makedonikanea.gr logo
makedonikanea.gr logo

Λειψυδρια

Δ. Εμμανουλούδης: Η κρίση ήρθε για να μείνει - Επιτακτική ανάγκη εφαρμογής των κυβερνητικών μέτρων

Ακούστε το άρθρο 8'
31.10.2025 | 08:00
Τη θέση ότι τα μέτρα που εξήγγειλε η κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της λειψυδρίας στην Αττική κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, διατυπώνει ο καθηγητής και διευθυντής του Εργαστηρίου Ανάλυσης και Διαχείρισης Φυσικών Καταστροφών στο Διεθνές Πανεπιστήμιο της Ελλάδος (ΔΙΠΑΕ), Δημήτρης Εμμανουλούδης, σε συνέντευξή του στο Liberal.

Ο δρ. Εμμανουλούδης χαρακτήριζει τη λειψυδρία ως «διττό πρόβλημα» που οφείλεται αφενός στα χαμηλά ποσοστά βροχοπτώσεων - χιονοπτώσεων στη χώρα μας, αφετέρου στον υπερτουρισμό που οδηγεί σε κατακόρυφη αύξηση της ζήτησης και κατανάλωσης νερού. Επισημαίνει δε, πως η λειψυδρία είναι ένα πρόβλημα που ήρθε, για να μείνει.

Χαρακτηρίζει αναγκαία τη δημιουργία μιας Ενιαίας Εθνικής Στρατηγικής για τη διαχείριση του νερού, ενώ προκρίνει ως λύση τη δημιουργία ενός Ινστιτούτου Υδάτων, το οποίο, όντας στελεχωμένο με καταρτισμένο επιστημονικό προσωπικό, θα συμβάλλει αποφασιστικά στη χάραξη μιας ενιαίας πολιτικής για την προστασία του νερού.

Παράλληλα, δεν παραλείπει να αναφερθεί και στην ανάγκη να καλλιεργηθεί, όσο γίνεται πιο άμεσα, μια ατομική κουλτούρα ευθύνης και ορθολογικής χρήσης του νερού από όλους μας.

Συνέντευξη στον Χρήστο Θ. Παναγόπουλο

 

Κύριε Εμμανουλούδη, πού οφείλεται το πρόβλημα της λειψυδρίας που πλήττει το μεγαλύτερο μέρος της Ανατ. Μεσογείου;

Το πρόβλημα της λειψυδρίας έχει διττό χαρακτήρα. Κατά πρώτον, οφείλεται όντως στο γεγονός ότι έχουμε μειωμένες βροχοπτώσεις τα τελευταία χρόνια, αλλά σε ποσοστό όχι τέτοιο όσο πιστεύουμε. Οι βροχοπτώσεις είναι κατά 20% λιγότερες, απλώς υπάρχουν πάρα πολύ μειωμένες χιονοπτώσεις. Ειδικότερα, στη χώρα μας, για την οποία έχουμε και καταγεγραμμένες μετρήσεις, οι χιονοπτώσεις τα τελευταία 10 χρόνια έχουν μειωθεί πάρα πολύ, ακόμα και στη Βόρεια Ελλάδα, όπου είναι 60% λιγότερες από το μέσο όρο της 25ετίας.

Κατά δεύτερον, έχει αυξηθεί η ζήτηση του νερού. Και η ζήτηση αυτή έχει αυξηθεί τόσο στην Ελλάδα όσο και ευρύτερα στην Ανατολική Μεσόγειο και λόγω του τουρισμού. Υπάρχει ένα πολύ μεγάλο τουριστικό ρεύμα και στη χώρα μας και στην Τουρκία, βεβαίως, αλλά και σε άλλες χώρες όπως στην Ιταλία και την Ισπανία. Με βάση τα στοιχεία του 2024, η χώρα μας είχε συνολικά 34 εκατ. τουρίστες. Φέτος, αν και δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί η καταμέτρηση, είμαστε πάνω – κάτω στο +5% απ’ ό,τι διαβάζουμε. Συνεπώς, όπως αντιλαμβάνεστε, είναι ένα πολύ μεγάλο νούμερο.

Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, οι τουρίστες, έρχονται και σε εμάς και στις υπόλοιπες χώρες της Ανατολικής Μεσογείου κατά τους θερινούς μήνες, με αυξημένες ανάγκες κατανάλωσης. Σύμφωνα με κάποιες μετρήσεις που έχουμε κάνει εμείς στο Εργαστήριο, σε νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου, για παράδειγμα στην Κέρκυρα, τη Χίο, αλλά και τη Σαντορίνη, η μέση κατανάλωση νερού ενός τουρίστα είναι περίπου 2,5 με 3 φορές μεγαλύτερη από τη μέση κατανάλωση ενός κατοίκου της περιοχής. Το υδατικό αποτύπωμα (σ.σ. water footprint: η ατομική κατανάλωση κάθε ανθρώπου κατά τη διάρκεια μιας ημέρας σε άμεσες και έμμεσες ανάγκες σε νερό) είναι 2,5 με 3 φορές περισσότερο στον τουρίστα σε σύγκριση με τον κάτοικο.  

Αν πάμε, τώρα, στην Αθήνα, και πάλι σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΟΤ, η πρωτεύουσα είχε περίπου 19 εκατ. τουρίστες στο εξάμηνο Απρίλιος – Οκτώβριος 2024, οι οποίοι διέμειναν από 2 έως 19 ημέρες εκεί. Αν κάνετε τις αναγωγές, μπορείτε να δείτε ότι είναι ακόμη μία Αθήνα και μάλιστα με ανθρώπους, οι οποίοι καταναλώνουν 2-3 φορές περισσότερο το νερό του κατοίκου.

Άρα λοιπόν – κάτι το οποίοι και οι υπεύθυνοι της ΕΥΔΑΠ έχουν παραδεχτεί – έχει αυξηθεί η κατανάλωση στην πρωτεύουσα και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό. Άρα, εάν τα αθροίσουμε όλα αυτά (μειωμένες βροχοπτώσεις, πολύ περισσότερο μειωμένες χιονοπτώσεις συν την αύξηση της ζήτησης και της κατανάλωσης του νερού), τότε έχουμε το αποτέλεσμα, για το οποίο μιλήσαμε στην αρχή, δηλαδή την λειψυδρία.

Πώς κρίνετε τα μέτρα που λαμβάνει η κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της λειψυδρίας στην Αττική; Μπορούν να αντιμετωπίσουν ως ένα βαθμό το πρόβλημα; Και σας το ρωτώ αυτό, γιατί φαίνεται πως τα μέτρα φαίνονται δουλεμένα και ότι κινούνται με γνώμονα την πρόληψη…

Σίγουρα, τα μέτρα είναι στη σωστή κατεύθυνση. Για παράδειγμα, το έργο στη Λίμνη Κρεμαστών, με τη μεταφορά νερού από τη συγκεκριμένη λίμνη ή τη δημιουργία τρίτου φράγματος, είναι μέτρα που δεν μπορούν να γίνουν από τη μία στιγμή στην άλλη. Τα υπόλοιπα μέτρα, με τις εφεδρικές γεωτρήσεις, τις οποίες έχουν αναφέρει οι άνθρωποι της ΕΥΔΑΠ, είναι μέτρα που μπορούν να γίνουν πιο σύντομα, ενώ έχουν αναφερθεί και σε αφαλατώσεις.

Εννοείται ότι η πρωτεύουσα δεν μπορεί να μείνει χωρίς νερό και εννοείται πως η ΕΥΔΑΠ, προφανώς, έχει και το σχέδιο και το πλάνο, ώστε να λειτουργήσει όπως και όταν πρέπει, για να μην μείνει η Αθήνα χωρίς νερό, γιατί κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συμβεί. Είναι μια εφιαλτική προοπτική και δεν θα το αφήσει κανείς να συμβεί. Συνεπώς, τα μέτρα είναι στη σωστή κατεύθυνση.

Αναφερθήκαμε σε κάποια μέτρα, άλλα είναι μεσοπρόθεσμα και κάποια άλλα μακροπρόθεσμα. Ωστόσο, υπάρχουν μέτρα, κύριε Παναγόπουλε, τα οποία είναι άμεσα και αδάπανα.

