Ο καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς, από την ανάληψη των καθηκόντων του τον Μάιο, έχει αποφύγει σε μεγάλο βαθμό να αγγίξει τη «βόμβα» της γήρανσης του πληθυσμού. Αντιθέτως, έχει προτιμήσει μέτρα όπως φορολογικές ελαφρύνσεις για τους ηλικιωμένους, ώστε να συνεχίσουν να εργάζονται και μετά τη συνταξιοδότηση.
Ωστόσο, η υπουργός Οικονομίας Κάτερινα Ράιχε, στέλεχος των Χριστιανοδημοκρατών (CDU) και πρώην επικεφαλής στον τομέα της ενέργειας με καταγωγή από την Ανατολική Γερμανία, αγνόησε τις εκκλήσεις για προσεκτικούς χειρισμούς και προχώρησε δημόσια σε ρεαλιστική - κατά την ίδια- τοποθέτηση για τα επιδόματα γήρατος.
«Η δημογραφική αλλαγή και η συνεχώς αυξανόμενη προσδοκώμενη διάρκεια ζωής καθιστούν αναπόφευκτη την αύξηση της συνολικής διάρκειας του εργασιακού βίου», δήλωσε στα τέλη Ιουλίου στην εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung. «Πρέπει να εργαζόμαστε περισσότερο και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα».
Η ίδια ανέφερε ότι το οικονομικό ινστιτούτο DIW είχε ήδη πριν από 20 χρόνια προτείνει αύξηση της ελάχιστης ηλικίας συνταξιοδότησης στα 70 έτη μέχρι το 2025, αλλά αντί γι’ αυτό, οι περισσότεροι Γερμανοί βρίσκονται καθ’ οδόν να εργάζονται για «μόλις» τα δύο τρίτα της ζωής τους – μια αναλογία που χαρακτήρισε μη ρεαλιστική.
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο δυσαρεστημένος καγκελάριος ζήτησε από την υπουργό να παραμείνει εντός γραμμής και να δείξει κατανόηση στις ανησυχίες των εταίρων του κυβερνητικού συνασπισμού, των Σοσιαλδημοκρατών (SPD), οι οποίοι εμφανίζονται αποδυναμωμένοι στις δημοσκοπήσεις, με ποσοστά γύρω στο 15%.
Ωστόσο, η Ράιχε επέμεινε, υποστηρίζοντας πως για πολλούς Γερμανούς η ευτυχία δεν είναι η όσο το δυνατόν πιο πρόωρη συνταξιοδότηση, αλλά η αξιοποίηση της εμπειρίας τους και η συνέχιση της εργασίας.
Το SPD αντέδρασε άμεσα, θέτοντας το θέμα της συνταξιοδότησης ως δυνητικό σημείο τριβής στον κυβερνητικό συνασπισμό, που αντικατέστησε την προηγούμενη τρικομματική κυβέρνηση μετά την κατάρρευσή της τον Νοέμβριο.
Ο γενικός γραμματέας του SPD, Τιμ Κλούσεντορφ, ήταν κατηγορηματικός: «Η αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης δεν είναι προς συζήτηση για εμάς», προσθέτοντας ότι κάτι τέτοιο θα συνιστούσε στην πράξη παρακράτηση σύνταξης.
Ως εναλλακτική πρότεινε την αύξηση των εισφορών στο σύστημα, καθώς και μέτρα για να ενισχυθεί η πλήρης απασχόληση των γυναικών, όπως η επέκταση της παιδικής μέριμνας και η μεγαλύτερη ευελιξία στην εργασία.
Διατήρηση της ισορροπίας του δημόσιου συστήματος
Πολλοί οικονομολόγοι υποστηρίζουν την ενίσχυση της απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των μεταναστών, προκειμένου να διατηρηθεί η βιωσιμότητα του συστήματος. Άλλοι αναλυτές έχουν προτείνει μόνιμη σύνδεση του ορίου συνταξιοδότησης με το προσδόκιμο ζωής – ένα μοντέλο που εφαρμόζεται ήδη στην Ολλανδία.
Ο υπουργός Εργασίας, Μπέρμπελ Μπας του SPD, πρότεινε αύξηση της φορολογίας και την υποχρεωτική συμμετοχή στο σύστημα συντάξεων όλων των εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων των ελεύθερων επαγγελματιών, των δημοσίων υπαλλήλων και των βουλευτών – προτάσεις που απορρίφθηκαν κατηγορηματικά από τους συντηρητικούς.
Η δημογραφική πραγματικότητα είναι αμείλικτη: στα μέσα της δεκαετίας του 1990, τέσσερις εργαζόμενοι αντιστοιχούσαν σε κάθε έναν συνταξιούχο. Το 2020, ο αριθμός αυτός είχε μειωθεί στους τρεις και έως το 2035 αναμένεται να φτάσει τους 2,4.
Ήδη, η Γερμανία εμφανίζει υψηλότερη συμμετοχή στην αγορά εργασίας των ατόμων ηλικίας 65-69 ετών σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο: 21,2% έναντι 16%. Η μέση ηλικία συνταξιοδότησης το 2024 ήταν 64,7 έτη.
Στη Δανία, το κοινοβούλιο υιοθέτησε τον Μάιο νομοσχέδιο που αυξάνει την ηλικία συνταξιοδότησης στα 70 έτη έως το 2040 – τη μεγαλύτερη στην Ευρώπη.
Το SPD, εξάλλου, έχει ιστορικό μεγάλων μεταρρυθμίσεων: τη δεκαετία του 2000, εν μέσω 5 εκατομμυρίων ανέργων, ηγήθηκε βαθιών αλλαγών στην αγορά εργασίας, αυξάνοντας σταδιακά το όριο συνταξιοδότησης στα 67 έως το 2031.
Ο γενικός γραμματέας του CDU, Κάρστεν Λίνεμαν, δήλωσε ότι απαιτείται και πάλι ανάλογο θάρρος, εκφράζοντας την ελπίδα ότι η σημερινή οικονομική δυσπραγία θα οδηγήσει σε δύσκολες αλλά απαραίτητες αποφάσεις.
Ωστόσο, ο καγκελάριος Μερτς προκάλεσε αντιδράσεις νωρίτερα φέτος με δηλώσεις που ερμηνεύθηκαν ως επίθεση στους «τεμπέληδες Γερμανούς», δημιουργώντας έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις.
Ο ίδιος, ο οποίος θα κλείσει τα 70 τον Νοέμβριο, προειδοποίησε σε επιχειρηματικό συνέδριο τον Μάιο: «Δεν μπορούμε να διατηρήσουμε την ευημερία της χώρας με τετραήμερη εργάσιμη εβδομάδα και έμφαση στην ισορροπία επαγγελματικής και προσωπικής ζωής».
Τον Ιούλιο προσπάθησε να επαναδιατυπώσει τη θέση του, διευκρινίζοντας ότι δεν ζητεί από όλους τους Γερμανούς να εργάζονται περισσότερο, αλλά ότι ο εθνικός μέσος όρος ωρών εργασίας πρέπει να αυξηθεί.
Η κυβέρνηση έχει δεσμευθεί να διατηρήσει τις συντάξεις στο 48% του μέσου εφ' όρου ζωής εισοδήματος έως το 2031, δέσμευση που οι επικριτές χαρακτηρίζουν μη ρεαλιστική χωρίς ένα σαφές σχέδιο διατήρησης της βιωσιμότητας του συστήματος.