Η μεταποίηση αποτελεί έναν από τους πλέον στρατηγικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας, με καθοριστική συμβολή στην παραγωγική ανασυγκρότηση, την εξωστρέφεια και την επενδυτική αναβάθμιση της χώρας.
Σύμφωνα με τον ΙΟΒΕ, η συμμετοχή της μεταποίησης στην Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία (ΑΠΑ) ανήλθε σε 9,1% το 2022, ενώ η συνολική συνεισφορά του κλάδου στην οικονομία (άμεση, έμμεση και προκαλούμενη) εκτιμάται στο 24% του ΑΕΠ. Αντίστοιχα, η ΕΛΣΤΑΤ καταγράφει σταθερή ενίσχυση της προστιθέμενης αξίας της μεταποίησης, ενώ η Eurostat επιβεβαιώνει την ανοδική πορεία του κλάδου, με συμμετοχή 8,73% στο ΑΕΠ το 2024, το υψηλότερο επίπεδο από την έναρξη της κρίσης. Παράλληλα σύμφωνα και με πρόσφατη έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, η συμβολή της μεταποίησης στο ΑΕΠ της χώρας αυξήθηκε από 8,6% το δεύτερο τρίμηνο του 2009 σε 10,4% το αντίστοιχο διάστημα του 2024. Αυτή η αύξηση, σε πρώτη ανάγνωση, δημιουργεί μια αισιόδοξη εικόνα για την ελληνική οικονομία και ειδικότερα για τον βιομηχανικό τομέα, ο οποίος παραδοσιακά θεωρείται πυλώνας ανάπτυξης και τεχνολογικής αναβάθμισης.
Η Ζυθοποιία Μακεδονίας Θράκης Α.Ε. (ΖΜΘ) αποτελεί πρότυπο επιχείρησης που ενσωματώνει με συνέπεια τις αρχές της κυκλικής οικονομίας, διαμορφώνοντας ένα βιώσιμο επιχειρηματικό μοντέλο που συνδυάζει την περιβαλλοντική υπευθυνότητα με την παραγωγική καινοτομία. Μέσα από την καθετοποίηση της παραγωγής και την αξιοποίηση των υποπροϊόντων της, λειτουργεί ως δυναμικός μεταποιητικός κόμβος που προάγει την πράσινη κυκλική ανάπτυξη και ενισχύει την τοπική οικονομία.
Η ΖΜΘ ως πρωταγωνιστικός πυλώνας της αυτοδύναμης ελληνικής επιχειρηματικότητας αποτελεί μοντέλο περιφερειακής ανάπτυξης με πανελλήνια και διεθνή εμβέλεια, παράγοντας καινοτόμα και ποιοτικά προϊόντα όπως η μπύρα ΒΕΡΓΙΝΑ, το τσάι και το ανθρακούχο νερό TUVUNU. Η ΖΜΘ έχει επενδύσει στρατηγικά στην παραγωγή βύνης, αποτελώντας βασικό προμηθευτή των μικροζυθοποιίων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση υγιούς ανταγωνιστικού περιβάλλοντος στον κλάδο. Ήταν το 2006, όταν πρώτοι εμείς στη ΖΜΘ εφαρμόσαμε τη συμβολαιακή καλλιέργεια κριθαριού βυνοποίησης στην Ελλάδα, εγκαινιάζοντας μία νέα εποχή. Αυτή η πρωτοβουλία δημιούργησε νέα δεδομένα για την ελληνική γεωργία και τη ζυθοποιία, καθώς διασφαλίζει την προμήθεια κριθαριού βυνοποίησης, το οποίο είναι το βασικό συστατικό για την παραγωγή της μπύρας μας. Το 2014 ιδρύσαμε το πρώτο βυνοποιείο ελληνικών συμφερόντων, επιτυγχάνοντας την πλήρη καθετοποίηση της παραγωγικής μας διαδικασίας μέσω της Βύνης Θράκης.