Ποια είναι αυτά τα μέτρα, κύριε καθηγητά;

Αναφέρομαι, ασφαλώς, στα ατομικά μέτρα, τα οποία μπορούμε να λάβουμε εμείς, από αύριο κιόλας. Και όταν λέω εμείς, αναφέρομαι στους καταναλωτές του νερού. Πρέπει να υιοθετήσουμε μια κουλτούρα ατομικής εξοικονόμηση του νερού. Από εμάς ξεκινάει η κατανάλωση στην ατομική μας υγιεινή, το μαγείρεμα, στη φροντίδα των κήπων, των μπαλκονιών και γενικά του πλυσίματος των δρόμων, των αυτοκινήτων, αλλά και στις πισίνες το καλοκαίρι. Όλα τα παραπάνω αφορούν σε μεγάλες καταναλώσει του νερού και μάλιστα από εκατομμύρια ανθρώπους. Για σκεφτείτε: Αν εσείς και εγώ ατομικά κάνουμε εξοικονόμηση 10 λίτρων νερού την ημέρα ο καθένας μας, τι εξοικονόμηση θα έχει πραγματοποιηθεί στο τέλος της θερμής περιόδου, σε μεγάλες πόλεις όπως η Αθήνα. Αυτό είναι κάτι, το οποίο πρέπει να κάνουμε. Δεν το κάνουμε και πρέπει να το περάσουμε και στα μικρά παιδιά, όπως περάσαμε κάποτε, πριν από κάποια χρόνια, την ανακύκλωση, η οποία, αυτή τη στιγμή, βλέπετε ότι λειτουργεί.

Γιατί, λοιπόν, να μην αποκτήσουμε μια κουλτούρα εξοικονόμησης; Γιατί να αφήνουμε τη βρύση να τρέχει άσκοπα, όταν έχουμε ατομική υγιεινή. Γιατί δεν το εφαρμόζουμε στο πλύσιμο των ρούχων και των φρούτων, στην καθημερινή μας λάτρα στην κουζίνα; Μπορούμε να το κάνουμε και είναι πολύ μεγάλη εξοικονόμηση.

Πιστέψτε με, έχουν γίνει μετρήσεις στην Αγγλία και την Ισπανία και έχει αποδειχθεί ότι μια μέση εξοικονόμηση των κατοίκων μιας πόλης 150.000 κατοίκων, μπορεί να δώσει τη δυνατότητα στο να ιδρυθεί ακόμη μία πόλη, με άλλους τόσους κατοίκους.

Ποιες είναι οι περιοχές εκείνες που κινδυνεύουν περισσότερο αυτήν τη στιγμή κύριε καθηγητά; Σε ορισμένα νησιά, για παράδειγμα στον Πόρο και την Κρήτη ήδη γίνονται διακοπές νερού εξαιτίας του προβλήματος…

Τα νησιά έχουν όλα πρόβλημα αλλά υπάρχει κάτι που ίσως σας φανεί περίεργο, αλλά είναι ένα παράδειγμα που το έχω αναφέρει και άλλες φορές, σε συνεντεύξεις μου: Το παράδειγμα της Αστυπάλαιας. Η Αστυπάλαια, είναι ένα νησί των Δωδεκανήσων, το οποίο βρίσκεται στην πιο ξηροθερμική ζώνη του Αιγαίου και συγκεκριμένα στο νοτιοανατολικό Αιγαίο. Δεν έχει πάνω από 250 χιλιοστά βροχής το χρόνο. Κι όμως, με ένα φράγμα που είχε κατασκευάσει εκεί η Γεωργική Υπηρεσία πριν από 25 χρόνια, για πειραματικούς σκοπούς και το οποίο λειτουργούσε εν μέρει, όταν άρχισαν κάποια στιγμή τα προβλήματα λειψυδρίας και στο νησί τα τελευταία χρόνια, οι κάτοικοι άρχισαν να λειτουργούν το συγκεκριμένο φράγμα.

Σας πληροφορώ ότι το φράγμα αυτό, σε δύο άνυδρες χρονιές κατά δήλωση του δημάρχου, μάζεψε 300.000 m3 νερού και φανταστείτε ότι έχει συνολική χωρητικότητα 900.000 m3. Αυτά τα 300 χιλιάδες κυβικά μέτρα νερού είναι ικανά να ξεδιψάσουν το νησί της Αστυπάλαια για έναν ολόκληρο χρόνο. Και μάλιστα, αυτή τη στιγμή, η Αστυπάλαια καλύπτει το 92% των αναγκών της σε νερό από το συγκεκριμένο φράγμα, χρησιμοποιώντας μόλις ένα 8% από αφαλάτωση.

