Από τις πιο ρυπογόνες μορφές θέρμανσης στα μεγάλα αστικά κέντρα είναι τα ανοιχτά τζάκια, επιβαρύνοντας αισθητά την ποιότητα του αέρα, τόσο εντός των σπιτιών όσο και σε ολόκληρες γειτονιές. Όπως αναφέρει στα Μακεδονικά Νέα ο Ομότιμος καθηγητής Φυσικής Περιβάλλοντος του ΑΠΘ, Δημήτρης Μελάς, η καύση ξύλου σε σχέση με το φυσικό αέριο είναι πολλαπλάσια επιβαρυντική για τα αιωρούμενα σωματίδια. Για την ίδια θερμαντική απόδοση, όπως τονίζει, το φυσικό αέριο επιβαρύνει 600 – 700 φορές λιγότερο την ατμόσφαιρα σε σύγκριση με τα ξύλα, ιδιαίτερα όταν αυτά καίγονται σε ανοιχτά τζάκια.
Ο κ.Μελάς ο οποίος είναι συντονιστής του Ευρωπαϊκού ερευνητικού έργου LIFE Sirius (Διαβάστε για αυτό στο τέλος του άρθρου) εξηγεί ότι τα ανοιχτά τζάκια έχουν πολύ χαμηλή απόδοση, καταναλώνουν πολύ καύσιμο για λίγη θερμότητα και παράγουν, για αυτόν τον λόγο, υπερβολικά μεγάλες ποσότητες μικροσωματιδίων. Χαρακτηριστική είναι η παρατήρησή του πως ακόμη κι ένα μικρό ποσοστό νοικοκυριών, της τάξης του 2%, που επιλέγει να ζεσταθεί με ξύλα, αρκεί για να εμφανιστεί σημαντική επιβάρυνση στις μετρήσεις ατμοσφαιρικής ρύπανσης μιας ολόκληρης πόλης.
Τα τελευταία δεδομένα του δικτύου PANACEA, από σταθμούς σε Θεσσαλονίκη και άλλες πόλεις, επιβεβαιώνουν δυστυχώς αυτήν την εικόνα: Κάθε φορά που πέφτει η θερμοκρασία και ανάβουν τα τζάκια, οι καμπύλες των PM2.5 ανεβαίνουν απότομα. Ο προβληματισμός είναι ιδιαίτερα έντονος καθώς βρισκόμαστε μόλις στα μέσα Νοεμβρίου, δηλαδή ακόμα στο φθινόπωρο και τα κρύα του χειμώνα, είναι ακόμα μπροστά μας.
Ένα χαρακτηριστικό των δεδομένων είναι πως στη διάρκεια των πρωινών ωρών, όταν ο κόσμος δουλεύει, οι μαθητές είναι σχολείο κτλ, οι εκπομπές μικροσωματιδίων είναι χαμηλές, ενώ αντίθετα από το απόγευμα και μέχρι τις 12.00πμ οι τιμές των PM2,5 σταδιακά ανεβαίνουν και κορυφώνονται περίπου στα μεσάνυχτα. Επίσης υψηλές είναι οι εκπομπές και στη διάρκεια των σαββατοκύριακων, όταν ο κόσμος μένει στο σπίτι του, οπότε και ανάβουν επίσης πολλά τζάκια, ξυλόσομπες κτλ.
Τα δεδομένα του PANACEA – Νυχτερινές «εκρήξεις» ρύπανσης σε όλη τη χώρα
Οι σταθμοί του PANACEA στις πόλεις της βόρειας και κεντρικής Ελλάδας, αλλά και πιο νότια, καταγράφουν σταθερά το ίδιο μοτίβο, κατά το οποίο το πρωί οι τιμές είναι χαμηλές και το βράδυ εκτοξεύονται.
Ακολουθούν οι ακριβείς τιμές (τελευταία μέτρηση περίπου 22:00 Δευτέρας 17 Νοεμβρίου 2025 και peak εβδομάδας) όπως καταγράφηκαν από τους σταθμούς του PANACEA:
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Νεάπολη: 40 μg/m³ – peak 53,9
Ωραιόκαστρο: 37 μg/m³ – peak 53,3
Αγίας Σοφίας (κέντρο): 47 μg/m³ – peak 63,8
Άνω Πόλη: 43 μg/m³ – peak 55,6
Τρίλοφος: 62 μg/m³ – peak 68,8
ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ – ΘΡΑΚΗ
Ξάνθη (Βελισαρίου): 19 μg/m³ – peak 60,2
Κομοτηνή (ΜΜ Κωνσταντίνος): 12 μg/m³ – peak 85,4
Καβάλα (Βύρωνας): 27 μg/m³ – peak 87,1
Δράμα (Μακεδονίας): 48 μg/m³ – peak 85,5
Σέρρες (Σφαγεία): 83 μg/m³ – peak 105
Οι Σέρρες καταγράφουν ένα από τα εντονότερα επεισόδια ρύπανσης πανελλαδικά.
