Η ΤτΕ εκτιμά πως το ελληνικό ΑΕΠ θα «τρέξει» με ρυθμό 2,3% για το 2025, προτού υποχωρήσει στο 2,0% το 2026 και να επιταχυνθεί οριακά στο 2,1% το 2027, πάνω από το μέσο όρο της Ευρωζώνης.
Η έκθεση σημειώνει πως ο άμεσος αντίκτυπος των δασμών των ΗΠΑ θα είναι περιορισμένος «καθώς οι ΗΠΑ δεν αποτελούν σημαντική αγορά για τις ελληνικές εξαγωγές αγαθών, αντιπροσωπεύοντας μερίδιο μικρότερο από 5% στις συνολικές εξαγωγές το 2024. Οι επιπτώσεις για την Ελλάδα θα είναι κυρίως έμμεσες, με βασικότερο δίαυλο μετάδοσης τη μείωση της εξωτερικής ζήτησης της ευρωζώνης και δευτερευόντως την αύξηση της αβεβαιότητας» αναφέρει η ΤτΕ.
Για τον πληθωρισμό, προβλέπεται πως θα διαμορφωθεί στο 2,5% στο σύνολο του 2025, πάνω από το επίπεδο που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τη σταθερότητα των τιμών στην οικονομία.
Για τον δομικό πληθωρισμό -εκτός των τιμών τροφίμων και ενέργειας- η έκθεση αναφέρει πως «α παραμείνει σε υψηλά επίπεδα, παρουσιάζοντας σημαντική απόκλιση από το μέσο όρο της Ευρωζώνης και αντανακλώντας εν μέρει το θετικό παραγωγικό κενό της ελληνικής οικονομίας.
Ωστόσο, αναμένεται να μειωθεί αισθητά στο 2,2% έως το 2027, εξαιτίας της αποκλιμάκωσης κυρίως του πληθωρισμού των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών.
Κίνδυνοι και αβεβαιότητες
Οι κίνδυνοι που περιβάλλουν τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος για την ανάπτυξη είναι κυρίως καθοδικοί. Αναλυτικότερα, κινδύνους για τις βραχυχρόνιες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας αποτελούν:
η περαιτέρω αύξηση του προστατευτισμού στο διεθνές εμπόριο και πιο σημαντική της αναμενόμενης επιβράδυνση της οικονομίας της Eυρωζώνης,
οι ισχυρότερες αρνητικές επιδράσεις στο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον, στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές συνθήκες και στην αγορά ενέργειας από τη γενικευμένη αβεβαιότητα και τις οξυνόμενες γεωπολιτικές εντάσεις,
η μεγαλύτερη στενότητα στην αγορά εργασίας και ενδεχόμενες υψηλότερες μισθολογικές πιέσεις,
ενδεχόμενες φυσικές καταστροφές που συνδέονται με τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης,
ο χαμηλότερος του αναμενομένου ρυθμός απορρόφησης και αξιοποίησης των κονδυλίων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και
η βραδύτερη του αναμενομένου υλοποίηση των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων, με δυσμενείς επιδράσεις στην παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Προκλήσεις
Για να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις που σχετίζονται με τις εγχώριες διαρθρωτικές αδυναμίες, αλλά και οι αβεβαιότητες που συνδέονται με το παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον, και για να διασφαλιστεί η σταθερότητα και η ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας, προτείνονται οι ακόλουθες μεταρρυθμίσεις και παρεμβάσεις πολιτικής.
Η διασφάλιση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους πρέπει να παραμείνει προτεραιότητα της δημοσιονομικής πολιτικής. Για το λόγο αυτό, καθοριστικής σημασίας είναι η συμμόρφωση με τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες.
Παράλληλα, η σχεδιαζόμενη πρόωρη αποπληρωμή του υπολειπόμενου ποσού των δανείων του πρώτου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής, με χρήση των ταμειακών διαθεσίμων, θα υποβοηθήσει την ταχύτερη αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους σε σύγκριση με τον υφιστάμενο μεσοπρόθεσμο στόχο, θα οδηγήσει σε αισθητή μείωση των μελλοντικών ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών, θα περιορίσει το κόστος εξυπηρέτησης και θα ενισχύσει τη βιωσιμότητα του χρέους.
Από την άλλη πλευρά, χρειάζονται και δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις που καθιστούν τη δημοσιονομική πολιτική φιλικότερη προς την ανάπτυξη.
Προτεραιότητα σε αυτόν τον τομέα αποτελούν οι μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούν στην ενίσχυση της αποτελεσματικότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης του φορολογικού συστήματος και στη βελτίωση της ποιότητας και αποδοτικότητας των δημόσιων δαπανών.
Η έγκαιρη απορρόφηση και εκταμίευση των πόρων του RRF προς τον ιδιωτικό τομέα είναι καθοριστικής σημασίας για την επίτευξη των προβλεπόμενων ρυθμών αύξησης των επενδύσεων κατά την περίοδο 2025-2026. Η αποτελεσματική αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων θα βοηθήσει στην επιτάχυνση της πράσινης και της ψηφιακής μετάβασης, οι οποίες θα ενισχύσουν το μεσοπρόθεσμο ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Επίσης, χρειάζονται πρόσθετες προσπάθειες για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και τη μετάβαση σε μια οικονομία μέσης και υψηλής εντάσεως τεχνολογίας. Βασική προτεραιότητα είναι οι μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την παραγωγικότητα, όπως η απλοποίηση των κανονιστικών ρυθμίσεων για τις επιχειρήσεις, η βάθυνση των εγχώριων αγορών πιστώσεων και κεφαλαίων, η ενίσχυση της καινοτομίας και η βελτίωση της αποτελεσματικότητας του κράτους.
