Καθώς κάθε Ιούνιο οι μαθητές καλούνται να περάσουν από τη στενωπό των πανελλαδικών εξετάσεων, ένα στοιχείο επαναλαμβάνεται με μαθηματική ακρίβεια: υψηλά ποσοστά γραπτών κάτω από τη βάση. Το φαινόμενο δεν αποτελεί πια εξαίρεση, αλλά συστημικό χαρακτηριστικό της ελληνικής εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Τι κρύβεται, όμως, πίσω από αυτή την επαναλαμβανόμενη αποτυχία; Και κυρίως: ανταποκρίνεται το σημερινό σύστημα εκπαίδευσης στους στόχους που (θεωρητικά) υπηρετεί;
Η επίδοση των μαθητών: συμπτώματα και αιτίες
Το 2024, σε μαθήματα όπως τα Μαθηματικά της Οικονομίας, πάνω από το 70% των υποψηφίων έγραψε κάτω από τη βάση. Αντίστοιχες επιδόσεις καταγράφονται και στη Φυσική, τη Χημεία, την Ιστορία, ακόμη και στην Έκθεση, με ποσοστά αποτυχίας που ξεπερνούν το 50%. Παρότι τα στατιστικά αυτά προκαλούν προβληματισμό, το ζήτημα δεν είναι αριθμητικό, αλλά βαθιά παιδαγωγικό.
Πολλοί εκπαιδευτικοί επισημαίνουν την απόσταση μεταξύ της σχολικής διδασκαλίας και των απαιτήσεων των εξετάσεων. Τα θέματα είναι συχνά υπερβολικά απαιτητικά, με διατύπωση δυσνόητη, που δοκιμάζει περισσότερο την ικανότητα «αποκωδικοποίησης» παρά την ουσιαστική γνώση. Παράλληλα, η βαθμολόγηση διακρίνεται από υποκειμενικότητα και διακυμάνσεις, εντείνοντας το αίσθημα αδικίας.
Με λίγα λόγια είναι πολύ πιθανόν να ζητάμε από τους/τις υποψήφιους/ες πράγματα που δεν τους έχουμε διδάξει ή δεν τους/τις τα έχουμε διδάξει αρκετά καλά. Οι λόγοι μπορεί να είναι διάφοροι: Ένας λόγος ίσως είναι η διπλή αποστολή του Λυκείου ως βαθμίδα ανώτερη δευτεροβάθμιας αλλά και ως χώρος προετοιμασίας για την εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, πράγματα που είναι δύσκολο να συμβιβαστούν. Ένας άλλος είναι η τεράστια ύλη που καλείται το σχολείο να καλύψει σε μικρό χρονικό διάστημα αν λάβουμε υπόψη τις αντικειμενικές συνθήκες και τον πραγματικό χρόνο διδασκαλίας που τελικά αφιερώνεται. Τέλος θα μπορούσε απλά να είναι το (υψηλό) επίπεδο που ζητείται από τους/τις μαθητές/ριες στο οποίο απλά δεν μπορούν να ανταποκριθούν
Το Λύκειο χωρίς ρόλο
Σύμφωνα με τα παραπάνω το Λύκειο έχει εξελιχθεί σε «προθάλαμο» φροντιστηρίων. Ο ρόλος του ως χώρου παιδείας, καλλιέργειας κριτικής σκέψης και σφαιρικής γνώσης έχει υποχωρήσει δραματικά. Η παράλληλη πραγματικότητα της «παραπαιδείας» υποκαθιστά το σχολείο, μετατρέποντας την εκπαιδευτική διαδικασία σε τεχνική προετοιμασία για τις εξετάσεις. Μαθήματα που δεν εξετάζονται στις πανελλαδικές παραγκωνίζονται, και το ενδιαφέρον του μαθητή περιορίζεται σε ένα στενό φάσμα ύλης.
Το σύστημα, αντί να εξισορροπεί τις κοινωνικές ανισότητες, τις αναπαράγει. Η πρόσβαση στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση καθορίζεται όχι μόνο από την ικανότητα, αλλά και από την οικονομική δυνατότητα για φροντιστήρια, ιδιαίτερα, ή ακόμα και σχολείο με «ευνοϊκές βαθμολογικές συνθήκες».
