makedonikanea.gr logo
makedonikanea.gr logo

Βόρεια Ελλάδα: Ο αλιευτικός πυλώνας της χώρας με επίκεντρο Καβάλα, Θράκη και Θερμαϊκό

Ακούστε το άρθρο 8'
11.10.2025 | 08:00
Βόρεια Ελλάδα: Ο αλιευτικός πυλώνας της χώρας με επίκεντρο Καβάλα, Θράκη και Θερμαϊκό
/Shutterstock
Η Βόρεια Ελλάδα κατέχει ηγετική θέση στον κλάδο της ελληνικής αλιείας, καθώς συγκεντρώνει σχεδόν το μισό της εθνικής παραγωγής.

Σύμφωνα με την Έρευνα Θαλάσσιας Αλιείας της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για το 2024, οι περιοχές Καβάλας – Θράκης και Θερμαϊκού – Χαλκιδικής κατέγραψαν συνολικά 25.000 τόνους αλιευμάτων, δηλαδή 45,7% της συνολικής ποσότητας που αλιεύθηκε στη χώρα (54.708 τόνοι).

Η δυναμική αυτή αναδεικνύει τη Βόρεια Ελλάδα όχι μόνο ως παραδοσιακό κέντρο αλιευτικής δραστηριότητας, αλλά και ως στρατηγικό κόμβο γαλάζιας ανάπτυξης, με οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική σημασία για την ευρύτερη περιοχή

Η εικόνα του κλάδου το 2024: Μείωση στην παραγωγή, σταθερή αξία

 

Η συνολική ποσότητα αλιευμάτων στην Ελλάδα το 2024 υποχώρησε κατά 11,3% σε σχέση με το 2023, φτάνοντας τους 54.708 τόνους, ενώ η αξία τους παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητη στα 249 εκατ. ευρώ (+0,1%).

Η μέση αλιεία (μηχανότρατες και γρι-γρι) κατέγραψε πτώση 12,9% σε όγκο και 5,1% σε αξία, ενώ η παράκτια αλιεία είχε μικρότερη μείωση στην ποσότητα (-8,1%) αλλά αύξηση στην αξία των προϊόντων της (+4,4%). Το γεγονός αυτό καταδεικνύει πως οι μικρότεροι αλιείς, με διαφοροποιημένα προϊόντα και υψηλότερη τιμή πώλησης, κατάφεραν να αντισταθμίσουν την πτώση στους όγκους παραγωγής.

Καβάλα – Θράκη: Ο «μεγάλος ψαρότοπος» της Ελλάδας

 

Στην κορυφή της παραγωγής βρίσκονται η Καβάλα, ο Στρυμονικός κόλπος, η Θάσος και το Θρακικό Πέλαγος, με 13.100 τόνους αλιευμάτων (23,9% του συνόλου).

Η περιοχή αυτή έχει μακρά παράδοση στην αλιεία, με την Καβάλα να φιλοξενεί μια από τις μεγαλύτερες ιχθυόσκαλες της χώρας. Οι τοπικές επιχειρήσεις στηρίζουν την απασχόληση και τροφοδοτούν τις εξαγωγές, κυρίως προς την Ε.Ε. και τα Βαλκάνια. Τα ψάρια διοχετεύονται στην Καβάλα, στους γειτονικούς Νομούς, αλλά και σε ολόκληρη τη χώρα. Η μείωση ωστόσο στη σαρδέλα (-30,4% το 2024) με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, επηρεάζει άμεσα την τοπική μεταποίηση. Αντίθετα, ο γαύρος κινήθηκε ανοδικά (+3,4%), επιτρέποντας κάποια ισορροπία.

Θερμαϊκός και Χαλκιδική: Παράδοση, παράκτια αλιεία και γαστρονομία

 

Στη δεύτερη θέση παραγωγής βρίσκεται ο Θερμαϊκός κόλπος και η Χαλκιδική, με 11.908 τόνους (21,8% της εθνικής ποσότητας). Η περιοχή χαρακτηρίζεται από έντονη παράκτια αλιευτική δραστηριότητα, αλλά και από προϊόντα υψηλής αναγνωρισιμότητας, όπως τα μύδια.

Παρά τη μείωση στην παραγωγή οστρακοειδών (-23,9%) και ειδικά μυδιών (-35,5%), η φήμη τους παραμένει ισχυρή, ενσωματωμένη στην τοπική γαστρονομία και τουριστική εμπειρία της Θεσσαλονίκης και της Χαλκιδικής. 

Τα βασικά είδη: Γαύρος στην κορυφή, πτώση για σαρδέλα και μπακαλιάρο

 

Στο σύνολο της χώρας, οι ιχθύες αντιπροσωπεύουν το 83% των αλιευμάτων, με πρώτο τον γαύρο (11.921 τόνοι), δεύτερη τη σαρδέλα (5.569 τόνοι) και ακολουθούν άλλα εμπορικά είδη, όπως το λυθρίνι, τον ξιφία και το μαγιάτικο.

Με βάση και την Ετήσια Έκθεση Υδατοκαλλιέργειας που εκδόθηκε από την Ελληνική Οργάνωση Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ) η υδατοκαλλιέργεια στη Βόρεια Ελλάδα έχει ισχυρή παρουσία κυρίως στον τομέα της οστρακοκαλλιέργειας. Οι περιοχές με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση μονάδων είναι η Θεσσαλονίκη (26%), η Πιερία (25%), η Ημαθία (16%) και η Καβάλα (8%), ενώ ακολουθεί η Φθιώτιδα (6%). 