Οι μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούν στην απλοποίηση του κανονιστικού πλαισίου για τις επιχειρήσεις θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν δράσεις μείωσης της γραφειοκρατίας, περιορισμού των εμποδίων εισόδου και εξόδου επιχειρήσεων από την αγορά, βελτίωσης του χωροταξικού σχεδιασμού και απλοποίησης των διαδικασιών χρήσης γης.
Οι μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την καινοτομία, την έρευνα και ανάπτυξη (Ε&Α) και τον ψηφιακό μετασχηματισμό θα πρέπει να επικεντρωθούν στην παροχή στοχευμένων φορολογικών κινήτρων για Ε&Α, στην αύξηση της δημόσιας χρηματοδότησης για Ε&Α, στην επέκταση του ψηφιακού μετασχηματισμού του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα και στην ενίσχυση της χρήσης της τεχνητής νοημοσύνης.
Η διασύνδεση της έρευνας με τις επιχειρήσεις, ειδικά με τη βιομηχανία, είναι καταλυτικής σημασίας για την παραγωγή καινοτομίας. Σε ό,τι αφορά τη βελτίωση της κρατικής αποτελεσματικότητας, βασικές προτεραιότητες αποτελούν η ενίσχυση των υποδομών και του κράτους δικαίου, καθώς και η επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης.
Ταυτόχρονα, ένα αποτελεσματικό σύστημα χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης αυξάνει την κινητοποίηση αποταμιευτικών πόρων από εγχώριες και ξένες πηγές, συμβάλλει στην αποδοτικότερη κατανομή των δανειακών κεφαλαίων και οδηγεί στην αύξηση των επενδύσεων. Στο πλαίσιο αυτό, απαιτείται περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού των τραπεζών και θα πρέπει να αποφευχθούν νέες καθαρές εισροές μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Επιπρόσθετα, είναι πολύ σημαντική η διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησης, με αξιοποίηση του νέου Ταμείου Μικροπιστώσεων, καθώς και με την πρόσβαση σε εναλλακτικές μορφές χρηματοδότησης μέσω των αγορών κεφαλαίων.
Μια εύρυθμη αγορά εργασίας και ένα μεγαλύτερο και καλύτερα εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό μπορούν να αυξήσουν άμεσα όχι μόνο την παραγωγή μέσω υψηλότερης εισροής εργασίας, αλλά και την παραγωγικότητα, ανακατανέμοντας ταχύτερα τους εργαζομένους προς αναπτυσσόμενους κλάδους και επιχειρήσεις, που έτσι μπορούν καλύτερα να αξιοποιήσουν νέες τεχνολογικές ευκαιρίες.
Οι βασικές προτεραιότητες αφορούν την αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου μέσω της βελτίωσης του εκπαιδευτικού συστήματος και της αναμόρφωσης και επέκτασης των προγραμμάτων κατάρτισης των ανέργων, την παροχή κινήτρων για τη συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό, κατά κύριο λόγο γυναικών, νέων, αλλά και ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας, τον επαναπατρισμό των Ελλήνων επιστημόνων του εξωτερικού, αλλά και την προσέλκυση και ενσωμάτωση ξένων εργαζομένων, ιδίως εκείνων με πολύτιμες δεξιότητες.
Δεδομένου ότι η εγχώρια αποταμίευση δεν επαρκεί για να καλύψει τις απαιτούμενες επενδύσεις, είναι επιτακτικά αναγκαία η συνέχιση της προσέλκυσης ξένων άμεσων επενδύσεων (ΞΑΕ). Σημαντική ώθηση στις ΞΑΕ θα μπορούσε επίσης να προέλθει και από την ταχύτερη υλοποίηση του προγράμματος ιδιωτικοποίησης και αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας.
Ωστόσο, κρίσιμος παράγοντας για τις επενδύσεις είναι η διατήρηση της μακροοικονομικής, δημοσιονομικής και πολιτικής σταθερότητας.
Η αύξηση των επενδύσεων σε βάθος χρόνου προϋποθέτει και την αύξηση των αποταμιεύσεων του ιδιωτικού τομέα.
Προς την κατεύθυνση αυτή θα μπορούσαν να συμβάλουν η ισχυροποίηση του τρίτου πυλώνα του ασφαλιστικού συστήματος, δηλαδή της ιδιωτικής ασφάλισης, καθώς και η προώθηση του χρηματοοικονομικού αλφαβητισμού.
Τέλος, με δεδομένη την εξάρτηση της Ελλάδος από τα ορυκτά καύσιμα, απαιτούνται επειγόντως περισσότερες επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και αναβαθμίσεις του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας. Στο ίδιο πλαίσιο, χρειάζονται πρόσθετες δράσεις περιορισμού του ενεργειακού κόστους, όπως ενίσχυση των ενεργειακών διασυνδέσεων με γειτονικές χώρες, η αύξηση της χωρητικότητας των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και η επανεξέταση των ρυθμιζόμενων χρεώσεων και της υψηλής φορολογίας της ενέργειας.