Θα το πω απλά: Έχουμε τη δυνατότητα να μαζέψουμε νερό, κύριε Παναγόπουλε. Δεν το κάνουμε. Αυτή είναι η άλλη λύση που σας έλεγα, αλλά αυτή, βέβαια, δεν είναι άμεση σαν την προηγούμενη που αναφέρθηκα, δηλαδή την ατομική εξοικονόμηση νερού.

Οι ιδιώτες μπορούν να κάνουν κάτι ως προς αυτό; Για παράδειγμα ταμιευτήρες…

Το κράτος και οι ΟΤΑ μπορούν να κάνουν ταμιευτήρες, που είναι έργα, τα οποία απαιτούν χρόνο και χρήμα. Αλλά σε αυτή την περίπτωση, το χρήμα καταβάλλεται άπαξ. Δεν είναι σαν την αφαλάτωση, που όσο χρησιμοποιείς τη μονάδα αφαλάτωσης πληρώνεις ενέργεια και καταναλώνεις ενέργεια.

Στην περίπτωση των ταμιευτήρων, δαπανάς κάποια χρήματα, φτιάχνεις το φράγμα, το αφήνεις και λειτουργεί για 10 – 40 χρόνια, μαζεύει νερό, σου δίνει νερό. Και σου δίνει πολύ νερό, γιατί η Ελλάδα είναι ορεινή χώρα και έχει λεκάνες απορροής και έχει θέσεις ίδρυσης ταμιευτήρων κατάλληλες και μπορούν να γίνουν φράγματα και στα νησιά και στις ξηροθερμικές περιοχές που αναφέρατε πριν και τις ξέρουμε όλοι.

Τώρα, τι μπορούμε να κάνουμε εμείς, ως ιδιώτες. Η απάντηση έρχεται με βάση αυτό που έκαναν οι πρόγονοί μας. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα: Τα νησιά του Αιγαίου πριν από 50 – 100 χρόνια είχαν πολύ περισσότερο κόσμο τον χειμώνα απ’ ό,τι τώρα. Το καλοκαίρι δεν είχαν τουρίστες, αλλά είχαν μόνιμους κατοίκους πολύ περισσότερους σε σύγκριση με τη σημερινή εποχή. Η Νίσυρος, ενδεικτικά, ο πληθυσμός της οποία σήμερα φτάνει τους 1.000 κατοίκους, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα είχε 13.000 κατοίκους. Αυτοί οι άνθρωποι ζούσαν εκεί, από κάπου έπιναν νερό, από κάπου πλένονταν, από κάπου πότιζαν τους κήπους τους. Πώς; Με οικογενειακούς συλλεκτήρες που είχαν στα σπίτια τους, τις στέρνες, τις δεξαμενές και τις στέγες, όπου συνέλεγαν το νερό της βροχής το χειμώνα, ακόμη και στις πιο άνυδρες περιοχές. Οπότε, αυτό το νερό το μάζευαν και το χρησιμοποιούσαν το καλοκαίρι. Αυτό μπορεί να γίνει και φέτος σε πολλά σπίτια στα νησιά του Αιγαίου, που μπορούν να χρησιμοποιούν το νερό αυτό για ύδρευση, καθαριότητα, άρδευση των κήπων με το βρόχινο νερό.

Θεωρείτε πως η πολιτική της ΕΕ για την αντιμετώπιση του προβλήματος είναι αποτελεσματική; Και επειδή αναφερθήκατε λίγο πιο πριν και στην αφαλάτωση, πιστεύετε ότι μαζί με τις επενδύσεις για τον εκσυγχρονισμό των παλαιών δικτύων υδροδότησης είναι επαρκείς ως λύσεις;

Και εδώ παρατηρείται το ίδιο χάσμα που υπάρχει και σε άλλα θέματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Υπάρχουν κάποιες χώρες, οι λεγόμενες και γνώστες προηγμένες της Δύσης, οι οποίες πράγματι έχουν νέες τεχνολογίες στην πλειονότητα των δικτύων τους και έχουν εκεί πολύ μικρές απώλειες νερού, της τάξης του 10%-15%. Είναι μία άλλη πληγή οι απώλειες σε νερό.