Η μεταποιητική διαδικασία στη ΖΜΘ ξεκινά με τη συμβολαιακή καλλιέργεια βυνοποιήσιμου κριθαριού που συλλέγεται κυρίως από την Θράκη, εξασφαλίζοντας άριστη ποιοτική ελληνική πρώτη ύλη, ενισχύοντας την τοπική αγροτική οικονομία. Το κριθάρι μεταποιείται σε βύνη μέσω ειδικής επεξεργασίας (βυνοποίηση), η οποία αποτελεί το πρώτο στάδιο μεταποίησης. Ακολουθεί η ζυθοποίηση, όπου η βύνη, το νερό, ο λυκίσκος και η μαγιά συνδυάζονται σε ελεγχόμενες συνθήκες για την παραγωγή μπύρας. Το τελικό προϊόν (μπύρα) εμφιαλώνεται και συσκευάζεται, έτοιμο για διανομή στην εγχώρια και διεθνή αγορά. Τα υπολείμματα της βυνοποίησης (spent grain) χρησιμοποιούνται ως εκλεκτή ζωοτροφή, προσφέροντας διατροφική αξία σε τοπικές κτηνοτροφικές μονάδες. Τα οργανικά απόβλητα της παραγωγής μετατρέπονται σε βιοαέριο, το οποίο αξιοποιείται ενεργειακά, μειώνοντας την εξάρτηση από συμβατικά καύσιμα. Η σχεδιαζόμενη επενδυτική μας δραστηριότητα αποσκοπεί στην περαιτέρω ενίσχυση της κάθετης ολοκλήρωσης της παραγωγικής μας δομής, μέσω της ενσωμάτωσης κρίσιμων σταδίων της εφοδιαστικής αλυσίδας. Η στρατηγική αυτή αναμένεται να συμβάλει ουσιαστικά στη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος, μέσω της βελτιστοποίησης των ροών υλικών και της ενεργειακής αποδοτικότητας σε όλα τα στάδια της παραγωγής και διανομής.
Η βιομηχανική μεταποίηση του τσαγιού του βουνού (Sideritis) στη ΖΜΘ αντίστοιχα, περιλαμβάνει μια σειρά από στάδια που υλοποιούνται με βάση πρότυπα ορθής βιομηχανικής πρακτικής και τεχνολογίες τροφίμων. Η διαδικασία εκκινεί με τη συλλογή των ανθικών στελεχών του φυτού, τα οποία επιλέγονται κατά την πλήρη ανθοφορία για μέγιστη συγκέντρωση δραστικών συστατικών. Ακολουθεί η αποξήρανση, με ελεγχόμενες παραμέτρους θερμοκρασίας και υγρασίας, προκειμένου να διασφαλιστεί η σταθερότητα και η μικροβιολογική ασφάλεια του προϊόντος. Μετά την αποξήρανση, εφαρμόζεται διαλογή για την απομάκρυνση ξένων υλικών και ακαθαρσιών. Στη συνέχεια, το αποξηραμένο υλικό υπόκειται σε διαδικασία εκχύλισης, κατά την οποία τα ενεργά συστατικά του φυτού μεταφέρονται σε υδατικό υπόστρωμα υπό ελεγχόμενες συνθήκες θερμοκρασίας, χρόνου και pH. Το εκχύλισμα υφίσταται περαιτέρω επεξεργασία (φιλτράρισμα, σταθεροποίηση) και οδηγείται στο στάδιο της τυποποίησης. Η τελική μορφή του προϊόντος είναι εμφιαλωμένη (TUVUNU), με εφαρμογή συστημάτων πλήρωσης υπό υγειονομικά ελεγχόμενες συνθήκες. Όλη η παραγωγική αλυσίδα υποστηρίζεται από συστήματα ιχνηλασιμότητας, ποιοτικού ελέγχου και τεκμηρίωσης, με στόχο τη διατήρηση των οργανοληπτικών, φαρμακευτικών και λειτουργικών ιδιοτήτων του τελικού προϊόντος. Η συνύπαρξη των δύο αυτών παραγωγικών γραμμών εντός της ίδιας βιομηχανικής μονάδας απαιτεί αυστηρό διαχωρισμό ροών, εξειδικευμένο εξοπλισμό και εφαρμογή οριζόντιων διαδικασιών διασφάλισης ποιότητας. Η αξιοποίηση της τεχνογνωσίας και η επένδυση σε καινοτομία επιτρέπουν την παραγωγή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας, με δυνατότητα διαφοροποίησης στην εγχώρια και διεθνή αγορά. Η ΖΜΘ ενσωματώνει τις αρχές της Βιομηχανίας 4.0, με χρήση ρομποτικών συστημάτων logistics, τεχνητής νοημοσύνης και ψηφιακής παρακολούθησης παραγωγής, αποτελώντας υπόδειγμα τεχνολογικής καινοτομίας στον κλάδο της ελληνικής μεταποίησης.
Η ελληνική μεταποιητική βιομηχανία εξακολουθεί όμως σήμερα να αντιμετωπίζει ένα σύνολο διαρθρωτικών και λειτουργικών προκλήσεων, οι οποίες περιορίζουν τη δυνατότητα βιώσιμης ανάπτυξης, τεχνολογικής αναβάθμισης και διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Παρά τις επιμέρους βελτιώσεις και τις προσπάθειες εκσυγχρονισμού, η συνολική απόδοση του κλάδου παραμένει συγκριτικά χαμηλή σε σχέση με τα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Μία από τις βασικές αδυναμίες είναι ο χαμηλός βαθμός ενσωμάτωσης προηγμένων τεχνολογιών παραγωγής και ψηφιακού μετασχηματισμού. Η περιορισμένη υιοθέτηση τεχνολογιών Industry 4.0, όπως αυτοματισμοί, αισθητήρες, big data analytics και τεχνητή νοημοσύνη, οδηγεί σε μειωμένη παραγωγικότητα, αυξημένο λειτουργικό κόστος και αδυναμία προσαρμογής σε δυναμικά μεταβαλλόμενες αγορές.
