Το δίλημμα «σταθερότητα ή ακυβερνησία και οικονομικές περιπέτειες», ουσιαστικά περιγράφηκε από τον κ. Μητσοτάκη και αποτελεί, κατά μία έννοια, απάντηση και στις εξελίξεις που σηματοδοτεί η παραίτηση Τσίπρα και η ίδρυση νέου κόμματος από τον πρώην πρωθυπουργό.
Την ώρα, που οι διεργασίες στον χώρο της αντιπολίτευσης κορυφώνονται, ο Κυριάκος Μητσοτάκης προχώρησε εμμέσως σε μία σύγκριση της εικόνας της χώρας στο πρόσφατο παρελθόν, υπενθυμίζοντας ότι η Ελλάδα- παρίας του 2015 σήμερα δανείζεται απ’ τις διεθνείς αγορές φθηνότερα ακόμη και από άλλες πανίσχυρες ευρωπαϊκές οικονομίες, έθεσε την αξιοπιστία της χώρας ως το μείζον, λέγοντας ότι η κυβέρνηση κατόρθωσε να την αποκαταστήσει και πρόταξε την πολιτική σταθερότητα ως προϋπόθεση της συλλογικής ανάπτυξης και τη μετατροπή της σε ευημερία για τους πολλούς.
Αυτός θα είναι ο «καμβάς» πάνω στον οποίο η κυβέρνηση σχεδιάζει τη στρατηγική της: η πολιτική σταθερότητα, που ο κ. Μητσοτάκης κατάφερε να διασφαλίσει από το 2019 έως σήμερα, απέναντι στο ρευστό πολιτικό τοπίο της κατακερματισμένης αντιπολίτευσης, που ουσιαστικά βασίζεται σε δύο πρόσωπα, από τη μία πλευρά στον Αλέξη Τσίπρα -ο οποίος έχει διατελέσει πρωθυπουργός και έχει παράξει συγκεκριμένα αποτελέσματα- και από την άλλη στον Νίκο Ανδρουλάκη -ο οποίος, κατά την κυβέρνηση, δεν έχει παρουσιάσει πρόγραμμα συγκροτημένο, κοστολογημένο και αξιόπιστο, ώστε να αποτελέσει εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης.
«Δεν υπάρχει οικονομική προοπτική χωρίς πολιτική σταθερότητα. Επενδύσεις, δίχως ασφαλές περιβάλλον. Ούτε, βεβαίως, και εξέλιξη χωρίς κανόνες που θα τηρούνται σε συνθήκες ομαλότητας και κοινωνικής συνοχής», είπε χαρακτηριστικά ο κ. Μητσοτάκης από το βήμα του ΣΕΒ, μιλώντας -χωρίς να κατονομάσει τους πολιτικούς του αντιπάλους- για περιπέτειες από τα ψέματα των απλοϊκών λύσεων, των παροχών χωρίς αντίκρισμα και τις αυταπάτες σε μια οικονομία που ήταν στην εντατική, αναφερόμενος στη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
Είναι σαφές ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα επιμείνει στην επιλογή της αυτοδυναμίας, έννοια, που ταυτίζει με τις ισχυρές κυβερνήσεις τις οποίες προτάσσει ως τις μόνες, που μπορούν να εγγυηθούν αλλαγές και μεταρρυθμίσεις με στόχο να διατηρηθεί μια οικονομία σε τροχιά ευημερίας, «χωρίς υποταγή στο λαϊκισμό και μακριά από κάθε πολιτικό πειραματισμό», δίνοντας το στίγμα της επόμενης ημέρας ότι «όσα οι Έλληνες κατέκτησαν μέχρι σήμερα δεν προέκυψαν εύκολα και αύριο μπορεί να μην είναι καθόλου δεδομένα».
