Σύμφωνα με ανάλυση του Reuters, η προκαταρκτική συμφωνία, που ανακοινώθηκε την Κυριακή, προβλέπει την επιβολή δασμών 15% από τις ΗΠΑ στα περισσότερα ευρωπαϊκά προϊόντα, αλλά προβλέπει προστασία για βιομηχανίες όπως η αεροδιαστημική, με μηδενικούς δασμούς («zero-for-zero») σε αεροσκάφη και εξαρτήματα, σύμφωνα με Ευρωπαίους αξιωματούχους.
Ύστερα από έντονο παρασκήνιο και πιέσεις, εξαιρείται ένας τομέας που συχνά βρίσκεται στο επίκεντρο των εμπορικών εντάσεων, με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) να έχει φτάσει στα όριά του κατά τη διάρκεια της 17ετούς διαμάχης για τις επιδοτήσεις στην Airbus και την Boeing, προτού επιτευχθεί «εκεχειρία» το 2021.
Αεροσκάφη, κινητήρες, ανταλλακτικά και εξαρτήματα — από συστήματα προσγείωσης μέχρι καθίσματα — κινδύνευαν να επιβαρυνθούν με υψηλότερα κόστη, ενώ ορισμένες παραδόσεις τζετ αναμενόταν να διαταραχθούν λόγω των απειλούμενων δασμών, γεγονός που θα επιδείνωνε τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα.
Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν ερωτήματα σχετικά με την εφαρμογή της συμφωνίας και το αν αυτή θα καλύψει και άλλα εξαρτήματα, όπως αυτά που σχετίζονται με το διάστημα.
«Περιμένουμε να δούμε αυτά τα πράγματα γραπτώς», δήλωσε στο Reuters Ευρωπαίος αξιωματούχος του κλάδου.
Η Airbus ανέφερε ότι έλαβε γνώση της συμφωνίας: «Ένα σταθερό και προβλέψιμο εμπορικό περιβάλλον είναι απαραίτητο για τη βαθιά διεθνοποιημένη βιομηχανία της αεροναυπηγικής», σημείωσε.
Από την άλλη, η Boeing δεν προέβη σε κάποιο άμεσο σχόλιο.
Ενιαίο μέτωπο
Παράλληλα, η συμφωνία της Κυριακής ήρθε ως αποτέλεσμα μιας διακριτικής αλλά ασυνήθιστα ενωμένης εκστρατείας για επιστροφή στη συμφωνία του 1979 μεταξύ άνω των 30 χωρών, η οποία καθιέρωσε το αδασμολόγητο εμπόριο στα πολιτικά αεροσκάφη.
Μια βιομηχανία που λίγα μόλις χρόνια πριν είχε διχαστεί από εμπορικές διαμάχες για επιδοτήσεις μεταξύ Airbus και Boeing, βρέθηκε αυτή τη φορά σε πλήρη σύμπνοια ένθεν και ένθεν του Ατλαντικού.
Η Συμφωνία του 1979 για το Εμπόριο Πολιτικών Αεροσκαφών, η οποία εξάλειψε τους δασμούς στα αεροσκάφη και τα εξαρτήματα, αποτελεί μία από τις ελάχιστες κλαδικές συμφωνίες που διασώθηκαν από προηγούμενο γύρο εμπορικών συνομιλιών, όταν ιδρύθηκε ο ΠΟΕ το 1995.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος έχει χαρακτηρίσει τον ΠΟΕ ως «τη χειρότερη εμπορική συμφωνία που έγινε ποτέ», δείχνει να προτιμά τις διμερείς συμφωνίες έναντι των ευρύτερων συμμαχιών — από το εμπόριο έως την ασφάλεια — και το «πολυμερές» είναι εκ των βασικών ενοχλητικών παραγόντων στη φιλοσοφία «Πρώτα η Αμερική».
Οι πιέσεις ήταν έντονες από πολλές πλευρές, με πηγές της βιομηχανίας να υπογραμμίζουν τον διακριτικό αλλά καθοριστικό ρόλο του διευθύνοντος συμβούλου της GE Aerospace, Λάρι Καλπ.
Ο Καλπ δήλωσε στο Reuters τον Απρίλιο ότι υποστήριξε την επαναφορά του αδασμολόγητου καθεστώτος για τη βιομηχανία της αεροναυπηγικής, σε συνάντησή του με τον Τραμπ στον Λευκό Οίκο.
Όπως είπε, η θέση του «έγινε κατανοητή» από την κυβέρνηση, τονίζοντας ότι το καθεστώς μηδενικών δασμών βοήθησε την αμερικανική αεροναυπηγική βιομηχανία να φτάσει σε εμπορικό πλεόνασμα 75 δισ. δολαρίων ετησίως.