Το υπόλοιπο 19% κατανέμεται σε άλλες περιοχές με λιγότερες μονάδες, όπως η Ξάνθη, η Χαλκιδική, η Ροδόπη και οι Σέρρες. Η δραστηριότητα αυτή έχει ιστορικές ρίζες καθώς η οργανωμένη μυδοκαλλιέργεια ξεκίνησε τη δεκαετία του 1970 στους ποταμούς Λουδία και Αξιό και στη συνέχεια επεκτάθηκε σε Πιερία, Ημαθία και Καβάλα. Η δημιουργία της πρώτης Περιοχής Οργανωμένης Ανάπτυξης Υδατοκαλλιέργειας (ΠΟΑΥ) στη θαλάσσια περιοχή Πιερίας το 2019 έδωσε λύση σε σημαντικά προβλήματα αδειοδότησης και οργάνωσης των μονάδων, βελτιώνοντας τις συνθήκες ανάπτυξης του κλάδου.

Μείωση στόλου και απασχόλησης

 

Το 2024 ο αριθμός των μηχανοκίνητων αλιευτικών σκαφών στην Ελλάδα μειώθηκε σε 11.416 (-5,2% σε σχέση με το 2023). Σημαντική ήταν η συρρίκνωση στις βιντζότρατες (-37,8%), ενώ μείωση υπήρξε και στα «λοιπά» σκάφη παράκτιας αλιείας (-4,9%).

Η απασχόληση ακολούθησε ανάλογη πορεία, με τους εργαζόμενους στον κλάδο να περιορίζονται σε 15.590 άτομα, 1.250 λιγότερους σε σχέση με το 2023. Η εξέλιξη αυτή πλήττει κυρίως τις μικρές αλιευτικές κοινότητες της Βόρειας Ελλάδας, όπου η αλιεία αποτελεί βασικό επάγγελμα και μέσο βιοπορισμού.

Προκλήσεις και προοπτικές

 

Η Βόρεια Ελλάδα, παρά την κυριαρχία της, δεν μένει ανεπηρέαστη από τις δομικές προκλήσεις του κλάδου και τις γενικότερες τάσεις της ελληνικής αλιείας όπως μείωση ιχθυοαποθεμάτων σε είδη-κλειδιά (σαρδέλα, μπακαλιάρος), αυξημένο κόστος καυσίμων και συντήρησης σκαφών, συρρίκνωση στόλου και απώλειες θέσεων εργασίας, κλιματική αλλαγή, που επηρεάζει άμεσα τα θαλάσσια οικοσυστήματα.

Παράλληλα, σύμφωνα με την ΕΛΟΠΥ, παραμένουν σοβαρά εμπόδια στην ολοκλήρωση του Ειδικού Χωροταξικού Σχεδίου Υδατοκαλλιέργειας. Από τις 23 αιτήσεις για ΠΟΑΥ, έχουν θεσμοθετηθεί μόλις 7, γεγονός που περιορίζει τις επενδύσεις και την οργάνωση των μονάδων. 

Σχετικά με τον διεθνή ανταγωνισμό, η παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού από την Τουρκία ξεπερνά πλέον το σύνολο της ΕΕ, εντείνοντας τον ανταγωνισμό σε παραδοσιακές αγορές των ελληνικών επιχειρήσεων. Η παρουσία τουρκικών εταιρειών στην Ελλάδα αποτελεί επιπλέον πρόκληση για τις τοπικές μονάδες.

Η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια, παρά τις δυσκολίες του 2024, εμφανίζει ήδη θετικές ενδείξεις για το 2025. Σύμφωνα με την ΕΛΟΠΥ, οι εξαγωγές καταγράφουν άνοδο, ενώ οι τιμές των προϊόντων κινούνται σε επίπεδα ρεκόρ δεκαετίας, γεγονός που ενισχύει την κερδοφορία και την εξωστρέφεια του κλάδου. Η διεθνής ζήτηση για τσιπούρα και λαβράκι αναμένεται να παραμείνει ισχυρή, ενώ οι εξαγωγές προς τις ΗΠΑ δεν φαίνεται να απειλούνται από ενδεχόμενες αλλαγές εμπορικής πολιτικής.

Επιπλέον, το κόστος παραγωγής παρουσιάζει βελτίωση, χάρη στις αποπληθωριστικές τάσεις στις πρώτες ύλες των ιχθυοτροφών. Εφόσον διατηρηθεί αυτό το ευνοϊκό περιβάλλον, το 2025 προβλέπεται να αποτελέσει έτος ευοίωνης ανάπτυξης, επιταχύνοντας τη διαδικασία αναδιάρθρωσης των επιχειρήσεων και ενισχύοντας τη βιωσιμότητα και την ανθεκτικότητα του τομέα.

Η Βόρεια Ελλάδα είναι συνεπώς ο αδιαμφισβήτητος πρωταγωνιστής της ελληνικής αλιείας. Με σχεδόν το 45% των αλιευμάτων να προέρχεται από τις θάλασσές της, με αιχμή την Καβάλα – Θράκη και τον Θερμαϊκό – Χαλκιδική, διαμορφώνει την οικονομική και κοινωνική φυσιογνωμία του κλάδου.

Η πρόκληση για τα επόμενα χρόνια είναι η μετάβαση από την παραδοσιακή εκμετάλλευση σε μια βιώσιμη, καινοτόμα και εξωστρεφή αλιεία, που θα στηρίξει τις τοπικές κοινωνίες και θα ενισχύσει τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της χώρας.

Δήμητρα Τάγκα

Tελευταίες Ειδήσεις