Πρώτα ραντεβού, πρώτες Κυριακάτικες εξορμήσεις άνευ γονέων και μία έξοδος-ταξίδι σε άλλους κόσμους και διαστάσεις, πάντα υπό τη μυρωδιά του βουτυρένιου, φρεσκοψημένου ποπ-κορν που «σπάει μύτες», συχνά και… δίαιτες.
Σε μία προσπάθεια διάσωσης της ιστορίας και των αναμνήσεων μίας ολόκληρης πόλης, το Εργαστήριο Μελέτης Ελληνικού Κινηματογράφου και Τηλεόρασης (ΕΜΕΚΤ) του Τμήματος Κινηματογράφου της Σχολής Καλών Τεχνών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, έπειτα από πολύμηνη έρευνα, κατάφερε να καταγράψει όλες τις κινηματογραφικές αίθουσες που λειτούργησαν στην πόλη από το 1945 έως το 2000, ρίχνοντας φως σε μία ολόκληρη εποχή όπου το σινεμά αποτελούσε κομμάτι της καθημερινότητας.
Μέσα από τη νέα πλατφόρμα thessalonikicinemas.gr, οι πολίτες μπορούν να περιηγηθούν σε έναν διαδραστικό χάρτη και να εξερευνήσουν το ψηφιακό αρχείο, μία δυναμική βάση δεδομένων, όπου έχουν συλλεχθεί πληροφορίες για τις ενεργές αίθουσες προβολής ανά δεκαετία -ακριβής θέση, έναρξη και παύση λειτουργίας, εποχικότητα, αʹ ή βʹ προβολής- και φωτογραφικό υλικό -αρχειακό, αλλά και αποτύπωση της σημερινής κατάστασης και χρήσης.
Η Ελευθερία Θανούλη, Διευθύντρια του Εργαστηρίου Μελέτης Ελληνικού Κινηματογράφου και Τηλεόρασης (ΕΜΕΚΤ), Καθηγήτρια Θεωρίας Κινηματογράφου και πρόεδρος του ΔΣ του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, μιλά στα Μακεδονικά Νέα για τα αποτελέσματα της έρευνας και απαντά στο νούμερο ένα ερώτημα των απανταχού λάτρεις του σινεμά: υπάρχει ελπίδα επιβίωσης για τους κινηματογράφους σε μία εποχή όπου οι διαδικτυακές πλατφόρμες ταινιών έχουν κατακλύσει την καθημερινότητά μας; Κι αν ναι, πώς;
Η «χρυσή» εποχή του ελληνικού κινηματογράφου και τα λουκέτα που έφερε η τηλεόραση
Λίγο πριν την έλευση του 20ού αιώνα «γεννήθηκε» η μετέπειτα 7η Τέχνη και έκτοτε ξεκίνησε το συναρπαστικό ταξίδι της σε ολόκληρο τον κόσμο. Στη Θεσσαλονίκη, σύμφωνα με την εφημερίδα Journal de Salonique, η πρώτη προβολή ταινίας έγινε στις 3 Ιουλίου του 1897. Από τον βουβό κινηματογράφο έως τα δειλά πρώτα βήματα των ομιλουσών ταινιών, η πόλη ξεκίνησε να αποκτά ολοένα και περισσότερα δικά της σινεμά -χειμερινά, θερινά, ακόμη και τα εξ’ Αμερικής προερχόμενα drive through- με αποκορύφωμα τη «χρυσή» εποχή του ελληνικού κινηματογράφου, φτάνοντας να αριθμεί συνολικά περισσότερα από 156.
«Η πόλη της Θεσσαλονίκης ήταν ανέκαθεν πολύ σινεφίλ και όχι σινεφίλ με την έννοια που πήρε τη δεκαετία του ’70, του ‘80 και μετά, δηλαδή του εξειδικευμένου κοινού με ειδικό γούστο που βλέπει ταινίες τέχνης, αλλά με την έννοια του κοινού που είναι λαϊκό και μαζικό και έχει τον κινηματογράφο ως κομμάτι της καθημερινότητάς του, ως μέσο ψυχαγωγίας και διασκέδασης, σχεδόν σε καθημερινή βάση», εξηγεί η καθηγήτρια.
Όπως επισημαίνει η ίδια, η άνοδος και η πτώση των κινηματογράφων ήταν παράλληλες με την άνοδο και την πτώση του ελληνικού κινηματογράφου, ενώ καθοριστική ήταν η σταδιακή «εισβολή» της καινούργιας συνήθειας που έμελλε να αποτελεί έως σήμερα μεγάλο κομμάτι της καθημερινότητάς μας, της τηλεόρασης, στα τέλη της δεκαετίας του ’60.
