόμα και άλλες αγροτικές περιοχές. Πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ επιβεβαιώνουν ότι, παρά μικρές βελτιώσεις, η απόκλιση από τον εθνικό μέσο όρο παραμένει μεγάλη. Το 2021–2022, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στις Σέρρες υπολογίζεται περίπου σε 12,5 χιλιάδες ευρώ, τη στιγμή που ο εθνικός μέσος όρος πλησίαζε τις 19,5 χιλιάδες ευρώ. Δηλαδή, κάθε κάτοικος Σερρών παράγει κατά μέσο όρο μόλις ~64% του εισοδήματος ενός μέσου Έλληνα πολίτη, ποσοστό που αν και βελτιωμένο σε σύγκριση με το ~56% που ήταν το 2010, εξακολουθεί να υποδηλώνει χαμηλή σύγκλιση. Σημειώνεται ότι η μικρή αυτή άνοδος στη σχετική θέση του νομού (από 55–60% σε ~64% του πανελλαδικού ΑΕΠ/κάτ.) πιθανώς συνδέεται και με τη μεγαλύτερη ύφεση που υπέστησαν τα οικονομικά κέντρα στα χρόνια της κρίσης και της πανδημίας – δηλαδή, ενώ το εθνικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ μειώθηκε σημαντικά μετά το 2010 και ξανά το 2020, στις Σέρρες η ήδη χαμηλή βάση επέφερε μικρότερες απόλυτες απώλειες, με αποτέλεσμα το σχετικό χάσμα να μειωθεί ελαφρώς. Παρά ταύτα, σε απόλυτους όρους το βιοτικό επίπεδο παραμένει χαμηλό και η παραγωγικότητα ανεπαρκής.

Οι χαμηλές επιδόσεις στο κατά κεφαλήν προϊόν συνδέονται στενά με όλα τα προαναφερθέντα δομικά χαρακτηριστικά: το μικρό μέγεθος της επιχείρησης (που περιορίζει την παραγωγικότητα), την έλλειψη βιομηχανίας υψηλής προστιθέμενης αξίας ή άλλων δυναμικών κλάδων, και το ανθρώπινο κεφάλαιο που φθίνει ή δεν απασχολείται πλήρως. Ο νομός βασίζεται οικονομικά σε παραδοσιακούς τομείς όπως η γεωργία και ορισμένες μεταποιητικές δραστηριότητες χαμηλής έντασης τεχνολογίας, καθώς και σε υπηρεσίες χαμηλής παραγωγικότητας, με αποτέλεσμα το συνολικό παραγόμενο προϊόν να παραμένει περιορισμένο. Η αγροτική οικονομία των Σερρών, παρά τη μεγάλη έκταση καλλιεργήσιμων εκτάσεων, δεν μεταφράζεται σε υψηλό εισόδημα λόγω δομικών προβλημάτων (μικρός κλήρος, χαμηλή μεταποίηση αγροτικών προϊόντων, αστάθεια τιμών). Επιπλέον, η απουσία μεγάλων αστικών κέντρων ή ισχυρών επενδύσεων σε υποδομές και επιχειρήσεις έντασης γνώσης σημαίνει ότι δεν δημιουργούνται σημαντικές εστιασμένες ατμομηχανές ανάπτυξης στον νομό. Ακόμα και σε τομείς όπως ο τουρισμός, όπου η ευρύτερη Μακεδονία έχει κάνει βήματα, ο Ν. Σερρών αποκομίζει μικρό όφελος σε σύγκριση με γειτονικούς νομούς (π.χ. Καβάλα ή Θάσος) λόγω γεωγραφικών και ιστορικών παραγόντων. Το γενικό αποτέλεσμα είναι μια οικονομία με χαμηλή παραγωγικότητα και περιορισμένο εισόδημα, γεγονός που αντανακλάται στα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα: υψηλότερα ποσοστά φτώχειας, συνεχιζόμενη πληθυσμιακή αιμορραγία και περιορισμένα δημόσια έσοδα για επενδύσεις. Συμπερασματικά, ο παραγόμενος πλούτος ανά κάτοικο στον Ν. Σερρών υπολείπεται σημαντικά του μέσου όρου, αποτελώντας ίσως τον πιο ανησυχητικό δείκτη της ασθενούς αναπτυξιακής δυναμικής του νομού.