Όταν έχουμε απώλειες που φτάνουν σε ποσοστό το 45%, όπως στη χώρα μας, τότε στους καταναλωτές φτάνει περίπου η μισή από την προβλεπόμενη ποσότητα νερού. Σκεφθείτε ότι ο μέσος όρος απώλειας ύδατος που είναι αποδεκτός στην ΕΕ είναι γύρω στο 20%-22%. Στην Κρήτη, οι απώλειες είναι στο 50% και αυτό είναι ένα σοβαρό πρόβλημα, γιατί υπάρχουν δυστυχώς περιοχές με κάποιες ΔΕΥΑ (Δημόσιες Επιχειρήσεις Ύδρευσης και Αποχέτευσης) που έχουν πεπαλαιωμένα δίκτυα. Αυτό, λοιπόν, είναι ένα θέμα που πρέπει να αντιμετωπιστεί και δεν είναι καθόλου εύκολο, γιατί απαιτεί και χρόνο και χρήμα.

Πόσο χρόνο έχουμε μπροστά μας, ώστε να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά το πρόβλημα της λειψυδρίας, για να μην χρειαστεί να καταφύγουμε σε αυστηρά περιοριστικά μέτρα, για παράδειγμα σε πρακτικές τύπου «νερό με το δελτίο»;

Θα μου επιτρέψετε σε αυτό το σημείο, κύριε Παναγόπουλε, να γίνω λίγο απαισιόδοξος και θα σας πω ότι το πρόβλημα της λειψυδρίας, είναι ένα πρόβλημα που, όπως έχω και στους φοιτητές μου, ήρθε, για να μείνει.

Δεν θα φύγει. Και ξέρετε, γιατί δεν θα φύγει; Γιατί δεν εξαρτάται μόνον από τις βροχοπτώσεις. Ακόμη κι αν έχουμε ευνοϊκές υδρολογικά χρόνιες, το νερό δεν είναι ένας ανανεώσιμος πόρος, όπως είναι ο αέρας και ο ήλιος. Ο αέρας ανανεώνεται σε καθημερινή βάση. Ο ήλιος έχει πρόσθετη καινούργια ηλιακή ακτινοβολία, σε καθημερινή βάση. Το νερό, όμως, είναι ένας ανακυκλώσιμος πόρος. Το ίδιος νερό που έπινε και ο Περικλής, ακριβώς το ίδιο νερό πίνετε κι εσείς στην Αθήνα. Θυμάστε στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο κάναμε για τον «κύκλο του νερού». Αυτός ο ανακυκλώσιμος πόρος, αυτή η ίδια ποσότητα του νερού, μοιράζεται κάθε χρόνο, σε όλο και περισσότερους ανθρώπους, σε όλο και περισσότερες χρήσεις. Για κάντε λίγο τον λογαριασμό: Το νερό δεν αυξάνεται το νερό. Το νερό παραμένει ίδιο. Αφήστε τώρα, αν πέφτει αρκετή ή πιο λίγη βροχή. Μια χρονιά θα έχουμε περισσότερη βροχή, την επόμενη λιγότερη. Το ζήτημα είναι ότι εμείς οι άνθρωποι, οι κάτοικοι αυτού του πλανήτη, αυξανόμαστε. Και όσο αυξάνεται ο πληθυσμός, τόσο αυξάνονται και οι ανάγκες των ανθρώπων σε κατανάλωση νερού.

Συνεπώς, βλέπετε ότι είμαι απαισιόδοξος, γιατί εκ της φύσεώς του το νερό είναι τέτοιο αγαθό, που δεν μπορεί να αναπαραχθεί. Συνεπώς, παραμένει η ίδια ποσότητα, αυξάνονται οι χρήσεις του, αυξάνεται ο πληθυσμός. Άρα, αν το βάλουμε σε κλάσμα, αυξάνεται το κλάσμα και μειώνεται ο αναλογούν όγκος. Επομένως, αυτό είναι κάτι που πρέπει να κρατήσουμε, να το σκεφτούμε σοβαρά και από εκεί και πέρα να καταλάβουμε ότι το νερό είναι κάτι, με το οποίο δεν μπορούμε να παίζουμε. Πρέπει να το σεβόμαστε και να το προσέχουμε. Οφείλουμε να είμαστε πάρα πολύ προσεκτικοί με τη χρήση του, να μην το σπαταλάμε, να φτιάξουμε σύγχρονα δίκτυα. Βεβαίως, σε έσχατη περίπτωση, θα χρησιμοποιήσουμε και το νερό της θάλασσας. Δεν είναι ευοίωνα τα πράγματα, χρειάζεται πολλή προσοχή. Υπάρχουν οι τεχνολογικές λύσεις σήμερα, για να έχουμε βελτιωμένα τα αποθέματα, αλλά πρέπει μέσα σ’ αυτά να προσθέσουμε και την ατομική κουλτούρα σεβασμού και ευθύνης μας προς το νερό.

