Η αναφορά του δημάρχου Θεσσαλονίκης, Στέλιου Αγγελούδη, σε πρόσφατη συνέντευξή του, ότι «δεν υπάρχει δίπολο Αθήνας-Θεσσαλονίκης», είναι ενδεικτική του νέου τρόπου σκέψης που μαρτυρά αυτήν την απαραίτητη αλλαγή νοοτροπίας. Γιατί το μεγαλύτερο πρόβλημα της πόλης εδώ και δεκαετίες ήταν το εσωτερικευμένο αίσθημα κατωτερότητας. Αντί να στρέψει το βλέμμα της προς τον βορρά, να αξιοποιήσει τη γεωστρατηγική της θέση και να χτίσει συμμαχίες με τις βαλκανικές και ευρωπαϊκές μητροπόλεις, προτιμούσε -βολικά είναι η αλήθεια- να κοιτάζει με… παραπονεμένο βλέμμα προς τον νότο, αναζητώντας άλλοθι στην «αθηνοκεντρική» προσέγγιση των πραγμάτων. Φυσικά, αυτό το παράπονο ήταν απολύτως δικαιολογημένο αφού καμία κυβέρνηση δεν έδινε στην πόλη τη βαρύτητα και τη σημασία που της άξιζε. Από μακέτες πηγαίναμε καλά, αλλά από πράξεις μηδέν εις το πηλίκον, καθώς άλλες χάνονταν στη γραφειοκρατία και άλλες παρέμεναν λόγια που τα σκόρπιζε ο… Βαρδάρης.
Από «συμπρωτεύουσα», μητρόπολη του βορρά
Μόνο που στην πορεία αυτή η πραγματικότητα μετατράπηκε σε νοοτροπία που εγκλώβισε ολόκληρες γενιές στη μιζέρια της σύγκρισης. Όσο αυτή η ρητορική συντηρούνταν, ακόμα και από πολιτικές, οικονομικές και παραγωγικές δυνάμεις της Θεσσαλονίκης, τόσο η πόλη παρέμενε δέσμια των χαμηλών προσδοκιών. Σήμερα αυτή η νοοτροπία αλλάζει. Πρωτίστως γιατί ο Κυριάκος Μητσοτάκης «έδειξε» στην πόλη ότι πρέπει να πάψει να απαριθμεί τι δεν της έδωσαν τα προηγούμενα χρόνια και να αρχίζει να υπολογίζει τι μπορεί η ίδια να παράγει. Γιατί, πέραν των σημαντικών έργων υποδομής που υλοποιούνται από το 2019 έως σήμερα, το σημαντικό είναι ότι η Θεσσαλονίκη του 2025 επαναπροσδιορίζει τον ρόλο της, όχι ως «συμπρωτεύουσα», αλλά ως μητρόπολη του βορρά που δεν ζητά την επιβεβαίωση της Αθήνας αλλά πορεύεται έχοντας εμπιστοσύνη στον εαυτό της.
Συντονισμός, συνέργειες, εμπιστοσύνη
Προφανώς σε αυτό συνέβαλε και η σημαντική -σε αριθμό- εκπροσώπηση της στο υπουργικό συμβούλιο, κάτι που επιταχύνει τις «υπογραφές» σε μια σειρά από απαραίτητα ζητήματα που πρέπει να τρέξουν. Όμως πάνω από όλα εκείνο που άλλαξε είναι ότι επιτέλους υπάρχει συντονισμός, συνέργειες και η πίστη στις δικές της δυνάμεις. Το ότι τα Πανεπιστήμια της Μακεδονίας και της Θράκης ενώνουν τις δυνάμεις τους και συνεργάζονται με τα ερευνητικά κέντρα και τους φορείς της καινοτομίας και της υψηλής τεχνολογίας είναι μια κατάκτηση που αλλάζει το παραγωγικό μοντέλο της περιοχής. Ότι το συντονιστικό συμβούλιο βάζει στο ίδιο τραπέζι όλα τα επιμελητήρια, τους δήμους και τις αρχές για να συναποφασίζουν τις επόμενες κινήσεις τους σε μια σειρά από σημαντικά ζητήματα που αφορούν την καθημερινότητα της πόλης, είναι μια κατάκτηση που δίνει στη Θεσσαλονίκη ενιαία στρατηγική και κοινή φωνή, αφού την απεγκλωβίζει από τις μικροπολιτικές της άγονης εσωστρέφειας.
Η αλλαγή αυτή αποτυπώνεται στα έργα που εξελίσσονται, αλλά κυρίως στη λογική που τα συνοδεύει. Το μετρό, που από ανέκδοτο έγινε πραγματικότητα, το νέο εκθεσιακό κέντρο της ΔΕΘ, η ανάπλαση του παραλιακού μετώπου που θα ενώσει την πόλη με τη θάλασσα και θα της χαρίσει έναν αστικό πνεύμονα ευρωπαϊκών προδιαγραφών, ο εκσυγχρονισμός του λιμανιού και οι επενδύσεις που το μετατρέπουν σε κόμβο διαμετακομιστικού εμπορίου για όλη τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, είναι μια πραγματικότητα με χρονοδιάγραμμα, χρηματοδότηση και συνέπεια.
Τα «όχι» και τα «ναι» της Θεσσαλονίκης
Όλα αυτά συνθέτουν μια Θεσσαλονίκη διαφορετική, που επενδύει στη ρεαλιστική προοπτική. Που λέει «όχι» στη στασιμότητα και σε κάθε είδους λογικές που τη θέλουν δέσμια του παρελθόντος ή εγκλωβισμένη σε στερεότυπα. Που λέει «όχι» σε ό,τι την περιορίζει. Αντιθέτως επιλέγει, συνειδητά πλέον, να λέει «ναι» σε ό,τι την αναδεικνύει, στη δημιουργία, στην καινοτομία, στην εξωστρέφεια και τη συνεργασία. Γιατί, όπως συμβαίνει στη ζωή έτσι και στις μεγάλες πόλεις, τα «ναι» λειτουργούν και ως υπόσχεση για το μέλλον τους. Με λίγα λόγια, η Θεσσαλονίκη των επόμενων χρόνων δεν θα χρειάζεται να αποδεικνύει ότι είναι «ισότιμη». Θα είναι γιατί θα το έχει κατακτήσει με σχέδιο, δουλειά και πίστη στις δυνάμεις της.





