Ο αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης σημειώνει ότι μπορεί η συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Τούρκο πρόεδρο να μην είχε και ιδιαίτερη σημασία για την εξέλιξη των ελληνοτουρκικών θεμάτων καθώς ούτως ή άλλως τα χρονικά περιθώρια διεξαγωγής της θα ηταν στενά, ωστόσο τονίζει πως στο πλαίσιο της επαναπροσέγγισης που επιχειρεί η Δύση έναντι της γειτονικής μας χώρας της έχει ήδη δώσει μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, γεγονός που δεν αποκλείεται στο άμεσο μέλλον να οδηγήσει και στον τερματισμό της τακτικής αναδίπλωσης την οποία εφαρμόζει η Τουρκία απέναντι στην Ελλάδα από το 2023.
Όπως σημειώνει, η επικείμενη συνάντηση Τραμπ - Ερντογάν ενδεχομένως να παίξει καθοριστικό ρόλο σε αυτή την επαναπροσέγγιση που επιχειρεί η Δύση προς την Τουρκία, ενώ δεν αποκλείει το ενδεχόμενο σε σύντομο χρονικό διάστημα να δούμε τον πρόεδρο της Τουρκίας να θέτει και τα δικά του θέματα πάνω στο τραπέζι.
Συνέντευξη στον Θωμά Καλέση
-Κύριε Σέρμπο παρά το γεγονός ότι σε μια τόσο σύντομη συνομιλία όπως αυτή που θα γινόταν ανάμεσα στον Κυριάκο Μητσοτάκη και τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θα ήταν αδύνατο να τεθούν όλα τα ανοιχτά ζητήματα που υπάρχουν στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ωστόσο αυτή η αναβολή ή ματαίωση του ραντεβού σημαίνει κάτι για το ζωτικό αυτό κομμάτι της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής;
Πράγματι προσωπικά πιστεύω ότι αδικαιολόγητα σηκώθηκε τόσο πολλή σκόνη για μια περιορισμένη χρονικά συνάντηση με χαμηλές προσδοκίες. Πάντοτε βέβαια έχει ενδιαφέρον να μπορεί ο Έλληνας πρωθυπουργός αδιαμεσολάβητα και αφιλτράριστα να μεταφέρει τα μηνύματα προς την άλλη πλευρά, όσο και να λαμβάνει αυτά των απέναντι, διότι το πλαίσιο Ελλάδας - Τουρκίας εξακολουθεί να είναι ένα πλαίσιο ανταγωνιστικής συνύπαρξης.
Λαμβάνοντας ωστόσο υπόψη ότι αυτή η συνάντηση δεν έγινε, εγώ αυτό που καταλαβαίνω είναι για την Τουρκία είχε μικρότερη σημασία σε σχέση με τους αρχικούς σχεδιασμούς. Μπορεί να μην είχε τη δυνατότητα να πάρει κάτι, αλλά ασφαλώς αν η πλευρά της γειτονικής χώρας ήθελε να γίνει η συνάντηση, θα έβρισκε κάποιο πάραθυρο για να την πραγματοποιήσει.
Άρα από τη στιγμή που δεν έγινε, φάνηκε να είναι μικρότερης σημασίας γι' αυτούς. Και δεν ξέρω αν η Τουρκία με τον τρόπο αυτό ήθελε να στείλει και κάποιο επιπλέον μήνυμα, όμως εκεί που πρέπει να εστιάσουμε -που για εμένα είναι και το πιο σημαντικό καθώς επηρεάζει πολύ σημαντικά τον σχεδιασμό της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής- είναι ότι αυτή η αυτοπεποίθηση που βλέπετε να βγάζει πλέον η Τουρκία και στα δικά μας θέματα - έστω και σε επίπεδο ρητορικής - επιβεβαιώνει επί της ουσίας αυτό που έχω πει εδώ και πολλούς μήνες, ότι βρισκόμαστε δηλαδή σε ένα πλαίσιο, όπου η Δύση επιχειρεί μια προσέγγιση προς την Τουρκία κι αυτό κάθε άλλο παρά περνά απαρατήρητο περνά από τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν καθώς βλέπει την μετοχή της χώρας του να έχει ανέβει διπλωματικά.
Ασφαλώς και υπάρχει αυτό το τρίγωνο ΗΠΑ - Ισραήλ - Τουρκία, θα δούμε πώς θα πάει και η συνάντηση με τον Ντόναλντ Τραμπ επ' αυτού, αλλά όσον αφορά τα δικά μας θέματα είναι ο βασικός λόγος που όλη αυτή η περίοδος τακτικής αναδίπλωσης που είχε ξεκινήσει με πρωτοβουλία της Άγκυρας το 2023 μετά τον πλέον καταστροφικό σεισμό στη σύγχρονη ιστορία της, την κατάσταση της οικονομίας και την προσπάθειά της να προσεγγίσει την Δύση, να τερματιστεί και να διαμορφωθεί ένα νέο πλαίσιο.