Με ποιους τρόπους μπορούμε να αντιμετωπίσουμε κεντρικά, ως κράτος το πρόβλημα της λειψυδρίας και της ξηρασίας. Μήπως θα πρέπει, για παράδειγμα, να υπάρχει μια εθνική στρατηγική, με διακομματική συναίνεση, ως προς την εκτίμηση και τη διαχείριση των υδάτινων πόρων; 

Σαφώς, θα πρέπει να υπάρξει ένα Ινστιτούτο Υδάτων. Δεν υπάρχει, αυτή τη στιγμή, στη χώρα. Υπάρχει η Γενική Γραμματεία Υδάτων στο υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, αλλά έχει συγκεκριμένες αρμοδιότητες, οι οποίες δεν αφορούν μόνο το θέμα της λειψυδρίας, αφορά και στις πλημμύρες και σε άλλες χρήσεις του νερού.

Δείτε, για παράδειγμα, τη Σλοβακία: Δεν είναι μια μεγάλη χώρα όπως η Γαλλία ή η Γερμανία, μπήκε μετά από εμάς στην ΕΕ. Κι όμως, έχει ένα εξαιρετικό Ινστιτούτο Υδάτων, το οποίο στελεχώνεται από επιστήμονες, υδρολόγους, ειδικούς στο επιφανειακό και το υπόγειο νερό. Ένα τέτοιο Ινστιτούτο χαράσσει κεντρική πολιτική, σε συνεννόηση με το κράτος, την Τοπική και Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση, η οποία περνά μέσα από συγκεκριμένες στρατηγικές. Κάτι τέτοιο δεν υπάρχει εδώ, σ’ εμάς. Θα μπορούσε να γίνει, όμως.

Ένα πρώτο θετικό βήμα ήταν η εξαγγελία του πρωθυπουργού ότι θα δημιουργηθούν Οργανισμοί Διαχείρισης Υδάτων σε κάθε περιφέρεια της χώρας, όπως έγινε, για παράδειγμα, στη Θεσσαλία. Είναι κι αυτό ένα βήμα, με τη σύγκλιση όλων αυτών των οργανισμών σε μία Ενιαία Εθνική Στρατηγική.

Θα το πω απλά, κύριε Παναγόπουλε: Το νερό δεν έχει σύνορα. Δεν είναι το νερό της Αττικής ή το νερό της Θεσσαλονίκης. Είναι ένας πόρος ενιαίος και συνεχόμενος. Επομένως θα πρέπει να υπάρξει μια νέα στρατηγική και είναι σίγουρα προς τη σωστή κατεύθυνση κάποια βήματα που ανακοινώθηκαν ήδη από το καλοκαίρι. Μένει να δούμε – και το ελπίζω – ότι θα υλοποιηθούν.

Από εκεί πέρα, η Ελλάδα – και κρατήστε το και αυτό – έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα: Έχει βουνά. Για την περίπτωση του νερού, αυτό είναι ένα σημαντικό πλεονέκτημα, γιατί όπως μαθαίναμε στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο, τα βουνά τραβάνε τη βροχή. Αυτή, με τη σειρά της, πέφτει στις κοιλάδες, στις λεκάνες απορροής, διηθείται ή κυλάει επιφανειακά, δημιουργεί τους χειμάρρους, τους χειμαρροποτάμους και του ποταμούς. Έχουμε ένα σωρό ποτάμια στην Ελλάδα. Εκεί, εάν πάμε και τοποθετήσουμε ταμιευτήρες, τότε θα δούμε να γίνονται θαύματα. Και φυσικά, για τα νησιά μας, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε το παράδειγμα της Αστυπάλαιας. Εν κατακλείδι, πιστεύω ότι η Ελλάδα μπορεί να είναι αυτάρκης σε νερό ως χώρα.

 
* Ο Δημήτρης Εμμανουλούδης είναι καθηγητής και διευθυντής του Εργαστηρίου Ανάλυσης και Διαχείρισης Φυσικών Καταστροφών στο Διεθνές Πανεπιστήμιο της Ελλάδος (ΔΙΠΑΕ).

Πηγή: liberal.gr/Χρήστος Θ. Παναγόπουλος

Χρήστος Θ. Παναγόπουλος

Tελευταίες Ειδήσεις