Τα εν λόγω κονδύλια - τα οποία εκταμιεύτηκαν μέσω του Μηχανισμού Προενταξιακής Βοήθειας (IPA) από τότε που η Τουρκία απέκτησε το καθεστώς υποψήφιας προς ένταξη χώρας - προορίζονταν αρχικά για την υποστήριξη πολιτικών και διοικητικών μεταρρυθμίσεων, με στόχο την εναρμόνιση της χώρας με τους ευρωπαϊκούς κανόνες.
Μεταξύ 2014 και 2024, η Τουρκία έλαβε 4 δισεκατομμύρια ευρώ από το συνολικό αυτό κονδύλι. Στο πλαίσιο του τρέχοντος χρηματοδοτικού κύκλου, η Άγκυρα αναμένεται να λάβει σημαντικό ποσοστό από τα 14,32 δισεκατομμύρια ευρώ που προβλέπονται για την περίοδο 2021-2027.
Ωστόσο, σύμφωνα με εμπιστευτικές πηγές που επικαλείται το Nordic Monitor, μέρος αυτής της βοήθειας διοχετεύθηκε μυστικά σε επιχειρήσεις κατασκοπείας εντός κρατών-μελών της ΕΕ. Τόσο το τουρκικό υπουργείο Εσωτερικών όσο και το υπουργείο Εξωτερικών φέρονται να αξιοποίησαν εκατομμύρια ευρώ από τα κονδύλια του IPA για τη συλλογή πληροφοριών εναντίον χωρών της ΕΕ - είτε στο έδαφος της ΕΕ είτε στοχοποιώντας Ευρωπαίους διπλωμάτες που υπηρετούν στην Τουρκία.
Ο μηχανισμός απόκρυψης της εκτροπής αυτών των πόρων ήταν επιμελώς δομημένος ώστε να φαίνεται νόμιμος. Χρησιμοποιήθηκαν εταιρείες - βιτρίνα, οργανισμοί - βιτρίνα και πράκτορές τους, με σκοπό να συγκαλύψουν τη χρηματοδότηση των κατασκοπευτικών επιχειρήσεων ως δήθεν υποστήριξη της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας. Οι εν λόγω οντότητες εξέδιδαν εικονικά τιμολόγια και διατηρούσαν παραποιημένα λογιστικά στοιχεία, αποκρύπτοντας τον πραγματικό χαρακτήρα των δαπανών τους.
Στις 16 Ιουνίου 2025, ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών Χακάν Φιντάν αποκάλυψε, μέσω επιστολής του προς την Τουρκική Εθνοσυνέλευση, ότι το υπουργείο του δαπάνησε 339,9 εκατομμύρια ευρώ από ευρωπαϊκά κονδύλια την περίοδο 2014-2024, ενώ το Υπουργείο Εσωτερικών απορρόφησε 327,9 εκατομμύρια ευρώ κατά το ίδιο διάστημα.
Ο Φιντάν δεν διευκρίνισε πώς χρησιμοποιήθηκαν τα ποσά αυτά. Πηγές αναφέρουν, ωστόσο, ότι τα χρήματα - τα οποία αρχικά προορίζονταν για διοικητικές μεταρρυθμίσεις, ενίσχυση θεσμικής ικανότητας και νομοθετική εναρμόνιση - κατέληξαν σε κατασκοπευτικά δίκτυα που λειτουργούν μέσω τουρκικών διπλωματικών αποστολών.
Ο Φιντάν, πρώην επικεφαλής της τουρκικής υπηρεσίας πληροφοριών (Milli İstihbarat Teşkilatı, MIT), έχει αναδιαμορφώσει εκ βάθρων το υπουργείο Εξωτερικών από τον διορισμό του, το καλοκαίρι του 2023. Τοποθέτησε στελέχη των μυστικών υπηρεσιών σε κορυφαίες θέσεις του υπουργείου και ενίσχυσε τη Διεύθυνση Πληροφοριών και Έρευνας (İstihbarat ve Güvenlik İşleri Genel Müdürlüğü), μετατρέποντας τις τουρκικές πρεσβείες και προξενεία σε επιχειρησιακούς κόμβους μυστικών αποστολών.
Υπό την ηγεσία του ιδρύθηκε και η νέα Γενική Διεύθυνση Διπλωματικής Ασφάλειας (Diplomatik Güvenlik Genel Müdürlüğü, DGGM). Επισήμως, η αποστολή της είναι να διασφαλίσει την ασφάλεια των περίπου 260 διπλωματικών αποστολών της Τουρκίας παγκοσμίως. Στην πραγματικότητα, λειτουργεί ως προκάλυμμα για την ανάπτυξη περισσότερων επιχειρήσεων πληροφοριών στο εξωτερικό, αναφερόμενη απευθείας στον Φιντάν, από τον οποίο και λαμβάνει οδηγίες.