 


 

Συμπεράσματα και Προοπτικές

 

Συνοψίζοντας τα ευρήματα της ανάλυσης, προκύπτει μια εικόνα χαμηλού παραγωγικού δυναμισμού για τον Νομό Σερρών, με πολλά στοιχεία που απαιτούν προσοχή στο πλαίσιο της περιφερειακής ανάπτυξης. Τα βασικά συμπεράσματα συνοψίζονται ως εξής:

  • Επιχειρηματική Δραστηριότητα: Ο νομός παρουσιάζει υστέρηση στον αριθμό των επιχειρήσεων και πολύ χαμηλό ρυθμό ίδρυσης νέων επιχειρηματικών μονάδων. Η επιχειρηματική πυκνότητα (επιχειρήσεις ανά κάτοικο) είναι από τις χαμηλότερες πανελλαδικά, γεγονός που σηματοδοτεί ανεπαρκή εκμετάλλευση του παραγωγικού κεφαλαίου. Η υφιστάμενη επιχειρηματική βάση παραμένει στάσιμη και δεν καταφέρνει να ακολουθήσει τη μέση εθνική τάση ανάπτυξης.
  • Μέγεθος και Διάρθρωση: Οι επιχειρήσεις των Σερρών είναι στην συντριπτική πλειονότητά τους μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις, με μέσο μέγεθος προσωπικού σαφώς μικρότερο του εθνικού μέσου όρου. Αυτό το χαρακτηριστικό περιορίζει τις δυνατότητες για καινοτομία, εξωστρέφεια και αύξηση της παραγωγικότητας. Η έλλειψη μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων υποδηλώνει δομική αδυναμία προσέλκυσης σημαντικών επενδύσεων και δημιουργίας οικονομιών κλίμακας στην τοπική οικονομία.
  • Απασχόληση: Παρά τη σχετική αύξηση των μισθωτών την τελευταία περίοδο, ο νομός εξακολουθεί να εμφανίζει ανεπάρκεια στην απορρόφηση του εργατικού δυναμικού. Τα ποσοστά απασχόλησης είναι χαμηλότερα από τον εθνικό μέσο όρο, ενώ η ανεργία – ιδίως στους νέους – παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Η βελτίωση της απασχόλησης (+12% σε πέντε έτη) ήταν βραδύτερη από τον πανελλαδικό ρυθμό ανάπτυξης της εργασίας, αντανακλώντας το γεγονός ότι η τοπική οικονομία δεν δημιουργεί επαρκείς νέες θέσεις εργασίας.
  • Παραγωγή και Εισόδημα: Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στο Ν. Σερρών είναι από τα χαμηλότερα στην Ελλάδα, ένδειξη χαμηλής παραγωγικότητας και προστιθέμενης αξίας. Ο νομός κατατάσσεται σταθερά στις τελευταίες θέσεις πανελλαδικά ως προς το παραγόμενο προϊόν ανά κάτοικο. Παρά μια μικρή τάση σύγκλισης μετά το 2010, ο μέσος Σερραίος παράγει σήμερα περίπου τα 2/3 του εθνικού μέσου όρου εισοδήματος, γεγονός που συνεπάγεται χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο και περιορισμένες αποταμιεύσεις/επενδύσεις στην τοπική κοινωνία.

 

Συνολικά, τα δεδομένα δείχνουν ότι ο Νομός Σερρών αντιμετωπίζει πολυδιάστατες προκλήσεις στους θεμελιώδεις παραγωγικούς συντελεστές του. Η οικονομία του νομού φαίνεται παγιδευμένη σε έναν φαύλο κύκλο: μικρή επιχειρηματική βάση και χαμηλές επενδύσεις οδηγούν σε περιορισμένη δημιουργία θέσεων εργασίας και χαμηλό εισόδημα, το οποίο με τη σειρά του δυσχεραίνει την ανάδυση νέων βιώσιμων επιχειρήσεων και την αναβάθμιση του παραγωγικού ιστού. Η κατάσταση αυτή έχει και κοινωνικές επιπτώσεις, όπως δημογραφική συρρίκνωση (καθώς πολλοί νέοι εγκαταλείπουν την περιοχή προς αναζήτηση καλύτερων ευκαιριών) και εν μέρει αποκλεισμό της περιοχής από τους κύριους αναπτυξιακούς ρυθμούς της χώρας.