Παράλληλα, η υψηλή ενεργειακή ένταση της παραγωγής, σε συνδυασμό με την εξάρτηση από μη ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τις διακυμάνσεις των τιμών, επιβαρύνει σημαντικά το κόστος λειτουργίας και περιορίζει τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων. Η έλλειψη ενεργειακής στρατηγικής και επενδύσεων σε ΑΠΕ εντείνει το πρόβλημα.
Ο κατακερματισμός της παραγωγικής βάσης, με κυριαρχία μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, περιορίζει τις οικονομίες κλίμακας, την πρόσβαση σε χρηματοδοτικά εργαλεία και την ικανότητα επένδυσης σε έρευνα, καινοτομία και εξαγωγική δραστηριότητα. Επιπλέον, η απουσία στοχευμένων πολιτικών επαγγελματικής κατάρτισης και η διαρροή εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού στο εξωτερικό έχουν δημιουργήσει σημαντικά ελλείμματα σε τεχνικές και διοικητικές δεξιότητες.
Η πολυπλοκότητα του ρυθμιστικού πλαισίου, οι καθυστερήσεις στις αδειοδοτικές διαδικασίες και η αστάθεια στη φορολογική πολιτική λειτουργούν αποτρεπτικά για την προσέλκυση επενδύσεων και την ανάπτυξη μακροπρόθεσμων στρατηγικών. Τέλος, η προβληματική εφοδιαστική υποδομή και η περιορισμένη διασύνδεση με διεθνή δίκτυα logistics αυξάνουν το κόστος διανομής και μειώνουν την ταχύτητα ανταπόκρισης στις αγορές.
Η αντιμετώπιση των παραπάνω προκλήσεων απαιτεί συντονισμένες παρεμβάσεις σε επίπεδο πολιτικής βούλησης, επενδυτικών κινήτρων, τεχνολογικής αναβάθμισης και ενίσχυσης της διασύνδεσης μεταξύ παραγωγής, έρευνας και ανθρώπινου κεφαλαίου.
Με στρατηγικές επενδύσεις, αξιοποίηση των τοπικών πόρων και έμφαση στην ποιότητα, η μεταποίηση μπορεί να αποτελέσει τη ραχοκοκαλιά ενός νέου παραγωγικού μοντέλου για την Ελλάδα. Σε μια εποχή που η παγκόσμια οικονομία μετασχηματίζεται ραγδαία, η χώρα έχει την ευκαιρία να αξιοποιήσει τη γεωστρατηγική της θέση, τα εργαλεία του Ταμείου Ανάκαμψης και την τεχνολογική καινοτομία για να ενισχύσει τη θέση της στον διεθνή βιομηχανικό χάρτη.
Η Ζυθοποιία Μακεδονίας Θράκης αποτελεί πρότυπο εφαρμογής ενός σύγχρονου μεταποιητικού μοντέλου, το οποίο ενσωματώνει με συνέπεια τις αρχές της τεχνολογικής καινοτομίας, της εξωστρεφούς επιχειρηματικότητας και της αειφόρου ανάπτυξης. Μέσα από την επιχειρησιακή της λειτουργία, η ΖΜΘ αποδεικνύει ότι η κυκλική οικονομία δεν συνιστά απλώς περιβαλλοντική επιλογή, αλλά δύναται να αποτελέσει στρατηγικό πυλώνα επιχειρηματικής ανάπτυξης. Η αξιοποίηση των αρχών της κυκλικής παραγωγής ενισχύει την ανθεκτικότητα του επιχειρηματικού μοντέλου, προάγει την καινοτομία και μετατρέπει την εταιρική αξία σε πολλαπλασιαστή εθνικής υπεραξίας, με θετικό αποτύπωμα στην τοπική και εθνική οικονομία.
Το παράδειγμά της μπορεί να λειτουργήσει ως οδηγός για τη μετάβαση της ελληνικής μεταποίησης σε ένα πιο βιώσιμο και ανταγωνιστικό παραγωγικό πρότυπο.
*Ο κ. Νικόλαος Μπήλιος, Διευθυντής Εταιρικών Υποθέσεων & Επικοινωνίας της Ζυθοποιίας Μακεδονίας Θράκης Α.Ε και Fellow του German Marsall Fund (GMF) of the United States