Αναλόγως έχουν προσαρμοστεί και πολλά παιδιά. Επιλέγουν δηλαδή να επικεντρωθούν και να αφοσιωθούν σε ορισμένα μαθήματα υιοθετώντας μια «ωφελιμιστική» προσέγγιση στις σπουδές τους και ακυρώνοντας τον ρόλο μιας σειράς μαθημάτων. Έτσι έχουμε παιδιά που ασχολούνται με τα «κλασικά» μαθήματα αγνοώντας την ωφέλεια των μαθηματικών για παράδειγμα. Ή το αντίστροφο, παιδιά που ασχολούνται με τα θετικά μαθήματα αγνοώντας την τεράστια σημασία της ανθρωπιστικής εκπαίδευσης, μέσα σε αυτή και αυτήν της γλώσσας.
Άμοιροι ευθυνών δεν μπορεί να είναι βέβαια οι σχεδιαστές των αναλυτικών προγραμμάτων και της διδακτές ύλης αλλά και η πολιτεία με την υποχρηματοδότηση σε υποδομές και μέσα. Μια ματιά στις κτηριακές υποδομές και μια δεύτερη στο απίστευτα θεωρητικό πλαίσιο του Λυκείου (ειδικά του Γενικού) θα μας πείσει όλους και όλες για του λόγου το αληθές.
Κριτική στο σύστημα: Η ανάγκη για αλλαγή
Το σημερινό μοντέλο πανελλαδικών έχει χαρακτηριστεί από εκπαιδευτικούς και ειδικούς ως αποτυχημένο. Ο καθηγητής του ΑΠΘ κ. Αντώνης Λιάκος το έχει περιγράψει ως σύστημα που «καταστρέφει το κριτικό πνεύμα και προάγει την αποστήθιση». Πλήθος φωνών εντός της εκπαιδευτικής κοινότητας καλούν για ριζική αναθεώρηση, επισημαίνοντας ότι δεν είναι δυνατόν η τύχη ενός μαθητή να εξαρτάται από τέσσερις γραπτές εξετάσεις υπό πίεση.
Ορισμένες προτάσεις που βρίσκονται στο τραπέζι περιλαμβάνουν την κατάργηση της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής, την υιοθέτηση ενός Εθνικού Απολυτηρίου με συνεξέταση των επιδόσεων σε όλες τις τάξεις του Λυκείου, και την εφαρμογή Τράπεζας Θεμάτων για αντικειμενικότητα. Η σύνδεση του σχολείου με τις πανεπιστημιακές απαιτήσεις δεν μπορεί να βασίζεται σε ένα τεστ επιβίωσης, αλλά σε μια συνολική, αξιόπιστη πορεία αξιολόγησης.
Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια: Πετυχαίνουν τους στόχους τους;
Θεσμικά, το ελληνικό σχολείο υπόσχεται την παροχή ολόπλευρης εκπαίδευσης. Η Πρωτοβάθμια εκπαιδεύει με δημιουργικότητα, οι δάσκαλοι στηρίζουν με αφοσίωση. Στη Δευτεροβάθμια, όμως, ειδικά στο Γενικό Λύκειο, το βάρος του εξεταστικού προσανατολισμού αφυδατώνει τον παιδαγωγικό χαρακτήρα του σχολείου. Δεν πρόκειται για αποτυχία των εκπαιδευτικών, αλλά για εγγενή στρέβλωση του συστήματος.
Αντί να ενισχύει την προσωπική ανάπτυξη, τη συνεργατικότητα, την κοινωνική συνείδηση και την ενεργό πολιτειότητα, το σχολείο ωθεί στη βαθμοθηρία και την τεχνική απόδοση. Όταν η επιτυχία ορίζεται από έναν αριθμό – το «10» ή το «17.000 μόρια» – χάνεται το νόημα της μόρφωσης.
Επίλογος
Τα υψηλά ποσοστά αποτυχίας στις πανελλαδικές δεν είναι απλώς στατιστικά δεδομένα· είναι ενδείξεις μιας βαθύτερης εκπαιδευτικής δυσλειτουργίας. Αν δεν υπάρξει πολιτική βούληση για ένα νέο σύστημα που θα εστιάζει στον μαθητή ως πρόσωπο, και όχι ως εξεταζόμενο αριθμό, η ελληνική εκπαίδευση θα συνεχίσει να αναπαράγει τα ίδια προβλήματα. Ήρθε η ώρα το σχολείο να ξαναγίνει τόπος γνώσης, σκέψης και προοπτικής – όχι προθάλαμος εξετάσεων.
*Ο κ. Χρήστος Ατλάσης είναι Σύμβουλος Επαγγελματικού Προσανατολισμού, PhD
*Ο κ. Δημήτρης Γρηγοριάδης είναι Σύμβουλος Επαγγελματικού Προσανατολισμού, M.Ed.