Άρα αυτό που στην Ελλάδα αναφέρεται ως πολιτική των ήρεμων νερών, η οποία όμως προσέξτε σημαίνει ότι μιλάμε για μια περίοδο αποκλιμάκωσης, εξομάλυνσης ως ένα βαθμό με τη συνεργασία στο μεταναστευτικό, όχι όμως και ουσιαστικής βελτίωσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Αυτό δεν έγινε ποτέ παρά τις προσπάθειες που έκανε η Ελλάδα.
Τώρα ωστόσο η Τουρκία, επειδή επαναλαμβάνω το τοπίο αλλάζει το πλαίσιο στο οποίο αναφέρθηκα πριν από λίγο, αντιλαμβάνεστε έχει πολύ λιγότερους λόγους να κλείσει αυτό το παράθυρο της τακτικής αναδίπλωσης. Φυσικά, πολλά θα κριθούν και από την συνάντηση Τραμπ - Ερντογάν και αυτό δεν αφορά μόνο την Αμερική, αλλά αφορά και την Ευρώπη και τις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Με λίγα λόγια πρέπει να κάνουμε μια ρεαλιστική ανάγνωση της πραγματικότητας που έχουμε κι εκεί νομίζω ότι υπάρχει πρόκληση για την ελληνική εξωτερική πολιτική.
Αυτά είναι τα νέα δεδομένα τα οποία δεν ξέρω σε ποιο βαθμό επηρέασαν αν και σαφέστατα δεν ήμασταν προτεραιότητα, παρά το γεγονός ότι το ήθελε και η Τουρκία αυτό το ραντεβού. Ούτως ή άλλως όμως θα ήταν μια συνάντηση χαμηλών προσδοκιών για την οποία όπως προείπα σηκώθηκε αδικαιολόγητη σκόνη. Το βασικό είναι ότι η Άγκυρα έχει πλέον λόγους να κάνει πίσω και να δώσει ένα τέλος σε αυτή την τακτική αναδίπλωσης έναντι της Αθήνας.
-Άρα αυτό σημαίνει ότι τα ήρεμα νερά, δεν θα είναι σύντομα και τόσο ήρεμα, όσο τουλάχιστον ήταν το τελευταίο χρονικό διάστημα; Λέτε ότι θα πρέπει να περιμένουμε μια αλλαγή στη στάση της Τουρκίας;
Ναι βέβαια. Για την ακρίβεια θα βλέπουμε μια Τουρκία - και δεν λέω ότι θα έχουμε κάτι σε πρώτο χρόνο επί του πεδίου - με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση να βάζει τα θέματα. Μια αυτοπεποίθηση που θα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αναβάθμιση που θα υπάρξει στις σχέσεις της με τη Δύση. Όχι επειδή είναι αξιόπιστη. Ίσα - ίσα, η Τουρκία θα συνεχίσει να είναι μια περιφερειακή δύναμη με αυτόνομη πολιτική. Η Ελλάδα είναι η αξιόπιστη δύναμη που είναι αγκυροβολημένη στη Δύση.
Επαναλαμβάνω, όμως, ότι θα έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς θα εξελιχθεί η συνάντηση ανάμεσα σε δύο συναλλακτικούς ηγέτες όπως ο Τραμπ και ο Ερντογάν και ξέρετε, κάποιες φορές ο πρώτος καθίσταται απρόβλεπτος διότι μπορεί να παίξει με μια ατζέντα που μπορεί να αφορά και τον ίδιο. Και στη δεύτερη θητεία Τραμπ, έχουμε πλέον ένα μοντέλο άσκησης αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής πολύ περισσότερο προσωποπαγές και συγκεντρωτικό. Και αυτό γιατί το λέω;
Διότι ο Ερντογάν είχε κάθε λόγο να αδράξει την ευκαιρία και να κεντρίσει το προσωπικό ενδιαφέρον του Ντ. Τραμπ, καθώς ο τελευταίος είχε ήδη αναγνωρίσει τον ρόλο της Τουρκίας στη Συρία. Είναι επίσης πολύ δραστήριος ο Αμερικανός πρέσβης.
Από εκεί και πέρα όμως, εκείνο που πρέπει να ενδιαφέρει εμάς και θέλω να το σημειώσουμε, είναι το σημείο εκείνο στο οποίο μπορεί πιθανόν αργότερα να επιτραπεί στην Τουρκία να αυξήσει την επιρροή της. Αυτό είναι για μένα το κεντρικό ερώτημα το οποίο θα έθετα σε έναν Αμερικανό αξιωματούχο. Εμάς μας ενδιαφέρει να ελέγχουμε ή τουλάχιστον να είμαστε συνδιαμορφωτές ως Δύση της αύξησης επιρροής της Τουρκίας σε γεωγραφικές ζώνες που μας αφορούν.
