Για μας τους Ορθοδόξους, οι εορτές κι οι πανηγύρεις της Παναγίας Μητέρας μας, αλλά και όλων των Αγίων, αποτελούν λατρευτικές ευκαιρίες σύναξης των παιδιών στην αγκαλιά του Ουρανίου Πατέρα τους, του Χριστού και της Μητέρας τους, της Παναγίας, αποκαλύπτοντας την ενότητα της Εκκλησίας, ως γεγονός το οποίο εκτείνεται πέρα από τα όρια αυτού εδώ του κόσμου, φθάνοντας ως τη Βασιλεία του Θεού.
Οι εορτές και οι πανηγύρεις δεν αποτελούν απλά «διαλείμματα» μέσα στον κανονικό ρυθμό της δραστηριότητας της Εκκλησίας, δεν είναι «χαμένος χρόνος» ή πρόσθετες μέρες «ανάπαυσης» η «αργίας», αλλά ουσιαστική δυνατότητα αναλογισμού της ζωής, σε σχέση με το Θεό και το συνάνθρωπο.
Γιορτή σημαίνει χαρά. Αν υπάρχει όμως κάτι, που πολλοί από εμάς τους «σοβαρούς» χριστιανούς, αντιμετωπίζουμε με καχυποψία, αυτό σίγουρα είναι η χαρά. Πώς μπορεί κανείς να είναι χαρούμενος όταν τόσοι πολλοί υποφέρουν; Όταν απομένει να γίνουν τόσα πολλά; Πώς μπορεί να χάνεται κανένας σε γιορτές και σε πανηγύρια όταν οι άνθρωποι περιμένουν από εμάς «σοβαρές» απαντήσεις στα προβλήματά τους; Η χαρά κατάντησε να είναι μια παραχώρηση, ένας συμβιβασμός. Επιτρέπεται και δικαιολογείται μόνο στον ελεύθερο χρόνο μας. Υποβιβάστηκε στην κατηγορία της διασκέδασης και της ξεκούρασης.
Κι έτσι οι εορταστικές ευκαιρίες για πολλούς από εμάς, έπαψαν να είναι στοιχείο πραγματικής δυναμικής, εκείνες οι οποίες κατεξοχήν σχετίζονται με τα σοβαρά προβλήματα της ζωής και θεωρήθηκαν σαν ένα είδος «οπτικοακουστικού» βοηθήματος για τη θρησκευτική διαπαιδαγώγηση των ανθρώπων.
Η γιορτή, όμως, δεν είναι κάτι τυχαίο ή «πρόσθετο» στην καθημερινότητα. Είναι ο τρόπος που υπάρχει για να χαρίζει νόημα στη ζωή του ανθρώπου, να την ελευθερώνει από τον συνεχώς επαναλαμβανόμενο ρυθμό μεταξύ δουλειάς και ξεκούρασης.
Μια γιορτή δεν είναι περίοδος «διαλείμματος» ή χαλάρωσης στη δίχως νόημα και σκληρή ζωή της εργασίας, αλλά η δικαίωσή της, ο καρπός της, η μυστηριακή μεταμόρφωσή της σε χαρά και ελευθερία.
Γι’ αυτό και η Εκκλησία αποδέχθηκε αυτό το φαινόμενο της ζωής των ανθρώπων. Το έκανε ολοκληρωτικά δικό της, όπως έκανε δικό Της ολόκληρο τον άνθρωπο και τις ανάγκες του. Αλλά, όπως και σε όλα τ’ άλλα, έτσι και στο φαινόμενο της γιορτής, οι χριστιανοί την αποδέχθηκαν, όχι μόνο χαρίζοντάς της καινούριο νόημα και μετασχηματίζοντας το «περιεχόμενό» της, αλλά οδηγώντας την, μαζί με ολόκληρο τον άνθρωπο, από την προοπτική του θανάτου, στην ελπίδα της Ανάστασης.
Μια πρόχειρη ματιά γύρω μας, δεν έχει παρά να μας πείσει, ότι η μοναδική απώτερη πραγματικότητα που ο κόσμος κυοφορεί είναι ο θάνατος. «Και ύστερα από μια ανόητη ζωή, θα ακολουθήσει ένας ανόητος θάνατος» γράφει σε κάποιο από τα έργα του ο Tolstoy. Ο χριστιανός, όμως, είναι ακριβώς εκείνος που γνωρίζει ότι η αληθινή πραγματικότητα του κόσμου αυτού, βρίσκεται στον Χριστό και μόνο σε Αυτόν. Η αληθινή πραγματικότητα του κόσμου είναι ο Χριστός.
Στην αυτάρκειά του ο κόσμος και όλα όσα υπάρχουν μέσα στον κόσμο δεν έχουν νόημα. Και όσο ζούμε σύμφωνα με τον τρόπο αυτού του κόσμου, όσο, με άλλα λόγια, κάνουμε τη ζωή μας αυτοσκοπό, κανένα νόημα και κανένα τέρμα δεν μπορούν να ορθοποδήσουν, γιατί αφανίζονται με το θάνατο. Μόνο, αν παρατήσουμε ελεύθερα, ολοκληρωτικά, δίχως όρους, την αυτάρκεια της ζωής μας και αποθέσουμε ολόκληρο το νόημά της στον Χριστό, μάς παρέχεται η «καινότητα» της ζωής. Το νόημα της ζωής μας έρχεται, όταν αφήσουμε τον Χριστό να εισέλθει σ’ αυτή. Το νόημα της χριστιανικής εορτής φανερώνεται, όταν συνειδητοποιήσουμε ότι μέσα από το πρόσωπο της Παναγίας ή του Αγίου που τιμάται, φανερώνεται ο Ίδιος ο Χριστός.
Και έτσι, ο κόσμος ολόκληρος γίνεται αληθινά μυστήριο της παρουσίας του Χριστού, «άπλωμα» της Βασιλείας του, κόσμος χαρούμενος κι ελεύθερος.