ΗΠΕΙΡΟΣ
Ιωάννινα (Περιφέρεια): 8 μg/m³ – peak 69,8
Χαμηλές τιμές την ημέρα, απότομες εκρήξεις τη νύχτα – κλασικό μοτίβο της «λεκάνης» Ιωαννίνων.
ΘΕΣΣΑΛΙΑ
Λάρισα (ΑΔΜΗΕ): 40 μg/m³ – peak 96,5
Τρίκαλα (Κοίμηση): 159 μg/m³ – peak 163,7
Βόλος (Μεταμόρφωση): 83 μg/m³ – peak 85,9
Τα Τρίκαλα καταγράφουν τη χειρότερη τιμή της εβδομάδας σε όλη τη χώρα, με PM2.5 πάνω από 160 μg/m³.
ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ
Λαμία (Άμπλιανη): 111 μg/m³ – peak 139,7
Αγρίνιο (ΚΑΠΗ): 16 μg/m³ – peak 55,1
Η Λαμία παραμένει διαχρονικά μία από τις πόλεις με τις πιο υψηλές νυχτερινές αιχμές.
ΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ
Πάτρα (Τριών Ναυάρχων): 60 μg/m³ – peak 60,3
Σύμφωνα με τις πρόσφατες κατευθυντήριες οδηγίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), το ασφαλές ημερήσιο όριο για τα PM2.5 είναι μόλις 15 μg/m³, ενώ η ετήσια μέση τιμή δεν πρέπει να ξεπερνά τα 5 μg/m³. Ο ΠΟΥ τονίζει ότι «δεν υπάρχει ασφαλές επίπεδο έκθεσης», καθώς ακόμη και χαμηλές συγκεντρώσεις συνδέονται με αυξημένη καρδιαγγειακή και αναπνευστική νοσηρότητα. Αντίθετα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση το ετήσιο όριο για τα PM₂.₅ είναι 25 μg/m³ σύμφωνα με την Οδηγία 2008/50/ΕΚ.

Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Θεσσαλονίκης και το θέμα των υπερβάσεων
Σε ό,τι αφορά τα γεωγραφικά χαρακτηριστικά της Θεσσαλονίκης, ο κ.Μελάς εξηγεί ότι η πόλη έχει «σχετικά χαμηλούς ανέμους» κατά το μεγαλύτερο μέρος του έτους, κάτι που δεν ευνοεί τη διασπορά των ρύπων. Επιπλέον, έχει «χαμηλότερες θερμοκρασίες» από την Αθήνα, γεγονός που οδηγεί σε εντονότερη χρήση θέρμανσης. Σημαντικό ρόλο παίζουν και οι μεταφορές σωματιδίων από τα Βαλκάνια, για τις οποίες ο Καθηγητής σημειώνει πως είναι βέβαιο ότι υπάρχουν, με άγνωστο ακόμη βαθμό επίδρασης.
Ο κ.Μελάς εξάλλου υπενθυμίζει ότι η Ελλάδα διαθέτει λίγους επίσημους σταθμούς παρακολούθησης –«κοντά στους 40» σε όλη τη χώρα– και ότι μόνο τα στοιχεία του Εθνικού Δικτύου έχουν νομική υπόσταση και ελεγχόμενη ποιότητα. Οι σταθμοί άλλων φορέων μπορεί να είναι χρήσιμοι, αλλά «δεν είναι πιστοποιημένοι» και χρειάζεται προσοχή κατά την ερμηνεία τους.
Οι μέρες υπέρβασης υπολογίζονται αθροιστικά μέσα στη χρονιά και αν ξεπεράσουν τις 35, τότε υπάρχει θέμα παραβίασης της ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Τέλος, για τις δημόσιες προειδοποιήσεις προς τον πληθυσμό, αναφέρει ότι η Ελλάδα είχε θεσπίσει παλαιότερα διαδικασία ενημέρωσης του κοινού, χωρίς να είναι γνωστό εάν ποτέ εφαρμόστηκε το μέτρο. Υποστηρίζει ότι πρέπει να υπάρξει «σχετική νομοθετική ρύθμιση» και όχι να επαφίεται η ενημέρωση «στην καλή διάθεση» των εκάστοτε Περιφερειακών αρχών.