Τα μηνύματα και η περιγραφή της κυβερνητικής στρατηγικής απευθύνονται σταδιακά και προς τους πολίτες. Ο κ. Μητσοτάκης περιέγραψε ουσιαστικά το σχέδιό του «να καταστεί η Ελλάδα χώρα στην οποία θα θέλει κανείς να ζήσει, να σπουδάσει και να εργαστεί», σημειώνοντας ότι αυτό «δεν ήταν δεδομένο έως το 2019» και επανέλαβε ότι «αυτό δεν μπορεί να το διεκδικήσει μόνη της καμία κυβέρνηση, είτε θα το πετύχουμε μαζί, με οδηγό την αλήθεια, τη συμμετρική ανάπτυξη και τον πατριωτισμό της ευθύνης, είτε θα επιστρέψουμε ξανά στη μιζέρια και στον μηδενισμό, στην εσωστρέφεια, στη μεμψιμοιρία και στην εποχή των βροντερών συνθημάτων και της ήσσονος προσπάθειας», υπενθυμίζοντας ότι πρόκειται για έναν δρόμο «που τον βαδίσαμε και είδαμε πόσο κοστίζει το αδιέξοδό του».
Το διεθνές περιβάλλον έρχεται να στηρίξει την επιχειρηματολογία της κυβέρνησης. Ο πρωθυπουργός ανέφερε δύο παραδείγματα, αφενός τις κυβερνητικές κρίσεις που ξεσπούν στην Ευρώπη, με χαρακτηριστικότερη αυτή της Γαλλίας και αφετέρου, την άνοδο και πάλι του λαϊκισμού, που όπως λέει έχει τη δύναμη να μεταλλάσσει κάθε οικονομική δυσκολία σε συστημική αμφιβολία. Ο κίνδυνος η Ελλάδα να βρεθεί σε συνθήκες αδυναμίας σχηματισμού κυβέρνησης μετά την επόμενη εκλογική αναμέτρηση, δεν είναι απίθανος, με τη σημερινή δημοσκοπική εικόνα των κομμάτων και τις πολιτικές συνθήκες σύγκρουσης που έχουν διαμορφωθεί, την ίδια ώρα, που αντισυστημικά κόμματα ενισχύονται περαιτέρω.
Τη θετική πορεία της ελληνικής οικονομίας, με την ανάπτυξη που ξεπερνά τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, την πτώση της ανεργίας σε επίπεδα προ κρίσης, την ενίσχυση των εισοδημάτων μέσω μείωσης φόρων και εισφορών, την άνοδο των επενδύσεων, η κυβέρνηση θα την προβάλει ως την βάση κάθε πολιτικής παρέμβασης σε μείζονα θέματα, όπως της υγείας και της παιδείας.
Και ως προς τα αποτελέσματα σε οικονομικό επίπεδο, που έχουν παραχθεί, λειτουργούν ενισχυτικά φωνές, όπως του διοικητή της Bundesbank, της κεντρικής τράπεζας της Γερμανίας και μέλος του Γενικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ο οποίος μίλησε στον ΣΕΒ για την ελληνική οικονομία και τις μεταρρυθμίσεις που έχουν γίνει, εκφράζοντας τον θαυμασμό του, όπως είπε, «για την οικονομική αναμόρφωση της Ελλάδας την τελευταία δεκαετία», κάνοντας λόγο για αξιοθαύμαστη ανθεκτικότητα και υλοποίηση δύσκολων, αλλά αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, ενώ έκανε ειδική αναφορά στη μείωση του ελληνικού χρέους και στη δέσμευση της χώρας να συνεχίσει στον ίδιο δρόμο των πρωτογενών πλεονασμάτων για να το πετύχει.
Στο ίδιο μοτίβο, η κυβέρνηση προχωρώντας στην τελική ευθεία της τετραετίας, θα βάλει εκ νέου σε πρώτο πλάνο την ανάγκη συνέχισης των μεταρρυθμίσεων, ως τον βασικό πυλώνα της ανάπτυξης για την οικονομία και την κοινωνία, δημιουργώντας επί της ουσίας και το πλαίσιο της πολιτικής αντιπαράθεσης για την επόμενη μέρα.