Αυτό που πριν 15 και 20 χρόνια περιγράφονταν ως ένα δύσκολο μέλλον που θα έρθει αργότερα, το ζούμε σήμερα. Αλλά δεν χρειάζονται οι ειδήσεις και τα ρεπορτάζ – η βιωμένη εμπειρία μας, η καθημερινότητά μας, η δυσφορία από τους καύσωνες και την αφόρητη ζέστη, ειδικά των πόλεων, είναι κοινός τόπος.
Τώρα ας μιλήσουμε για την πόλη μας τη Θεσσαλονίκη. Η Θεσσαλονίκη έχει μάθει να ζει για δεκαετίες με μια δημόσια ατζέντα που περιστρέφεται γύρω από τα ίδια ζητήματα όπως το μετρό, τις υποδομές, την ανάπτυξη. Είναι λογικό και κατανοητό καθώς όλα αυτά είναι σημαντικά, κανείς δεν το αμφισβητεί. Όπως επίσης κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει πρόοδος σε σειρά ζητημάτων. Σημαντικά έργα παραδόθηκαν και λειτουργούν, άλλα κατασκευάζονται με ταχείς ρυθμούς, άλλα σχεδιάζονται και ορισμένα προαναγγέλλονται. Όμως το ερώτημα είναι εάν αρκούν για να περιγράψουν το μέλλον μιας πόλης που δοκιμάζεται ήδη από τις συνέπειες της κλιματικής κρίσης. Για να το θέσω με άλλα λόγια – ακόμη και όταν ολοκληρωθεί μια σειρά έργων, το πρόβλημα θα έχει λυθεί; Εκτίμησή μου είναι πως ίσως θα περιοριστεί, αλλά σίγουρα όχι στον βαθμό που χρειαζόμαστε και μπορούμε να πετύχουμε.
Σήμερα λοιπόν οφείλουμε να ανοίξουμε τον δημόσιο διάλογο για μια διαφορετική ατζέντα - για την ατζέντα της ανθεκτικότητας. Θα αναρωτηθεί κανείς και δικαίως «μα αυτή η ατζέντα έχει ανοίξει – είναι μέρος του δημοσίου διαλόγου» και θα έχει δίκιο. Πράγματι δεν είναι μια νέα ιδέα αυτή, καθώς υπάρχουν πλέον και πολύ συγκεκριμένες πρωτοβουλίες. Ξαναθέτω όμως το ερώτημα, αρκούν;
Έχω την αίσθηση ότι οι πολλές και σημαντικές πρωτοβουλίες σε παγκόσμιο και ειδικότερα σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν έχουν «μεταβολιστεί» επαρκώς από εμάς. Αισθάνομαι σαν να τις αντιμετωπίζουμε ως δευτερεύουσες προτεραιότητες, με την ψευδαίσθηση επάρκειας χρόνου για να σχεδιάσουμε και να διαμορφώσουμε διαφορετικά την πόλη μας. Δεν είναι όμως έτσι. Γράφω αυτές τις σκέψεις έχοντας εμπλακεί ο ίδιος και προσωπικά με την υπογραφή του Κλιματικού Συμφώνου για λογαριασμό του Δήμου Θεσσαλονίκης και έχοντας εργαστεί στην ευρωπαϊκή αποστολή για τις «100 κλιματικά ουδέτερες και έξυπνες ευρωπαϊκές πόλεις μέχρι το 2030».
Όπως προανέφερα, η κλιματική κρίση δεν είναι κάτι μακρινό. Το ζήσαμε όλοι αυτό το καλοκαίρι, με θερμοκρασίες που έκαναν αφόρητη την καθημερινότητα. Το φαινόμενο της αστικής θερμικής νησίδας — η παγίδα θερμότητας μέσα στο πυκνό δομημένο περιβάλλον — κάνει τη Θεσσαλονίκη πιο ευάλωτη. Σε λίγα χρόνια – για να είμαστε πιο ακριβείς, σήμερα, αν δεν δράσουμε, η ψύξη σπιτιών, σχολείων, νοσοκομείων και υποδομών θα είναι το νούμερο ένα ζήτημα της καθημερινότητας. Δεν μπορούμε να αφήσουμε το πρόβλημα να διογκώνεται χωρίς σχέδιο.
Ανθεκτικότητα σημαίνει πρώτα απ’ όλα υποδομές. Υποδομές που αντέχουν στις υψηλές θερμοκρασίες, στις πλημμύρες, στις ξηρασίες. Σημαίνει ενεργειακή αναβάθμιση των δημοτικών κτηρίων, ώστε να καταναλώνουν λιγότερη ενέργεια και να προστατεύουν τους πολίτες. Σημαίνει επενδύσεις σε πράσινο και μπλε δίκτυο. Περισσότερα δέντρα, πάρκα και ελεύθερους χώρους, αλλά και καλύτερη αξιοποίηση του νερού και της θάλασσας ως στοιχείων δροσιάς και ισορροπίας. Ανθεκτικότητα σημαίνει και κοινωνική δικαιοσύνη. Γιατί η κλιματική κρίση δεν πλήττει όλους το ίδιο. Οι πιο ευάλωτες οικογένειες είναι αυτές που ζουν σε πυκνοδομημένες περιοχές, με λιγότερο πράσινο, σε παλιά σπίτια χωρίς μόνωση. Αν θέλουμε μια Θεσσαλονίκη που δεν αφήνει κανέναν πίσω, τότε ο σχεδιασμός μας πρέπει να έχει και αυτή τη διάσταση.
Η ίδια η πραγματικότητα μας αναγκάζει να σκεφτούμε διαφορετικά, να κινηθούμε πιο γρήγορα, να συνεργαστούμε πιο ουσιαστικά. Δεν είναι υπόθεση μιας δημοτικής αρχής ή μιας γενιάς πολιτών· είναι υπόθεση συλλογική, που απαιτεί συνέπεια και συνέχεια. Αν θέλουμε η πόλη μας να σταθεί ισάξια με τις ευρωπαϊκές μητροπόλεις του αύριο, πρέπει να κάνουμε το βήμα σήμερα. Γιατί το μέλλον της Θεσσαλονίκης δεν θα το ορίσουν οι συγκυρίες, αλλά οι επιλογές μας.
*Ο Μιχάλης Κούπκας είναι Δημοτικός Σύμβουλος Θεσσαλονίκης και Υποδιοικητής της 3ης ΥΠΕ