Ο δικαστής του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου της Αυστραλίας, Michael Lee, δήλωσε τη Δευτέρα ότι το πρόστιμο πρέπει να «έχει κάποια αντιστοιχία με το μέγιστο προβλεπόμενο ύψος ποινής που ο νόμος το ορίζει στο ποσό των 121 εκατομμυρίων δολαρίων (67,3 εκ. ευρώ) και δεν πρέπει να είναι μικρότερο από 90 εκατομμύρια δολάρια, που αντιστοιχεί στο 75% του μέγιστου».
Είπε ότι 50 εκατομμύρια δολάρια (27,8 εκ. ευρώ) από το πρόστιμο θα πρέπει να καταβληθούν στο Συνδικάτο Εργαζομένων στις Μεταφορές (TWU).
Ο τρόπος με τον οποίο θα καταβληθεί το υπόλοιπο ποσό των 40 εκατομμυρίων δολαρίων (22,3 εκ. ευρώ) – και το εάν θα διατεθεί στους εργαζόμενους – θα αποφασιστεί σε μεταγενέστερη ακρόαση.
Η εξέλιξη αυτή είναι συνέπεια της απόφασης της Qantas το 2020 να αναθέσει σε εξωτερικούς συνεργάτες το εργατικό δυναμικό επίγειας εξυπηρέτησης, ενέργεια την οποία το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο αργότερα έκρινε παράνομη.
Το Συνδικάτο TWU είχε ζητήσει να επιβληθεί στην αεροπορική εταιρεία πρόστιμο μέγιστου ύψους 121 εκατομμυρίων δολαρίων, επιπλέον των 120 εκατομμυρίων δολαρίων σε αποζημίωση που υποχρεούται να καταβάλει στους επηρεαζόμενους υπαλλήλους.
Η Qantas είχε υποστηρίξει ότι το δικαστήριο έπρεπε να επιβάλει πρόστιμο «μεσαίας κλίμακας» μεταξύ 40 εκατομμυρίων δολαρίων και 80 εκατομμυρίων δολαρίων.
Ο δικαστής Lee δήλωσε ότι η Qantas είχε επιδείξει «λάθος είδος συγγνώμης» δείχνοντας έτσι πώς ανησυχούσε περισσότερο για τον αντίκτυπο της δικαστικής απόφασης στην εταιρεία παρά για τον αντίκτυπο που είχε η υπόθεση στους παράνομα απολυμένους εργαζόμενους.
Όπως τόνισε ο δικαστής Lee «η αεροπορική εταιρεία αντιστάθηκε στην νόμιμη ικανοποίηση των εργαζομένων μέχρι εκεί που δεν μπορούσε πλέον να αντισταθεί. Και επανειλημμένα πριν από αυτήν την ακρόαση, προσπάθησε η εταιρία να υποστηρίξει πως ο τρόπος που χειρίστηκε την υπόθεση δεν αντιπροσώπευε καμία ηθική ή δεοντολογική αποτυχία», επεσήμανε με έμφαση ο ανώτατος δικαστής.
Σε συνέχεια της δικαστικής απόφασης μετά τον πολύχρονο αγώνα των εργαζομένων και τη δικαίωσή τους, η CEO της εταιρείας Vanessa Hudson δήλωσε: «Ζητούμε ειλικρινά συγγνώμη από τον καθένα από τους 1.820 υπαλλήλους επίγειας εξυπηρέτησης και από τις οικογένειές τους που υπέφεραν ως αποτέλεσμα. Η απόφαση για εξωτερική ανάθεση πριν από πέντε χρόνια, ιδιαίτερα σε μια τόσο αβέβαιη περίοδο, προκάλεσε πραγματικές δυσκολίες σε πολλά μέλη της πρώην ομάδας μας και στις οικογένειές τους».
Μάλιστα, επεσήανε ότι «ο αντίκτυπος έγινε αισθητός όχι μόνο από εκείνους που έχασαν τις δουλειές τους, αλλά από ολόκληρο το εργατικό δυναμικό μας».
Όπως τόνισε η κα Hudson, η οποία δεν διοικούσε την εταιρία την περίοδο της επίδικης απόφασης, «τους τελευταίους 18 μήνες, η αεροπορική εταιρεία εργάστηκε σκληρά για να αλλάξει τον τρόπο λειτουργίας στο πλαίσιο των προσπαθειών να αποκαταστήσουμε την εμπιστοσύνη με τους ανθρώπους μας και τους πελάτες μας».