Ωστόσο, η αντίδραση της Μόσχας ήρθε αμέσως και έδειξε ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά.
Σύμφωνα με το CNN, ο σύμβουλος του Κρεμλίνου, Γιούρι Ουσάκοφ, ενημέρωσε τους δημοσιογράφους σχετικά με την τηλεφωνική επικοινωνία του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ με τον Πούτιν, τονίζοντας πως συζητήθηκε η πιθανότητα «αναβάθμισης του επιπέδου των εκπροσώπων» των δύο πλευρών. Καμία αναφορά όμως δεν έγινε στους ίδιους τους ηγέτες και δεν δόθηκε καμία ένδειξη ότι η αναβάθμιση αυτή θα φτάσει στο ανώτατο επίπεδο.
Λίγο αργότερα, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, υιοθέτησε πιο διαλλακτικό ύφος σε συνέντευξή του στην κρατική τηλεόραση. Επισήμανε ότι η Ρωσία δεν αποκλείει καμία μορφή επαφών, είτε διμερών είτε τριμερών, αλλά ξεκαθάρισε πως κάθε επικοινωνία στο υψηλότερο επίπεδο απαιτεί τη μέγιστη προετοιμασία.
Με άλλα λόγια, όπως συνηθίζει να εκφράζεται το Κρεμλίνο, κάτι τέτοιο σημαίνει ότι η Μόσχα δεν είναι ακόμη έτοιμη να προχωρήσει σε Συνάντηση Κορυφής.
Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη, καθώς ο πόλεμος ξεκίνησε με την απόφαση του Πούτιν να αναγνωρίσει μονομερώς τις αυτοαποκαλούμενες Λαϊκές Δημοκρατίες του Ντονέτσκ και του Λουχάνσκ ως ανεξάρτητα κράτη. Ο ίδιος έχει επανειλημμένα ισχυριστεί ότι η Ουκρανία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ρωσικής ιστορίας, του πολιτισμού και του πνευματικού της χώρου της Ρωσίας, ενώ η απομάκρυνσή της από τη Ρωσία θεωρείται «ιστορικό λάθος».
Αν τελικά πραγματοποιηθεί η συνάντηση, ο Πούτιν θα βρεθεί μπροστά σε μια δύσκολη πραγματικότητα. Όπως επισημαίνει η Ορίσια Λουτσέβιτς, διευθύντρια του προγράμματος Ρωσίας και Ευρασίας στο Chatham House, ο Ρώσος πρόεδρος θα πρέπει να αποδεχτεί την ήττα που συνεπάγεται το να καθίσει στο ίδιο τραπέζι με έναν ηγέτη που θεωρεί γελοίο, προερχόμενο από μια χώρα την οποία, στα μάτια του, δεν αναγνωρίζει καν ως υπαρκτή.