«Αυτό που προκύπτει από τον χάρτη είναι ότι σημειώνεται μία πολύ ξεκάθαρη άνοδος μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ‘60. Φτάνουμε στο 1969-1970 με πάνω από 150 κινηματογράφους σε λειτουργία στην πόλη. Έπειτα ξεκινά μία πτώση η οποία είναι σταδιακή μέχρι το 2000 που φτάνουμε στους 20. Δηλαδή ξεκινάμε από περίπου 35 κινηματογράφους το 1945, αυξάνονται στους 156 και έπειτα μειώνονται στους 20. Αυτό έγινε παράλληλα με την άνοδο και την πτώση του ελληνικού κινηματογράφου. Η δεκαετία του '60 για το ελληνικό σινεμά ήταν πάρα πολύ πετυχημένη, είχαμε πάρα πολλές παραγωγές ταινιών, πάρα πολλά εισιτήρια. Είναι αναμενόμενο να υπάρχει μεγάλη ζήτηση για χώρους που θα φιλοξενήσουν αυτήν τη δραστηριότητα. Μετά σταδιακά τελειώνει ο παλιός εμπορικός κινηματογράφος, αλλάζει μορφή, έρχεται και η τηλεόραση, η οποία καλύπτει μεγάλο μέρος του κοινού με αυτά που προβάλλει και αλλάζει η συνήθεια του κινηματογράφου», συνεχίζει.
Παράλληλα, ένα ακόμη εύρημα της έρευνας, είναι η ολοένα και μικρότερη παρουσία κινηματογράφων σε συνοικίες της πόλης, με φωτεινή εξαίρεση τα θερινά σινεμά.
«Δεν έχουμε μεγάλη παρουσία των συνοικιακών κινηματογράφων εδώ και κάποιες δεκαετίες με την έννοια που δείχνει ο χάρτης: στη Χαριλάου, στη Νεάπολη, στους Αμπελόκηπους. Αυτό που συνέβαινε παλιά δεν μπορούμε καν να το φανταστούμε. Στο θερινό κομμάτι κρατάνε κάποιοι συνοικιακοί. Πολλοί δήμοι διατηρούν θερινά σινεμά. Στις χειμερινές προβολές το ενδιαφέρον πλέον εντοπίζεται στο κέντρο, παρά τις αλλαγές που έχουν γίνει στη βιομηχανία του κινηματογράφου και γενικότερα στον τρόπο προβολής των ταινιών», σημειώνει σχετικά.
Ο διαδραστικός χάρτης και η «μνήμη» της πόλης
Όπως εξηγεί η κ. Θανούλη, μια ιστορική πρωτογενής έρευνα μπορεί να πάρει πολλές μορφές, να γίνει βιβλίο, να αποτελέσει το θέμα ενός συνεδρίου κ.α. Η απόφαση για τη δημιουργία ιστοσελίδας ως πρώτο βήμα επαφής της έρευνας με το ευρύ κοινό έχει ως στόχο την αλληλεπίδραση με αυτό, καθιστώντας το όλο εγχείρημα μία «ζωντανή» βάση δεδομένων στην οποία μπορεί κανείς να προσφέρει αρχειακό υλικό.
«Προσωπικά ήθελα να ξεκινήσουμε με την ιστοσελίδα προκειμένου να είναι πιο άμεσο και να μπορεί να διαχυθεί πιο γρήγορα στην πόλη της Θεσσαλονίκης, γιατί μας ενδιαφέρει να συνεχιστεί η συλλογή στοιχείων και να εμπλουτιστεί με πράγματα που μπορεί να έχουν διαφύγει. Μπορεί κάποιος να έχει ένα προσωπικό αρχείο. Θέλαμε να ανοίξουμε έναν διάλογο. Έχει προσελκύσει ήδη το ενδιαφέρον του κοινού και αυτό μας γεμίζει χαρά», σχολιάζει η ίδια.
Παράλληλα, τα ευρήματα της έρευνας μπορούν να προσφέρουν καίρια δεδομένα σε άλλες μελέτες για τη συνήθεια του κοινού της πόλης, το είδος των προβολών, την εξέλιξη των διαφημίσεων, αλλά και για τη σύνδεση της κινηματογραφικής συνήθειας με άλλες ιστορικές και πολιτικές εξελίξεις στην πόλη.
«Αυτές οι συνδέσεις θα πρέπει να γίνουν με κάποια μελέτη ιστορικού ή κοινωνιολογικού τύπου με τα ανάλογα εργαλεία, έχοντας ως βάση αυτή την έρευνα που είχε πολύ κόπο και δουλειά για να συγκεντρώσουμε τα στοιχεία», επισημαίνει η διευθύντρια του ΕΜΕΚΤ.
Μάλιστα, η ομάδα των προπτυχιακών φοιτητών/τριών του Τμήματος Κινηματογράφου που εντάχθηκαν στη δράση του ΕΜΕΚΤ, έχει ήδη πραγματοποιήσει συνεντεύξεις με παλιούς αιθουσάρχες που βρίσκονται στη ζωή, καταγράφοντας τις εμπειρίες τους.
«Υπάρχει η σκέψη και η προετοιμασία για ένα ντοκιμαντέρ, το οποίο θα παρουσιάσει πτυχές της ιστορίας με έναν οπτικοακουστικό τρόπο, με σκοπό να προβληθεί σε φεστιβάλ, αλλά και στην τηλεόραση, προκειμένου να γίνει περισσότερο γνωστή η ιστορία του κινηματογράφου στην πόλη. Το ιδανικό για τους συνεργάτες μου είναι να προβληθεί στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Ίσως του χρόνου την άνοιξη να είμαστε έτοιμοι για προβολή στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ», αποκαλύπτει η κ. Θανούλη.