Η σχέση θνησιμότητας και ατμοσφαιρικής ρύπανσης
Η Μεταδιδακτορική Ερευνήτρια του Εργαστηρίου Φυσικής της Ατμόσφαιρας του ΑΠΘ, Δάφνη Παρλιάρη η οποία συμμετέχει στο έργο LIFE Sirius, επιβεβαιώνει ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση συνδέεται άμεσα με την ανθρώπινη θνησιμότητα. Όπως αναφέρει, «όλοι οι ρύποι, κυρίως αυτοί που ρυθμίζονται από τη νομοθεσία συνδέονται με τις επιπτώσεις στην υγεία». Τονίζει ότι η σύνδεση γίνεται πιο ισχυρή όταν οι συγκεντρώσεις αυξάνονται, καθώς αυτό οδηγεί σε μεγαλύτερη θνησιμότητα η οποία αποδίδεται στους συγκεκριμένους ρύπους.
Η ερευνήτρια εξηγεί ότι στη Θεσσαλονίκη οι συγκεντρώσεις των σωματιδίων PM10 και PM2.5 είναι πολύ υψηλές τον χειμώνα εξαιτίας της θέρμανσης. Σε σχέση με τη μεθοδολογία της έρευνας, διευκρινίζει ότι η ομάδα της δεν συνεργάζεται με γιατρούς για ερμηνεία ιατρικών δεδομένων, αλλά προσεγγίζει το ζήτημα επιστημονικά και στατιστικά: «Εγώ είμαι φυσικός. Έχω αναπτύξει με τους συναδέλφους μου ένα βιοστατιστικό μοντέλο το οποίο μελετάει τις συνδυαστικές επιπτώσεις ατμοσφαιρικών κινδύνων στην ανθρώπινη υγεία». Όπως λέει, η ομάδα εργάζεται με εργαλεία φυσικής, στατιστικής και χημείας, χωρίς να υπεισέρχεται στο καθαρά ιατρικό μέρος.
Η ίδια αναφέρει ότι υποβάλλεται προς δημοσίευση νέα ερευνητική εργασία που αφορά το «ποσοστό αποδιδόμενης θνησιμότητας που προέρχεται από τη συνέργεια ρύπανσης και ενός βιομετεωρολογικού δείκτη» στη μητροπολιτική περιοχή Θεσσαλονίκης. Στη μελέτη εξετάζεται επίσης πώς μεταβάλλεται η σχέση μεταξύ ρύπανσης, θερμικής καταπόνησης και θνησιμότητας μέσα στην ίδια την πόλη, η οποία χωρίστηκε σε τρεις περιοχές: κέντρο, ανατολικό και δυτικό-βόρειο τμήμα. Όπως σημειώνει, «οι σχέσεις μεταβάλλονται ισχυρά», κάτι που σημαίνει ότι το πρόβλημα εξαρτάται από τις τοπικές συνθήκες και τα χαρακτηριστικά του πληθυσμού. Γι’ αυτό, σύμφωνα με την ίδια, απαιτείται ακόμα μεγαλύτερη χωρική ανάλυση για τον εντοπισμό των πλέον ευάλωτων ομάδων.
Τέλος, για τους θερινούς μήνες, η κ.Παρλιάρη εξηγεί ότι η εικόνα της ρύπανσης είναι διαφορετική: Υπάρχει αυξημένη φωτοχημική ρύπανση και επίσης αυξάνονται οι εκπομπές από κλιματιστικά, ενώ ενισχύεται συχνά και από τη μεταφορά αφρικανικής σκόνης, η οποία επιβαρύνει σημαντικά τα επίπεδα των σωματιδίων.
Πολλαπλά τα προβλήματα υγείας από τα μικροσωματίδια
Ο Ομότιμος Καθηγητής Πνευμονολογίας του ΑΠΘ, Λάζαρος Σιχλετίδης, επιβεβαιώνει ότι τα μικροσωματίδια που εισπνέει ο ανθρώπινος οργανισμός μπορούν να προκαλέσουν πολλαπλά προβλήματα υγείας. Όπως αναφέρει, τα σωματίδια «μπαίνουν με αδιευκρίνιστους μηχανισμούς μέσα στην κυκλοφορία» και μπορούν να δημιουργήσουν καρδιακά επεισόδια. Παράλληλα, εναποτίθενται στο αναπνευστικό σύστημα και «επιδεινώνουν χρόνιους ασθενείς με χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, πνευμονοπάθειες, άσθμα και καρκίνο». Όπως σημειώνει, προκαλούν και «στρες οξειδωτικού τύπου».