Αξιωματούχοι του κλάδου επεσήμαναν επίσης ότι η αεροναυπηγική είναι βαθιά διασυνδεδεμένη, και πως οι αμερικανικοί δασμοί δεν θα ευνοούσαν την Boeing έναντι της ευρωπαϊκής Airbus, αλλά θα έπλητταν και τις δύο.
Η GE δεν προέβη σε άμεσο σχόλιο για τη νέα συμφωνία.
Τον Μάιο, ο Τραμπ κατέληξε σε εμπορική συμφωνία με τη Βρετανία που αποκατέστησε το αδασμολόγητο εμπόριο στους κινητήρες τζετ.
«Πρότυπο» για διαπραγματεύσεις
Ύστερα από τη συμφωνία ΗΠΑ - Ηνωμένου Βασιλείου, στελέχη της αεροναυπηγικής βιομηχανίας ζήτησαν από τον Λευκό Οίκο να την αξιοποιήσει ως πρότυπο για μελλοντικές εμπορικές διαπραγματεύσεις.
Ο διευθύνων σύμβουλος της GE, Καλπ, και ο επικεφαλής της Delta Air Lines, Εντ Μπαστιάν, αναφέρθηκαν σε αυτή τη συμφωνία ως υπόδειγμα.
Τη Δευτέρα, η Delta χαιρέτισε τη συμφωνία με την ΕΕ, σημειώνοντας ότι διατηρείται «περιβάλλον χωρίς δασμούς» για αεροσκάφη και ανταλλακτικά.
Η αεροπορική εταιρεία υποστήριξε ότι η συμφωνία θα συμβάλει «στην προστασία και περαιτέρω ανάπτυξη του ρόλου των αερομεταφορών ως κινητήριου μοχλού της αμερικανικής οικονομίας, της καινοτομίας και της δημιουργίας ποιοτικών θέσεων εργασίας».
Η συμφωνία δεν αποκαθιστά πλήρως την αρχική συμφωνία του 1979 και επικεντρώνεται στις μεγαλύτερες αγορές αεροναυπηγικής.
Η Boeing παραδίδει περίπου το 17% των αεροσκαφών της στην Ευρώπη, ενώ η Airbus παραδίδει περίπου το 12% στις ΗΠΑ, μέρος των οποίων συναρμολογείται τοπικά, σύμφωνα με στοιχεία των Boeing και Cirium.
Ωστόσο, η Ευρώπη και οι ΗΠΑ είναι η μία η μεγαλύτερη αγορά της άλλης για εξαρτήματα αεροσκαφών, σύμφωνα με το γαλλικό βιομηχανικό λόμπι Gifas.
Αν και η συμφωνία ανακουφίζει έναν σοβαρό παράγοντα πίεσης, υπάρχουν ανησυχίες ότι η Boeing, η Airbus και οι προμηθευτές τους μπορεί να επηρεαστούν έμμεσα από εμπορικές εντάσεις ΗΠΑ-Κίνας, καθώς προσπαθούν να διατηρήσουν τη δραστηριότητά τους εκεί.
Οι εταιρείες του κλάδου αναμένουν επίσης τα ευρήματα μιας εν εξελίξει αμερικανικής εμπορικής έρευνας για τον τομέα της αεροναυπηγικής.
Τον Μάιο, το Υπουργείο Εμπορίου των ΗΠΑ ξεκίνησε έρευνα εθνικής ασφάλειας («Section 232») για τις εισαγωγές εμπορικών αεροσκαφών, κινητήρων τζετ και ανταλλακτικών, που ενδέχεται να οδηγήσει στην επιβολή δασμών ή ποσοστώσεων.
Αμερικανικές αεροπορικές εταιρείες που συμμετείχαν στη διαβούλευση ανέφεραν ότι μεγάλο μέρος της έρευνας εστιάζει στην Κίνα και στις ανησυχίες για πιθανές νέες διαταραχές στην αλυσίδα εφοδιασμού, πέραν των σπάνιων γαιών και των μαγνητών.
Η έρευνα θα μπορούσε επίσης να χρησιμοποιηθεί για την επιβολή νέων δασμών στη Βραζιλία, έδρα της Embraer, για τα περιφερειακά αεροσκάφη της οποίας υπάρχουν λίγες εναλλακτικές.
Οι αμερικανικές αεροπορικές εταιρείες αντιμετωπίζουν αυτή τη στιγμή δασμούς 50% στις εισαγωγές αυτών των τζετ, γεγονός που σύμφωνα με την Embraer προσθέτει περίπου 9 εκατ. δολάρια ανά αεροσκάφος.
Η Alaska Air, η οποία αναμένεται να παραλάβει τρία τζετ από τη βραζιλιάνικη εταιρεία στις αρχές του επόμενου έτους, δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ότι ενδέχεται ακόμη και να επανεξετάσει τις παραλαβές.