Η επαφή των νέων με τα σινεμά και η ασυναγώνιστη κινηματογραφική εμπειρία
Στο 2025 των κινηματογράφων που κλείνουν ή στην -καλύτερη περίπτωση- ανοίγουν μέσα σε mall, ποιο θα μπορούσε να είναι το μέλλον των σινεμά στην πόλη; Άραγε, ποια είναι η σχέση των νέων με το σινεμά και πόσο την επηρεάζουν τα κλασσικά αριστουργήματα και η ενεργή θέαση;
«Οι νέοι έχουν σχέση με το σινεμά. Σίγουρα υπάρχουν κατηγοριοποιήσεις», απαντά η κ. Θανούλη. «Χαίρομαι που οι φοιτητές -όχι μόνο του τμήματός μας- γεμίζουν τις αίθουσες. Το έβλεπα και στο Φεστιβάλ και στα θερινά που παίζουν παλιές ταινίες, γνωστά αριστουργήματα του παγκόσμιου κινηματογράφου και βγαίνουν sold out», συνεχίζει.
Όπως εξηγεί, αυτό σημαίνει πως πλέον -ιδίως τα θερινά σινεμά- επιτελούν και μία διαφορετική λειτουργία, απ’ ότι παλαιότερα, όταν προέβαλαν αποκλειστικά ταινίες πρώτης προβολής.
«Φυσικά και παίζουν ταινίες πρώτης προβολής, αλλά διασώζουν και την επαφή με κλασικές ταινίες και δίνουν τη δυνατότητα στους νέους να έχουν την επαφή με την κινηματογραφική αίθουσα που είναι εντελώς διαφορετική από το laptop ή κάποια άλλη οθόνη στο σπίτι», σημειώνει η ίδια.
Παράλληλα, η ενεργή θέαση, η ανταλλαγή απόψεων με το κοινό και η ανάλυση των ταινιών, αλλά και η εις βάθος «γνωριμία» με δημιουργούς της 7ης Τέχνης, φαίνεται να δημιουργούν ένα κράμα εμπειριών, οι οποίες δεν μπορούν να συγκριθούν με την παρακολούθηση μίας ταινίας στο σπίτι.
«Αυτό που βλέπω σαν τάση είναι η διατήρηση, η παρουσία των κινηματογράφων και της κινηματογραφικής εμπειρίας, της θέασης μιας ταινίας στην κινηματογραφική οθόνη, αλλά ενδεχομένως να τροποποιείται είτε προς την κατεύθυνση του να βλέπουμε και να συζητάμε για κλασικές ταινίες και να γίνεται ένα master class, κάποια διάλεξη ή συζήτηση με το κοινό και όχι απλώς η παρακολούθηση μιας ταινίας. Για παράδειγμα το κάναμε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου. Κάτι άλλο είναι η προβολή ταινιών ομαδοποιημένα γύρω από κάποιο θέμα ή κάποιον σκηνοθέτη. Και φυσικά η προβολή ταινιών που δεν είναι εύκολο να τις βρει κανείς είτε στην τηλεόραση είτε σε άλλες πλατφόρμες, ίσως λιγότερο γνωστών, ενδεχομένως του ευρωπαϊκού ή του ασιατικού κινηματογράφου που θα έχουν την κινηματογραφική αίθουσα ως τον έναν και μοναδικό χώρο προβολής», καταλήγει.
*Την εποπτεία και καθοδήγηση της ερευνητικής ομάδας έχει η Καθηγήτρια του Τμήματος Κινηματογράφου του ΑΠΘ και Διευθύντρια του ΕΜΕΚΤ, Ελευθερία Θανούλη. Το έργο βασίστηκε σε μια ιδέα του Δρ. Παρασκευά Μουρατίδη, μέλος ΕΔΙΠ του Τμήματος και του Εργαστηρίου, για την ιστορία των κινηματογραφικών αιθουσών της πόλης. Το έργο υλοποιείται με τη στήριξη της Επιτροπής Ερευνών του ΑΠΘ και δεν θα μπορούσε να έχει ολοκληρωθεί χωρίς τη συμβολή των προπτυχιακών φοιτητών/τριών του Τμήματος Κινηματογράφου που εντάχθηκαν στη δράση του ΕΜΕΚΤ και συγκεκριμένα των: Ευαγγελία Σταθεροπούλου (συντονίστρια), Αναστασία Χασάκιοϊλη, Δημήτρης Βαφειάδης, Ιωάννης Μπάης (φοιτητής του Τμήματος Πληροφορικής), Θανάσης Λαγάνης, Άγγελος Γκραντούνης, Ελένη Μπακλαβάρα, Ελευθερία Τζίνα Νεντελκώβ και Άννα Πετρακοπούλου.
**Όλες οι φωτογραφίες προέρχονται από την έρευνα του ΕΜΕΚΤ και έχουν παραχωρηθεί για τις ανάγκες της δημοσίευσης.