Σε μια αναζήτηση για το τι πρέπει να γίνει περί περιφερειακής ανάπτυξης, τα ευρήματα για τον Ν. Σερρών υπογραμμίζουν την ανάγκη στοχευμένων παρεμβάσεων. Τέτοιες παρεμβάσεις θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν την ενθάρρυνση της επιχειρηματικότητας με κίνητρα για νέες και καινοτόμες επιχειρήσεις, την προσέλκυση επενδύσεων σε τομείς όπου ο νομός έχει συγκριτικά πλεονεκτήματα (π.χ. αγροδιατροφή, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, διασυνοριακό εμπόριο), καθώς και την αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου μέσω εκπαιδευτικών και επαγγελματικών προγραμμάτων που θα συγκρατούν τους νέους στην περιοχή. Επίσης, η βελτίωση υποδομών (μεταφορικών, ψηφιακών κ.ά.) και η αποτελεσματική αξιοποίηση αναπτυξιακών χρηματοδοτικών εργαλείων της Πολιτείας ή της ΕΕ θα μπορούσαν να δώσουν ώθηση στον παραγωγικό δυναμισμό.

Εν κατακλείδι, ο παραγωγικός δυναμισμός του Ν. Σερρών, όπως αποτυπώνεται από τους βασικούς παραγωγικούς συντελεστές, υστερεί σημαντικά έναντι του επιθυμητού. Παρά τα όποια μικρά βήματα βελτίωσης, ο νομός παραμένει σε θέση ουραγού στο οικονομικό στερέωμα της Ελλάδας, γεγονός που επιβεβαιώνεται από πληθώρα δεικτών και συγκρίσεων. Αυτή η διαπίστωση καθιστά επιτακτική την υιοθέτηση μίας ολοκληρωμένης στρατηγικής περιφερειακής ανάπτυξης, προσαρμοσμένης στις ανάγκες και τις δυνατότητες της περιοχής. Μόνο με συνδυασμένες προσπάθειες ενίσχυσης των επιχειρήσεων, τόνωσης της απασχόλησης και αύξησης της παραγωγικότητας μπορεί ο Νομός Σερρών να επιτύχει τη σύγκλιση με τους υπόλοιπους νομούς και να αξιοποιήσει το παραγωγικό του δυναμικό προς όφελος των κατοίκων του.

*Ο κ. Δημήτριος Γ. Καμπούρης είναι ειδικός επιστήμονας σε θέματα Χρηματοοικονομικής Διοίκησης, Επενδύσεων και εξυγίανσης επιχειρήσεων, Διδάκτωρ ΑΠΘ, Γενικός Διευθυντής της εταιρίας F.B.S (Financial Business Systems)

 

Βιβλιογραφία:

Πετράκος, Γ., Ψυχάρης, Γ. (2004). Περιφερειακή Ανάπτυξη στην Ελλάδα. Εκδόσεις ΚΡΙΤΙΚΗ 
Πολύζος, Σ. (2019). Περιφερειακή Ανάπτυξη. 2η Έκδοση. Εκδόσεις ΚΡΙΤΙΚΗ.
Neck, H. M., Neck, C. P., & Murray, E. L. (2003). Επιχειρηματικότητα: Νοοτροπία και Πρακτική. Εκδόσεις ΚΡΙΤΙΚΗ.
Παπακωνσταντινίδης, Λ. Α. (2003). Στρατηγική Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης.
McCann, P. (2016). Αστική και Περιφερειακή Οικονομική. 2η Έκδοση. Εκδόσεις ΚΡΙΤΙΚΗ.
David, M., & Freel, M. (2017). Επιχειρηματικότητα και Μικρές Επιχειρήσεις. Εκδόσεις Rosili.
 
Πηγές στοιχείων:

ΕΡΓΑΝΗ (2020–2024) – Ειδικές ετήσιες εκθέσεις με στατιστικά στοιχεία απασχόλησης και επιχειρήσεων στον ιδιωτικό τομέα.
Γ.Ε.ΜΗ. (Γενικό Εμπορικό Μητρώο) – Στοιχεία διάρθρωσης επιχειρήσεων (νομική μορφή, αριθμός ανά Περιφερειακή Ενότητα).
ΕΛ.ΣΤΑΤ. (Ελληνική Στατιστική Αρχή):
Κατά Κεφαλήν Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) ανά Περιφερειακή Ενότητα.
Μητρώο Επιχειρήσεων - Δημογραφία Επιχειρήσεων (ετήσιες σειρές).
Περιφερειακοί Λογαριασμοί και Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία ανά τομέα παραγωγής.

Δημήτριος Γ. Καμπούρης

Tελευταίες Ειδήσεις