Η DGGM ανέλαβε επίσης τον ρόλο της ασφάλειας των ξένων πρεσβειών στην Τουρκία, αρμοδιότητα που παλαιότερα ασκούσε η Γενική Διεύθυνση Πρωτοκόλλου, σε συνεργασία με την τοπική αστυνομία. Η αλλαγή αυτή παρέχει στον Φιντάν το πρόσχημα να εντείνει τις επιχειρήσεις επιτήρησης εναντίον διπλωματικών αποστολών επί τουρκικού εδάφους.
Η επιθετική πολιτική του Φιντάν για επέκταση των επιχειρήσεων πληροφοριών εκδηλώνεται σε μια περίοδο κατά την οποία ο προϋπολογισμός του υπουργείου του έχει υποστεί δραστικές περικοπές από τον Πρόεδρο Ερντογάν. Εκτιμάται ότι ο Ερντογάν, θεωρώντας τον Φιντάν πιθανό διάδοχό του - έναν ρόλο που επιθυμεί να διατηρήσει για τον γιο του, Νετζμετίν Μπιλάλ Ερντογάν - μείωσε σχεδόν κατά το ήμισυ το ποσοστό του υπουργείου Εξωτερικών στον κρατικό προϋπολογισμό: από 0,4-0,5% τα προηγούμενα χρόνια σε 0,289% το 2024 και 0,284% το 2025.
Αν εξαιρεθεί η ενδεχόμενη συμπληρωματική χρηματοδότηση εντός του έτους, το ποσοστό αυτό είναι ακόμη χαμηλότερο. Ενδεικτικά, το 2024, στο υπουργείο Εξωτερικών διατέθηκαν 1,08 δισεκατομμύρια δολάρια από έναν συνολικό προϋπολογισμό περίπου 506,9 δισεκατομμύρια δολάρια, μόλις 0,21%.
Προκειμένου να αντισταθμίσει αυτές τις περικοπές, ο Φιντάν στράφηκε όλο και περισσότερο σε ευρωπαϊκά κονδύλια για τη χρηματοδότηση της πληροφοριακής του ατζέντας.
Κεντρικό ρόλο στις μυστικές επιχειρήσεις της Άγκυρας διαδραματίζει και το Τμήμα Πληροφοριών της Γενικής Διεύθυνσης Ασφαλείας, το οποίο ελέγχει ένα εκτεταμένο δίκτυο πληροφοριοδοτών. Το υπουργείο Εσωτερικών αποστέλλει αστυνομικούς στο εξωτερικό με το πρόσχημα της ασφάλειας διπλωματικών αποστολών, πολλοί εκ των οποίων υπηρετούν ως αξιωματικοί σύνδεσμοι. Στην πραγματικότητα, λειτουργούν ως μυστικοί πράκτορες.
Την τελευταία δεκαετία, η κυβέρνηση Ερντογάν έχει αξιοποιήσει αυτούς τους πράκτορες κυρίως για την κατασκοπεία σε κράτη -μέλη της ΕΕ, με έμφαση στις κοινότητες της τουρκικής διασποράς και στις ξένες πρεσβείες στην Τουρκία. Στόχος των επιχειρήσεων αυτών είναι πολιτικοί αντιφρονούντες, δημοσιογράφοι, ΜΚΟ και μέλη του θρησκευτικού κινήματος Γκιουλέν, κυρίως σε χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Σουηδία, η Αυστρία και η Ολλανδία.
Παρά την εν γνώσει της κατάχρηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων τόσο από την τουρκική κυβέρνηση όσο και από φιλοκυβερνητικές οργανώσεις με αντιδυτικό και αντευρωπαϊκό προσανατολισμό, η ΕΕ έχει έως σήμερα αποφύγει να λάβει ουσιαστικά μέτρα. Οι Βρυξέλλες δεν έχουν καταστήσει τις τουρκικές αρχές υπόλογες, ούτε έχουν επιβάλει επαρκείς όρους για την αποτροπή μελλοντικών καταχρήσεων.
Ένας από τους βασικούς λόγους για αυτή τη σιωπή της ΕΕ είναι το λεγόμενο «χαρτί της μετανάστευσης» που χρησιμοποιεί η Άγκυρα. Ελέγχοντας τη ροή παράτυπων μεταναστών προς την Ευρώπη μέσω τουρκικού εδάφους, ο Ερντογάν έχει αποσπάσει σημαντικές παραχωρήσεις από τις Βρυξέλλες.
Η ΕΕ, φοβούμενη μια νέα μεταναστευτική κρίση, έχει επιλέξει να δώσει προτεραιότητα στη βραχυπρόθεσμη ασφάλεια και τη διαχείριση της μετανάστευσης εις βάρος της επιβολής των δημοκρατικών αρχών.