Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της στρεβλής νοοτροπίας είναι τα Ελληνικά Ταχυδρομεία. Ο ιστορικός αυτός οργανισμός αποτελούσε για δεκαετίες το μοναδικό δίκτυο επικοινωνίας σε ολόκληρη τη χώρα. Όμως σήμερα βρίσκεται αντιμέτωπος με μια νέα πραγματικότητα και ενώπιον του φάσματος της χρεοκοπίας. Η ψηφιακή εποχή έχει καταστήσει τις περισσότερες υπηρεσίες του παρωχημένες αφού οι επιστολές έχουν υποκατασταθεί από το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, οι πληρωμές γίνονται πλέον μέσω e-banking και οι ιδιωτικές ταχυμεταφορές «κέρδισαν» ένα μεγάλο μέρος αγοράς. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα ελλείμματα να σωρεύονται και τα έσοδα να μειώνονται δραματικά. Παρ’ όλα αυτά, τα ΕΛΤΑ εξακολουθούν να διατηρούν χιλιάδες καταστήματα, ακόμη δυο ή και τρία σε μικρές πόλεις, την ίδια στιγμή που η επισκεψιμότητά τους έχει μειωθεί αισθητά.
Στην υπόλοιπη Ευρώπη η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική. Στη Γερμανία, η Deutsche Post έχει ιδιωτικοποιηθεί, λειτουργεί κερδοφόρα και συνεργάζεται με χιλιάδες ιδιωτικά σημεία εξυπηρέτησης. Στη Γαλλία, η La Poste έχει περιορίσει το φυσικό της δίκτυο κατά περίπου 50% και επενδύει μαζικά σε τραπεζικές και ψηφιακές υπηρεσίες. Στην Ολλανδία, τα δημόσια ταχυδρομεία έχουν μειωθεί σε ποσοστό που ξεπερνά το 70% την τελευταία εικοσαετία. Αντίθετα στην Ελλάδα επιμένουμε να θεωρούμε «ιερή υποχρέωση» τη διατήρηση κάθε καταστήματος, ακόμη και σε περιοχές όπου η δραστηριότητα είναι σχεδόν μηδενική.
Η ανάγκη εκσυγχρονισμού των ΕΛΤΑ
Αυτή η νοοτροπία δεν είναι καινούρια. Τη δεκαετία του 1980 είχε επικρατήσει η λογική του «κάθε πόλη και γήπεδο, κάθε χωριό και γυμναστήριο», με την παραπάνω φράση να συμβολίζει μια ολόκληρη εποχή κατά την οποία η ανάπτυξη ταυτίστηκε με τις δημόσιες δαπάνες και όχι με την παραγωγικότητα ή την αποδοτικότητα. Το ίδιο μοτίβο αναπαράγεται -δυστυχώς- μέχρι σήμερα, με αποτέλεσμα κάθε φορά που συζητείται η ανάγκη αναδιάρθρωσης ενός δημόσιου οργανισμού, η συζήτηση να εκτρέπεται από το τι είναι λειτουργικό και βιώσιμο, στο ποιος θα «θιγεί».
Οι εποχές, όμως, αλλάζουν και μαζί τους αλλάζουν και οι συνήθειες των πολιτών. Σήμερα, αν τα ΕΛΤΑ θέλουν να επιβιώσουν, πρέπει να μετασχηματιστούν ριζικά. Να επενδύσουν σε ψηφιακές υποδομές και να αναπτύξουν νέες υπηρεσίες που θα ανταποκρίνονται στις αυξημένες απαιτήσεις και ανάγκες του σήμερα. Για παράδειγμα, αντί να κρατηθούν ανοιχτά υποκαταστήματα με πέντε υπαλλήλους και δέκα πελάτες την εβδομάδα, μπορούν να ενισχυθούν οι κινητές μονάδες και τα σημεία εξυπηρέτησης. Έτσι, η παρουσία των ΕΛΤΑ δεν θα χαθεί, αλλά θα μετασχηματιστεί. Γίνεται, λοιπόν, σαφές ότι η συζήτηση για το κλείσιμο των καταστημάτων των ΕΛΤΑ δεν είναι ιδεολογική μα πραγματιστική, διότι κάθε ευρώ που δαπανάται για να κρατηθεί ανοιχτό ένα άδειο κατάστημα, αφαιρείται από την προσπάθεια εκσυγχρονισμού του οργανισμού.
Να αλλάξει η Ελλάδα, άρα να αλλάξουμε κι εμείς
Με λίγα λόγια η πραγματική μεταρρύθμιση δεν είναι να αλλάξουν οι άλλοι, αλλά να αλλάξουμε εμείς. Να αποδεχθούμε ότι η πρόοδος απαιτεί ρήξεις με το παρελθόν και ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να εκσυγχρονιστεί διαθέτοντας ένα δημόσιο που λειτουργεί με όρους της δεκαετίας του 1980. Αν θέλουμε να έχουμε μια χώρα ευρωπαϊκή και αποτελεσματική πρέπει να αφήσουμε πίσω το σύνθημα «να αλλάξει η Ελλάδα δίχως να αλλάξουμε εμείς» και να περάσουμε στο σύνθημα «η Ελλάδα θα αλλάξει, μόνο αν αλλάξουμε εμείς πρώτα». Πώς θα γίνει αυτό; Περνώντας από το κράτος-εργοδότη στο κράτος-ρυθμιστή.