Αυτό δεν πιστεύω ότι είναι κάτι που θα γίνει αύριο. Δεν πιστεύω ότι ο Ερντογάν θα βάλει τα ελληνοτουρκικά στο τραπέζι. Είναι άλλα τα μεγάλα θέματα αυτή τη στιγμή και οι φάκελοι για την Τουρκία. Αυτό όμως είναι κάτι που αφορά τον δικό μας ρόλο ως αξιόπιστό αντίβαρο, όπως για παράδειγμα ο ρόλος που έχει σήμερα η Ελλάδα σε θέματα ενεργειακής ασφάλειας (Αλεξανδρούπολη, Ρεβυθούσα, Νότια Κρήτη). Η ελληνική διπλωματία πρέπει να προχωρήσει σε μια σειρά κινήσεων, διότι ξέρετε είμαστε υποχρεωμένοι, ειδικά μετά από αυτά τα νέα δεδομένα να είμαστε σε μια ενεργητική διαπράγματευση με τους συμμάχους μας. Άρα εγώ νομίζω ότι πλέον η Αθήνα, θα πρέπει να στρέψει το ενδιαφέρον της από την Άγκυρα, στις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και την Ουάσιγκτον. Και τι εννοώ;
Πρώτα - πρώτα να διατηρήσουμε αυτή την ιδιότητα του αντίβαρου, με τα δικά μας χαρτιά να την ενισχύσουμε και έπειτα στο όποιο άνοιγμα γίνει προς τη γειτονική χώρα να έχουμε έναν ρόλο συνιδιοκτητών. Κάτι που σημαίνει ότι η όποια συμφωνία επέλθει, θα πρέπει να περιλαμβάνει συγκεκριμένες προϋποθέσεις και δικλίδες ασφαλείας για τα ελληνικά συμφέροντα. Και όλα αυτά σε μια περίοδο που οι φιλελεύθερες αξίες χαρακτηρίζονται από απαξίωση και παρακμή. Αυτά δηλαδή που ονομάζουμε, Διεθνές Δίκαιο, Διεθνής Ευθύνη, Ηθικό Συμφέρον, σωστά τα επικαλούμαστε ως χώρα status quo, αλλά αλίμονο αν αυτό από μόνο του συνιστά μια στρατηγική. Διότι πρόκειται για μελέτη της ιστορίας και ανάγνωσης του σημερινού συστήματος, το οποίο είναι σκληρό, ανταγωνιστικό, συναλλακτικό και χωρίς μια παγκόσμια δύναμη που να μπορεί να σταθεροποιήσει την κατάσταση.
Τι μηνύματα περνούν άραγε όλα αυτά που συμβαίνουν στον Ερντογάν; Τι μηνύματα θα περάσουν αν το ουκρανικό κλείσει με μια επιβράβευση της επιθετικότητας και του δικαίου του ισχυρού προς τον αναθεωρητικό Ερντογάν; Άρα εδώ, έχουμε αυτή την κυνική διάσταση των διεθνών σχέσεων η οποία όμως μας υποχρεώνει κι εμάς σε αυτό το τρίπτυχο που ονομάζω: Αυτοσυντήρηση, Ανανέωση και Προσαρμογή. Το δικό μας χαρτί είναι ότι εμείς είμαστε αγκυροβολημένοι στη Δύση, είμαστε ένα αντίβαρο, αλλά έχουμε μια νέα αμερικανική διοίκηση, νέα πρόσωπα με διαφορετική νοοτροπία. Πρέπει να μιλήσουμε τη δική τους γλώσσα και πρέπει να το κάνουμε προληπτικά. Διότι υπάρχει ο κίνδυνος, να πατήσει καλά αυτή η σχέση Ερντογάν - Τραμπ και να δούμε τον πρόεδρο της Τουρκίας να βάζει και τα δικά του θέματα στο τραπέζι ή τουλάχιστον να δοκιμάσει τις διαθέσεις του Τραμπ για τα ελληνοτουρκικά.
Δεν έχει σημασία αν αυτό γίνει ή αν δεν τα καταφέρει ο Ερντογάν. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι υπάρχουν αρκετές πιθανότητες να το επιχειρήσει αργότερα. Άρα αυτό το νέο τρίγωνο Ελλάδα - Δύση - Τουρκία είναι που πρέπει απασχολήσει την διπλωματία, την κυβέρνηση, αλλά και τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις της χώρας. Διότι είναι μια σημαντική αλλαγή, πάνω στην οποία θα πατήσει η Τουρκία για να λήξει την πολιτική της τακτικής αναδίπλωσης έναντι της Ελλάδας.