Ο καθηγητής τονίζει ότι οι πιο ευάλωτες ομάδες στα μικροσωματίδια είναι «οι ηλικιωμένοι, τα παιδιά, οι ασθενείς με χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια» και οι καρδιοπαθείς. Εξηγεί ότι οι μεγάλες επιδημιολογικές μελέτες για την επίπτωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης είναι περιορισμένες και δυσκολεύονται να αποδώσουν ακριβή ποσοστιαία αποτελέσματα, καθώς επηρεάζονται από πολλούς παράγοντες όπως το φύλο, η ηλικία, οι συννοσηρότητες και το κάπνισμα. Παρ’ όλα αυτά, όπως λέει, αναδεικνύεται σταθερά ότι σε περιόδους υψηλής ρύπανσης οι νοσηλείες αυξάνονται μέσα σε δύο ή τρεις ημέρες, κυρίως σε ασθενείς με ΧΑΠ και καρδιοπάθειες.
Ο κ.Σιχλετίδης διευκρινίζει ότι, σε αντίθεση με την ατμοσφαιρική ρύπανση, το κάπνισμα αποτελεί ασύγκριτα πιο ισχυρό παράγοντα κινδύνου.
Για την επικινδυνότητα της καύσης βιομάζας και των εκπομπών σε εσωτερικούς χώρους, ο Καθηγητής αναφέρει ότι ο καπνός από ξύλα παράγει «σωματίδια, μονοξείδιο και αρωματικούς υδρογονάνθρακες», οι οποίοι είναι καρκινογόνοι. Τονίζει ότι «αυτοί που καίνε βιομάζα σε κλειστούς χώρους» εκτίθενται σε ιδιαίτερα αυξημένο κίνδυνο, τον οποίο παρομοιάζει με την έκθεση στο παθητικό κάπνισμα. Όπως λέει, «το 30% των παιδιών που έχουν αναπνευστικά προβλήματα, οφείλεται στο παθητικό κάπνισμα» και ότι αντίστοιχα επικίνδυνη είναι και η έκθεση στον καπνό από ξύλα σε εσωτερικούς χώρους, ειδικά όταν υπάρχουν μικρά παιδιά.
Το έργο LIFE Sirius – Τι περιλαμβάνει και σε ποιο στάδιο βρίσκεται
Σύμφωνα με τον κ.Μελά, το LIFE Sirius αποτελεί τη συνέχεια του προηγούμενου έργου LIFE ASTI, με τη βασική διαφορά ότι πλέον, πέρα από τη θερμική επιβάρυνση, εξετάζεται και η ατμοσφαιρική ρύπανση. Όπως είπε, «η διαφορά του καινούριου προγράμματος με το Life ASTI είναι ότι πλέον εντάξαμε μέσα και την ατμοσφαιρική ρύπανση», με στόχο να μελετηθεί «η συνέργεια ανάμεσα στα δύο».
Στο πλαίσιο του έργου, έγινε νέα ανάλυση της θνησιμότητας σε σχέση τόσο με τη θερμική καταπόνηση όσο και με την ατμοσφαιρική ρύπανση. Όπως ανέφερε, η ομάδα έχει πλέον «καινούριες εξισώσεις» που δείχνουν ότι όταν συνυπάρχει υψηλή θερμοκρασία και υψηλή συγκέντρωση σωματιδίων, παρατηρείται «ακόμα μεγαλύτερη αύξηση της θνησιμότητας». Μάλιστα, έδωσε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: H αύξηση μπορεί να φτάσει «σε 28%» όταν η θερμοκρασία ξεπερνά ορισμένα όρια και τα επίπεδα των PM10 επίσης υπερβαίνουν συγκεκριμένες τιμές.
Ο καθηγητής ανέφερε επίσης ότι στο πρόγραμμα συμμετέχει η Ελλάδα, η Ιταλία και η Κύπρος, με τον ρόλο συντονιστή να έχει αναλάβει το ΑΠΘ. Στις πόλεις εφαρμογής περιλαμβάνονται η Θεσσαλονίκη, η Ρώμη και η Λευκωσία, ενώ όπως είπε, «ήδη έχουμε εντάξει και το Ηράκλειο μέσα στα αποτελέσματά μας».
Όσον αφορά τη διάρκεια του έργου, ο κ.Μελάς εξηγεί πως έργο πλέον βαδίζει προς την ολοκλήρωσή του, τον Ιανουάριο του 2026.
Τέλος, ο Καθηγητής τόνισε ότι στο πλαίσιο του LIFE Sirius έχει ήδη ξεκινήσει και ένα διδακτορικό με αντικείμενο την ανάλυση των πηγών ρύπανσης στη Θεσσαλονίκη, με στόχο να προσδιοριστεί επακριβώς η συμβολή της μεταφοράς ρύπων από γειτονικές χώρες, στην ατμοσφαιρική ρύπανση της Θεσσαλονίκης.







